Eμπρός βήμα ταχύ, να προλάβουμε να φκιάξουμε ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο, γιατί μείναμε στις δομές της δεκαετίας του ΄80- είπε, περίπου, τις προάλλες η Αννα Διαμαντοπούλου. Ωρα να ανοίξει (για άλλη μια φορά) ο θεωρητικός και ευχολογικός κρουνός για το «σύγχρονο πανεπιστήμιο»• ώρα για επιτροπές «εξεχόντων», «διακεκριμένων» και «σοφών» (κατά προτίμηση από την ευρύτερη Εσπερία) που θα αναλάβουν τη νεκρανάσταση• αλλά και ώρα να πούμε μερικές σταράτες κουβέντες για τους όρους με τους οποίους κατά προτίμησιν διεξάγεται σήμερα, σε διεθνή κλίμακα, η συζήτηση για τον ζητούμενο εκσυγχρονισμό.
Ναι, είναι το αφήγημα της παγκόσμιας οικονομίας που σήμερα υπαγορεύει ή, κατά περίπτωση, εκβιάζει δομικούς μετασχηματισμούς, αναθεωρήσεις εμφάσεων και λειτουργικούς αναπροσανατολισμούς. Οι αλλαγές, σκοπούμενες ή συντελεσμένες, είναι απτές, και αν δεν συνειδητοποιούμε πάντα τον βαθμό στον οποίο έχει διαφοροποιηθεί η αντίληψη για την πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα είναι γιατί, τα τελευταία χρόνια, έχουμε εσωτερικεύσει την «αγοραία» και οικονομίστικη διάλεκτο του «μάρκετινγκ»: έρευνα συν «μάρκετινγκ» δεν είναι απλώς καλύτερη από έρευνα χωρίς «μάρκετινγκ»- είναι καλύτερη έρευνα.
Κανείς, πρέπει να υποθέσουμε, δεν θα αμφισβητήσει ότι η έρευνα, κυρίως στον χώρο των θετικών και εφαρμοσμένων επιστημών, μπορεί και πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα με την (επι)δραστικότητά της στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Αλλά το μοιραίο φετίχ που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «impact» φιλοδοξεί ήδη να αναδειχθεί σε μοναδικό γνώμονα αξιολόγησης, και το πρόβλημα είναι ότι ο συγκεκριμένος όρος, όπως χρησιμοποιείται στις τεχνοκρατικές εγκυκλίους και φόρμες που θέλουν να κανοναρχήσουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου, φέρει ευδιάκριτο το «στίγμα» της βραχυπρόθεσμης και, κυρίως, μετρήσιμης απόδοσης. Οποιοι και αν είναι αυτοί που βολεύονται με αυτό το επείγον αίτημα, σίγουρα ορισμένοι από τους πιο σοβαρούς ερευνητές θα έχουν τις ενστάσεις τους και, όπως έγραφε σχετικά πρόσφατα ο Stefan Collini στο «Τimes Literary Supplement», θα πρέπει ή να αντισταθούν τώρα ή να κριθούν και να αμειφθούν ως πλασιέ του ερευνητικού τους προϊόντος.
Δεν πλέουμε σε πελάγη «ρομαντικής» αθωότητας• γνωρίζουμε ότι ιστορικά οι αλλαγές στη δομή, τη λειτουργία και τη στοχοθεσία του πανεπιστημίου δεν προέκυψαν από την «εσωτερική περιπέτεια της καθαρής γνώσης» αλλά από τις πρακτικές ανάγκες της εξουσίας- εκκλησιαστικής, πολιτικής και οικονομικής. Μόνο που τώρα οι σύγχρονοι «δείκτες επιδραστικότητας» (impact factors) «παίζουν» ως συνολικό πλαίσιο αξιολόγησης και μοναδικό κριτήριο χρηματοδότησης. Στον πιο πρόσφατο κυβερνητικό «φετφά» που παρέλαβαν τα βρετανικά πανεπιστήμια, για παράδειγμα, οι πιο μεγαλογράμματοι από αυτούς τους δείκτες είναι «η δημιουργία νέων επιχειρηματικών προοπτικών», «η προσέλκυση επενδύσεων από φίρμες παγκόσμιας εμβέλειας», «η βελτίωση δημοσίων υπηρεσιών», «η ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας» και «η ενίσχυση του δημόσιου ενδιαφέροντος για την τεχνολογία». Και μόνο ως υστερόγραφη επίνοια, ο τελευταίος δείκτης επιγράφεται «Λοιπά οφέλη για την ποιότητα ζωής». Σε προφανέστατη αμηχανία για το ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα «οφέλη», οι συντάκτες, σε αντίθεση με ό,τι κάνουν για τους υπόλοιπους δείκτες, δεν δίνουν κανένα συγκεκριμένο παράδειγμα και παρακαλούν ευγενώς τους ενδιαφερομένους «να προτείνουν οτιδήποτε φρονούν ότι πρέπει να συμπληρωθεί».
Το πρώτο άρθρο στον εσωτερικό κανονισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του Μεσαίωνα όριζε ότι «η γνώση είναι δώρο του Θεού, και δεν είναι προς πώλησιν». Ενα είδος λαϊκίστικου νεο-Μεσαίωνα, με προοδευτικές ψευδαισθήσεις, φωνασκεί συστηματικά σ΄ αυτή τη χώρα για να εξορκίσει τάχα τον επιχειρηματικό Μαμμωνά που επιβουλεύεται τη γνωστική ανιδιοτέλεια του πανεπιστημίου, αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να αντιληφθούμε τον εκσυγχρονισμό του πανεπιστημίου αποκλειστικά με τους όρους του Μαμμωνά. Οποιοι παρακολουθούν τη σχετική συζήτηση γνωρίζουν ότι οι πρώτες ηχηρές ενστάσεις γι΄ αυτό το είδος εκσυγχρονισμού έχουν διατυπωθεί από πολύ σημαντικές προσωπικότητες έξω και βρίσκονται σε εξέλιξη.
Γι΄ αυτό είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις λεπτομέρειες της εκσυγχρονιστικής περί το πανεπιστήμιο ρητορικής, κυρίως αυτών που έχουν εκτελεστική εξουσία. Ακριβώς επειδή το δικό μας σημείο εκκίνησης για τον ζητούμενο εκσυγχρονισμό βρίσκεται πίσω (πιο πίσω, μάλλον, από ό,τι πιστεύει η υπουργός), υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, από νεοφώτιστο ζήλο, να εναγκαλιστούμε χωρίς προφυλάξεις τον εισαγόμενο εκσυγχρονισμό του μετρήσιμoυ «impact». Στους Δελφούς ο Πρωθυπουργός μίλησε γενικά για «δύναμη της γνώσης» και πολύ συγκεκριμένα για «ανταγωνιστικότητα», «σύνδεση των πανεπιστημίων με την περιφερειακή ανάπτυξη» και την «προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Ουδείς ψόγος• αλλά η «παιδεία», με τα ανθρωπιστικά συνώνυμα και τα πολιτισμικά συγγενικά της, δεν μοιάζει να είναι μέρος της ρητορικής αυτού του εκσυγχρονισμού- προφανώς επειδή δεν είναι άμεσα μετρήσιμη ως προϊόν προς πώλησιν. Και ακριβώς επειδή οι «δείκτες επιδραστικότητάς» της είναι ταυτόχρονα και δυσδιάγνωστοι και κρίσιμοι, θα ξαναπιάσουμε αυτό το ζήτημα στην πρώτη επόμενη ευκαιρία.
Ο κ. Θέοδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.