Προσωπικά δεν συμμερίζομαι καθόλου την άποψη αρκετών συναδέλφων ότι οι φροντιστές πρέπει να κρύβονται όταν ανοίγει η συζήτηση για το Εξεταστικό και το Λύκειο. Ένας μάλιστα εξ αυτών, παραστατικά και με το θάρρος της γνώμης, το διατυπώνει με εντυπωσιακούς παραλληλισμούς: «δεν πρέπει να έχουμε την απαίτηση το κράτος στον σχεδιασμό της δημόσιας υγείας να συμβουλεύεται τους κλινικάρχες!». Οι Φροντιστές οφείλουν να διατυπώσουν ευθαρσώς τις απόψεις τους και για το Λύκειο και για τις Εξεταστικές πρακτικές και δοκιμασίες. Όχι μόνο γιατί είναι πολίτες που τα παιδιά τους φοιτούν στο δημόσιο σχολείο. Όχι μόνο γιατί είναι μάχιμοι εκπαιδευτικοί και δάσκαλοι που έχουν μια πολύτιμη και μοναδική οπτική για τις αδυναμίες της δημόσιας παιδείας. Όχι μόνο γιατί διαπιστώνουν και γνωρίζουν από «πρώτο χέρι» τα μαθησιακά κενά των εφήβων, τα οποία φθάνουν σε επίπεδο λειτουργικού αναλφαβητισμού για τους μαθητές των Λυκειακών τάξεων. Οι δείκτες της μηδενοβάθμιας παιδείας μας δεν επιτρέπουν την σιωπή κανενός. Η συντεταγμένη μας έκφραση αξιοποιώντας την εμπειρία μιας δεκαετίας – και όχι μόνο – συνεχών παρεμβάσεων άξιων συναδέλφων δεν πρέπει να επιλέγει την πολιτική της σιωπής. Διατυπώνουμε θαρρετά και δημόσια την άποψή μας ως ενεργοί πολίτες εφ’ όλης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας και των παθογενειών της. Απαντάμε με σύνεση και φρόνηση σε όλους εκείνους που επιχειρούν να μας βάλουν στην σκιά και το σκοτάδι. Δίνουμε πρώτοι το παράδειγμα της νομιμότητας και δεν αποκρύπτουμε με συντεχνιακό προστατευτισμό όσους κινούνται έξω από το πλαίσιο. Τα φροντιστήρια και η απογευματινή σχολική εκπαίδευση δεν συναρτά την ύπαρξή της με τις όποιες εξεταστικές δοκιμασίες, αλλά αναμετριέται με την ίδια τη δυσκολία της εκπαίδευσης και της μάθησης. Αυτά δείχνει και η ιστορία αλλά και η εμπειρία από το παγκόσμιο φροντιστήριο. Η σιωπή δεν είναι χρυσός για τους Φροντιστές και οι απόψεις τους είναι πολύτιμες και αναγκαίες στον επικείμενο διάλογο. Οι προτάσεις που υπάρχουν και έχουν ζυμωθεί στην εσωτερική διαβούλευση του κλάδου μπορούν να επικαιροποιηθούν στο πνεύμα της εποχής και να αποδείξουν τον πλούτο της σκέψης αλλά και την ανιδιοτέλεια ενός θεσμού που επιβιώνει όχι εν ονόματι της ανεπάρκειας των άλλων αλλά στο όνομα της αληθινής του δυναμικής, που είναι η εκπαίδευση της φροντίδας. Η καταξίωση ενός κλάδου που δοκιμάζεται ακόμα από την «ιδεολογική τρομοκρατία» αμετανόητων κρατιστών απαιτεί θέσεις καθαρές και ξάστερες και όχι ψιθύρους συνενοχής, φόβου και αυτοπεριθωριοποίησης. Γιατί όταν σ’ ένα κλάδο με πανελλαδικό μέσο όρο μαθητών τους 50 ανά φροντιστήριο κάποιοι αισθάνονται «κλινικάρχες» και «φροντιστηριάρχες», τότε μάλλον πάσχουμε από ανίατο βοναπαρτισμό και η συμπαθής δημοσιογράφος του «Ε» της «Ε» που μίλησε για Φροντιστηριακό Ελντοράντο από στοιχειώδη επαγγελματική τεκμηρίωση.