Στο Βιβλιοδρόμιο του Σαββατοκύριακου 7-8 Φεβρουαρίου στα Νέα ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο ατάλαντος ηθοποιός και ευκαιριακός δασκαλάκος με την δύναμη των ωραίων λέξεων, που δεν υπηρετούν όμως διαχρονικούς λογικούς και συνεπείς συνειρμούς, είναι έτοιμος να υπερασπισθεί και τον Θεό και τον Διάβολο. Κάποτε σε μια ημερίδα της ΟΕΦΕ εξυμνούσε τα φροντιστήρια και αισθανόταν περήφανος που τα υπηρετούσε. Τώρα τα αποκαλεί πανώλη και προτάσσει αρνήσεις πλουτισμού χάριν μιας σταθερής ιδεολογίας που αδυνατεί να έχει. Ο Γεωργουσόπουλος θύμα και ο ίδιος μιας ιδιότυπης πνευματικής πανώλης και ενός αθεράπευτου ναρκισσισμού ενσαρκώνει αυτό που σε άλλα κείμενα του, τάχατες απεχθάνεται, το σύνδρομο του εξαρτημένου δασκαλάκου. Το παραλήρημα του Γεωργουσόπουλου που δεν άντεξε τη φροντιστηριακή ανελέητη αξιολόγηση αλλά και την ήπια απάντηση του Μιχάλη σας τα παραθέτουμε χωρίς σχόλια…
«Πέρασα κι εγώ στα νιάτα μου από τα φροντιστήρια και δυστυχώς δεν έγινα πλούσιος γιατί διδάσκοντας κυρίως Έκθεση αρνήθηκα να γράψω βιβλίο με υποδείγματα και συνταγολόγιο, πράγμα που έκανε πολλούς συναδέλφους της εποχής ιδιοκτήτες πολυκατοικιών. Αλλά τότε η φροντιστηριακή ενίσχυση περιοριζόταν στους υποψηφίους για το Πανεπιστήμιο και στα στουρνάρια της Μέσης, τότε που υπήρχαν και απορριπτόμενοι και μετεξεταστέοι. Τώρα, λένε οι γνωρίζοντες, φροντιστήριο και ιδιωτικά κατ΄ οίκον μαθήματα (κατά μόνας ή σε γκρουπάκια) γίνονται ήδη από την Πρώτη του Δημοτικού και δεν έχει καμία σχέση με το κατά πόσον το παιδί τα «παίρνει τα γράμματα». Είναι σχεδόν ένα κοινωνικό καθήκον. Εγώ, πάλι, πιστεύω πως είναι μια πανδημία, αν δεν είναι μια ψυχοκοινωνική εξάρτηση όπως και τόσες άλλες. Ένα παιδάκι που από την Πρώτη Δημοτικού συνηθίζει να ετοιμάζει τη σχολική του δουλειά με τη βοήθεια κάποιου, ανεξάρτητα αν αυτός είναι ωρομίσθιος δάσκαλος ή μια φιλόδοξη μητέρα ή ένας «υπερήφανος παππούς», δεν πρόκειται πια ποτέ στη συνέχεια της μαθητικής του πορείας να απεξαρτηθεί από αυτή την παρουσία. Τώρα που όλα και οι επιδόσεις στο σχολείο έχουν ενταχθεί στο σύγχρονο σύνδρομο του ανταγωνισμού, σχολεία ανταγωνίζονται με σχολεία, δάσκαλοι με δασκάλους, γονείς με γονείς και μαθητές με μαθητές.
Τα σχολεία πιέζουν τον δάσκαλο να εμφανίζει υψηλές ποιοτικές επιδόσεις η τάξη του, ο δάσκαλος πιέζει τους γονείς και οι γονείς καταφεύγουν στον ιδιωτικό φροντιστή ή στο φροντιστήριο της γειτονιάς. Ο φροντιστής, πάλι, δεν ασχολείται με το να ασκήσει το παιδί στην αυτενέργεια και στην κατάκτηση προσωπικής μεθόδου πρόσκτησης γνώσεων. Του ετοιμάζει τα πάντα. Απαντά στις ασκήσεις, του γράφει τα κείμενα, λύνει προβλήματα ώστε την επομένη να είναι έτοιμο να εντυπωσιάσει τον δάσκαλο και να εκπλήξει τους συμμαθητές του. Η πλειονότητα των μαθητών μας από το Δημοτικό έως το τέλος του Λυκείου (και στο Πανεπιστήμιο σε ορισμένες σχολές) είναι πλήρως εξαρτημένη από τις μαθησιακές πατερίτσες. Και τώρα που τα γράφω αυτά σκέπτομαι μήπως τα τελευταία χρόνια του αιώνα που πέρασε και ο αιώνας που τρέχει, πρέπει να μελετηθούν και γι΄ αυτήν την πανδημική παθογένεια, γιατί όχι πανώλη, πανωλεθρία. Την εξάρτηση.»
