Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος οφείλω να χαιρετίσω τη δραστηριότηταπου άρχισε να αναπτύσσει η Κυβέρνηση- ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και η πολιτική ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας- για τα θέματα τής Εκπαίδευσης. Πολλά από τα εξαγγελλόμενα βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση και μέσα στο πνεύμα- ενίοτε και στο γράμμα- τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία (που άρχισε επί Ν. Δημοκρατίας με συμμετοχή τού ΠαΣοΚ και τού ΛΑΟΣ), ενός μακρού (έξι μηνών) και ουσιαστικού διαλόγου, τού οποίου είχα την ευθύνη του συντονισμού ως πρόεδρος.
Εχοντας θητεύσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών επί μακρά σειρά ετών (1965-2006) και έχοντας διοικήσει ως πρύτανης το πανεπιστήμιο αυτό (2000-2006), μπορώ- ελπίζω- να συμβάλω στον δημόσιο διάλογο («διαβούλευση» το λένε τώρα) για την Ανώτατη Παιδεία που μόλις άρχισε, μολονότι τα εξαγγελλόμενα, τα διαρρέοντα και «διαρρεόμενα» είναι ακόμη ασαφή, ίσως για να μην προκαταλάβουν τον διάλογο. Ακόμη θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μη θυμίσουμε ότι η όποια κακοδαιμονία τής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πανεπιστημιακό νόμο 1268/1982 τού ΠαΣοΚ με τις μεγάλες αδυναμίες, δυσλειτουργίες και παρενέργειες που προκάλεσε, παρά ορισμένες θετικές πλευρές του. Ετσι, είναι ευπρόσδεκτο που το ίδιο πολιτικό κόμμα παίρνει τώρα την πρωτοβουλία, μετά από 30 χρόνια, να διορθώσει τα κακώς κείμενα, υπείκον στην αρχή «Ο τρώσας και ιάσεται».
Από την ημερίδα που διοργάνωσε την περασμένη Κυριακή στους Δελφούς το υπουργείο Παιδείας παρουσια του Πρωθυπουργού και κατά την οποία η κυρία Αννα Διαμμαντοπούλου παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης για τα Πανεπιστήμια
Οτι χρειάζεται εκ βάθρων ανανέωση η Ανώτατη Εκπαίδευση είναι κοινός τόπος για τους πανεπιστημιακούς αλλά και για όλη την ελληνική κοινωνία, είναι δε θετικό ότι ανοίγει ένας διάλογος με τολμηρές προτάσεις. Γιατί, μεταξύ πολλών άλλων, πουθενά στον κόσμο σήμερα δεν υπάρχουν φοιτητικές παρατάξεις κομματικά εξαρτημένες που να έχουν άμεσο ή έμμεσο λόγο στη διοίκηση. Οι ειδικές συνθήκες τής Ελλάδος (κυρίως η τραυματική δικτατορία) επέβαλαν τέτοιες δομές, που ενισχύθηκαν εν συνεχεία από τα κόμματα, με στόχο το πολιτικό όφελος. Σήμερα τέτοιες εξαρτημένες δομές- που τελικά λειτουργούν ως τροχοπέδη για κάθε ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό τού ελληνικού πανεπιστημίου- δεν έχουν λόγο υπάρξεως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι φοιτητές ως φορέας δεν θα έχουν τον δικό τους (αναλογικά) λόγο στη διοίκηση. Υπάρχουν θέματα στα οποία θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και άλλα στα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν κανένα λόγο.
Σε σχέση με τις συζητούμενες αλλαγές στα Πανεπιστήμια, η πείρα μου με οδηγεί στις εξής σκέψεις:
1 Ναι,στην καθιέρωση πλήρους αυτοδιοίκησης στα ΑΕΙ. Οχι μόνο διοικητικής, επιστημονικής, ερευνητικής, αλλά και οικονομικής (υπό τον λεπτομερή έλεγχο τής Πολιτείας). Να δίδονται από την Πολιτεία σε κάθε Πανεπιστήμιο τα κονδύλια που χρειάζεται για τη λειτουργία και την έρευνα (γιατί χωρίς έρευνα δεν μιλάμε για Πανεπιστήμια) με κριτήρια που θα καθορίζουν το ύψος τής χρηματοδότησης (αριθμός φοιτητών, αριθμός διδακτικού προσωπικού, έκταση και επιτυχία στην έρευνα κ.ά.). Σε αυτά πρέπει να βαρύνει και η αξιολόγηση κάθε Πανεπιστημίου, εφόσον φυσικά εξασφαλισθεί η πλήρης αυτοδιοίκηση, δηλ. εφόσον περάσουν στην ευθύνη των ίδιων των Πανεπιστημίων οι αποφάσεις για τον αριθμό φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν, για την αναλογία φοιτητών και διδασκόντων, για τις αναγκαίες υποδομές (βιβλιοθήκες, εργαστήρια) κ.λπ.
2 Οχι,στη διοίκηση των Πανεπιστημίων από «μάνατζερ». Το Πανεπιστήμιο δεν είναι επιχείρηση για να διοικείται από μάνατζερ οι οποίοι ενεργούν με άλλη λογική. Ενα ευέλικτο ολιγομελές (ενδεκαμελές) σώμα εκλεγμένων πανεπιστημιακών (Πρυτανικό Συμβούλιο), στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετέχουν και τρεις (3) εκπρόσωποι επιχειρηματικών- επαγγελματικών φορέων (όχι συνδικαλιστές!), μπορεί άριστα να διοικήσει το Πανεπιστήμιο, σε συνεργασία με ένα ευρύτερο (εικοσαμελές) Σώμα Προέδρων Τμημάτων με συμβουλευτικό ρόλο. Η πρόταση τής Κυβέρνησης για ένα Διοικητικό Συμβούλιο που θα διοικεί όλα τα Ανώτατα Ιδρύματα των Αθηνών (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΕΜΠ, Πάντειο, Οικονομικό, Γεωπονικό, Χαροκόπειο, Σχολή Καλών Τεχνών), με τις χιλιάδες των πανεπιστημιακών και των φοιτητών και τα μύρια θέματα που αναφύονται, είναι ουτοπική και συγχρόνως ριζικά αντίθετη προς την επαγγελλόμενη πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ.
