Παρακολουθώ με ιδιαίτερη προσοχή τα τεκταινόμενα αναφορικά με τις επερχόμενες επιχειρησιακές συμβάσεις και τον νέο ρόλο της διαιτησίας. Με την τραυματική εμπειρία μιας δεκαετίας σε μεσολαβήσεις, διαιτησίες και παράλογες διαδικασίες υποχρεωτικά επιβαλλόμενων εικονικών συμβάσεων συνειδητοποιώ το πώς και το γιατί μιας χρεωκοπίας. Οι μεσολαβητές και οι διαιτητές παρά τις επιφανείς οικονομικές τους σπουδές αποτύπωναν φανταστικές και εξωπραγματικές συμβάσεις δίκην ταρίφας, υπάκουοι στο πολιτικό δόγμα του κρατισμού που ονειρευόταν την κρατικοποίηση της ιδιωτικής οικονομίας. Οι συγκρίσεις με τις δημόσιες – κρατικές αντιπαροχές ως σταθερές αναφορές οδήγησαν στο γνωστό αποτέλεσμα. Σήμερα υπάρχουν συμβάσεις εργασίας τις οποίες ελάχιστοι συνεπείς, όπως ο υποφαινόμενος, τηρούν στο ακέραιο. Αυτοί οι ελάχιστοι συνεπείς, οι αποκαλούμενοι συνήθως αφελείς από το κράτος των παραγραφών και των περαιώσεων είναι τα υποζύγια της χρεωκοπημένης ιδεολογίας που επικυριάρχησε. Σ’ ένα θέατρο παραλόγου και σ’ ένα παιχνίδι εικονικής ευμάρειας δίκην «μονόπολης» και χρηματιστηρίου όλοι ήταν ευτυχείς. Τα συνδικάτα των εργαζομένων υποστήριζαν δημοσίως ότι έχουν σοβαρή σύμβαση και όχι κουρελόχαρτο και κρυφίως επαίροντο για τα μαύρα ιδιαίτερά τους. Ταυτόχρονα δεν παρέλειπαν να αναγράφουν στο καταστατικό τους ότι αγωνίζονται για να κλείσουν τα φροντιστήρια με τα οποία συνεργάζονται παραλλήλως με την ιδιαίτερη παραπαιδεία που με επαναστατικό δικαίωμα ασκούν. Οι μεσολαβητές εκώφευαν και εθελοτυφλούσαν στα πραγματικά στοιχεία της οικονομικής λειτουργίας του μέσου φροντιστηρίου των 60 μαθητών που ουδεμία κερδοφορία απέφερε παρά μόνο την πενιχρή ανταμοιβή των σκληρά εργαζομένων εταίρων του. Το ευρωπαϊκό μας κράτος πανηγύριζε τη σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες με τη δημιουργική λογιστική και οι Διαιτητές σφύριζαν ποινές επί των αφελών και υπέρ των αμελών. Οι ευθύνες αφορούν ασφαλώς όλους όσους συνυπέγραφαν με την κουτή και πονηρή λογική της νεοελληνικής πρακτικής να μοιράσουμε εικονικούς μισθούς πριν παράξουμε αληθινές αξίες.