3 Ναι,στην αξιολόγηση των Πανεπιστημίων (υπό όρους). Οτι τα Πανεπιστήμια πρέπει να αξιολογούνται δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους Πανεπιστημιακούς. Αυτό που υποστηρίχθηκε- και ισχύει και σήμερα- είναι να αξιολογούνται τα ΑΕΙ με κατοχυρωμένη την πλήρη αυτοδιοίκηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να κρίνεται ένα πανεπιστήμιο για τους υπέρογκους αριθμούς φοιτητών που ποτέ δεν ζήτησε, για υλικοτεχνικές υποδομές που ποτέ δεν τού διατέθηκαν (αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, όργανα κ.λπ.) και για έρευνα με υποτυπώδη κρατικά κονδύλια χωρίς να έχει θεσμικά τη δυνατότητα αναζήτησης πρόσθετων πόρων (χορηγιών, δωρεών, αξιοποίησης προϊόντων έρευνας κ.λπ.). Αν εξασφαλισθούν αυτοί οι όροι, τότε η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων φυσικά και μπορεί να συνδεθεί με την αξιολόγησή τους.
Επ΄ ευκαιρία, αληθεύει ότι εφεξής η χρηματοδοτούμενη έρευνα θα επικεντρωθεί στην «Αγροβιοτεχνολογία, Πληροφορική και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας»; Μήπως καταργούνται διά νόμου οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αλλά και οι περισσότερες θετικές; Τι αλλοπρόσαλλες συλλήψεις είναι αυτές, αν αληθεύουν;
4 Ναι, στη συνένωση- κατάργηση Τμημάτων των ΑΕΙ. Είναι εύκολο και λογικό να καταργήσεις μεταπτυχιακά προγράμματα που εγγενώς έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Είναι αυτονόητο να συνενώσεις ή να καταργήσεις Τμήματα και ειδικότητες σε ΤΕΙ ή και σε Πανεπιστήμια που δεν έχουν φοιτητές. Είναι λογικό να συγκεντρώσεις χωροταξικώς τμήματα που είναι εγκατεσπαρμένα για τοπικιστικούς λόγους. Αλλο πράγμα είναι βεβαίως η κατάργηση ιστορικών αυτοτελών τμημάτων βάσει οικονομικών και μόνο κριτηρίων που θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη οπισθοδρόμηση (με τη λογική: «η Φιλοσοφία φέρνει φοιτητές και πόρους; Οχι! Κατάργησέ την»).
Επ΄ ευκαιρία, «η σύλληψη» εισαγωγής των φοιτητών σε Σχολές (πρώτο έτος) και μετά σε Τμήματα (δεύτερο έτος) σημαίνει «άγριες» εσωτερικές (δεύτερες) εξετάσεις για την επιλογή Τμήματος μετά τις πρώτες εξετάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια!.. Και οι αποτυγχάνοντες στο Τμήμα προτίμησής τους πού θα πηγαίνουν; Το έχουν συλλάβει οι προτείνοντες;
Οπως κι εκείνο το φοιτητικό κουπόνι (η φοιτητική πίστωση), με το οποίο δήθεν θα διαλέγει κάθε φοιτητής το Πανεπιστήμιο όπου θέλει να φοιτήσει! Τι είδους μεταφυσική σύλληψη είναι αυτή; Θα κάνει τον φοιτητή περιζήτητο από τα ΑΕΙ; Τι σχέση μπορεί να έχει το «κουπόνι» με τις χιλιάδες των ταλαίπωρων υποψηφίων που προσπαθούν πάση θυσία να μπουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο;
5. Ναι, στην αλλαγή τού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ Το σημερινό σύστημα εξετάσεων- που φαίνεται ότι διατηρείται- είναι αναξιόπιστο, απάνθρωπο, αντιοικονομικό και, το κυριότερο, στρεβλωτικό τού χαρακτήρα τού Λυκείου, από το οποίο δεν φεύγουν τελικά οι εισαγωγικές εξετάσεις. Ή μήπως θα καθιερωθεί, όπως ελέχθη, το (πραγματικά ελιτίστικο) Διεθνές Απολυτήριο που δίνουν σήμερα ορισμένα ιδιωτικά με εξετάσεις από το εξωτερικό και σε αποφοίτους για σπουδές στο εξωτερικό; Ριζική- και λυτρωτική- λύση θα ήταν η δημιουργία ενός Εθνικού Εξεταστικού φορέα, όπου οι υποψήφιοι θα μπορούσαν μετά το Λύκειο και μέσα στον ίδιο ακαδημαϊκό χρόνο να επαναλάβουν την εξέταση για βελτίωση, αν χρειασθεί, και να εισέρχονται με κριτήρια και απαιτήσεις των ίδιων των Πανεπιστημίων. Θα το ξαναπώ: Είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό ότι ανοίγει επιτέλους ένας ουσιαστικός διάλογος για τα Πανεπιστήμια, που προσωπικά θεωρώ ως την τελευταία ευκαιρία- όπως συμβαίνει και με την οικονομία μας- να ανακάμψει η σκληρά δοκιμασμένη και άδικα απαξιωμένη δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.