Αυτά έγραψε ο Γεωργουσόπουλος ˙ ακολουθεί η απάντηση του Μιχάλη Αμοιραδάκη.
«Ο αιώνας της απεξάρτησης από την ανοησία…
«Δύο πράγματα είναι άπειρα. Το σύμπαν και η βλακεία.
Για το πρώτο δεν είμαι σίγουρος».
Albert Einstein.
Κύριε διευθυντά
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το πόνημα του κ. Κώστα Γεωργουσόπουλου, δημοσιευμένο το Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009 στη σελίδα 16 της εφημερίδας σας. Αν και δυσκολεύομαι πάρα πολύ να εκλογικεύσω την πίκρα και την αγανάκτηση (δική μου, αλλά και χιλιάδων συναδέλφων μου από όλη την Ελλάδα), στις επόμενες γραμμές θα επιχειρήσω να απαντήσω.
Στο πιο πάνω γράφημα, 50 μαθητές της γ’ λυκείου από 7 λύκεια της Αττικής, αξιολογούν τους φιλολόγους που τους διδάσκουν το μάθημα της έκθεσης. Οι μαθητές βαθμολόγησαν τους καθηγητές τους (με άριστα το 10), συμπληρώνοντας ανώνυμα ερωτηματολόγια, τα οποία κατόπιν έριξαν σε κάλπη. (Τα ερωτηματολόγια καθώς και όλα τα στοιχεία που αφορούν στην έρευνα είναι στη διάθεση της εφημερίδας σας). Φτωχό το δείγμα, μη αντιπροσωπευτικό, θα μου πείτε…
Άρα, το συμπέρασμα αποσπασματικό…
Μπορεί.
Πάντως, σας βεβαιώ, δεν είναι καθόλου έτσι γι αυτούς τους οποίους αφορούν άμεσα αυτοί οι βαθμοί…
Είναι προφανές ότι, στη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο ο αρθρογράφος σας «στα νιάτα του, πέρασε από τα φροντιστήρια διδάσκοντας έκθεση», δεν αξιώθηκε να δει ούτε ένα τέτοιο γράφημα.
Κρίμα.
Αν το είχε δει, πολλά πράγματα μπορεί να ήταν ίδια…
Αλλά και πολλά μπορεί να ήταν διαφορετικά…
Αν είχε δει κάτι ανάλογο ο κ. Γεωργουσόπουλος…
- Δεν θα ήταν ιδιοκτήτης πολυκατοικίας, αλλά και δεν θα θεωρούσε καθόλου «δυστύχημα», το γεγονός ότι δεν έγινε πλούσιος, διδάσκοντας…
- Θα ήξερε πως, το να γράψεις ένα βιβλίο που θα βοηθήσει τους μαθητές σου να γίνουν καλύτεροι, είναι χαρά και τιμή για ένα δάσκαλο, είναι δικαίωμα και χρέος… Και πως, όποιος το αρνείται, το κάνει ακριβώς γιατί ξέρει πως δεν υπάρχουν χρήματα αρκετά, για να ανταμείψουν το χρόνο, τον κόπο και την αγωνία του για το τελικό αποτέλεσμα…
- Δεν θα έβλεπε τίποτα άσχημο, στην ιδέα να «δανείσει» τους μαθητές του με σκέψεις και λέξεις, με εικόνες και φράσεις, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να τον αφομοιώσουν, να τον απορρίψουν και να τον ξεπεράσουν, πετώντας στα σκουπίδια το γενναίο δάνειο ψυχής που τους παραχώρησε…
- Θα ήξερε πως η νόμιμη φροντιστηριακή εκπαίδευση, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη παράνομη παραπαιδεία. Θα ήξερε πως η πρώτη είναι ένα διεθνές εκπαιδευτικό φαινόμενο το οποίο αμβλύνει κοινωνικές ανισότητες, δίνει εργασία σε χιλιάδες νέους επιστήμονες και ενισχύει τον κρατικό κορβανά με ετήσια έσοδα πολλών εκατομμυρίων. Θα ήξερε ότι η δεύτερη συντηρεί, ενισχύει και μεγεθύνει κάθε αδικία που γεννούν οι κοινωνικοοικονομικές μας καταβολές και διαβάλει εφηβικές συνειδήσεις, δείχνοντάς τους το δρόμο της παράνομης συναλλαγής και της σκοτεινής συγκάλυψης.
- Δεν θα τολμούσε ποτέ να θεωρήσει κανέναν άξιο δάσκαλο, φορέα δεινών που καταδικάζουν την εκπαίδευσή μας…
Όμως, ο κ. Γεωργουσόπουλος δεν είδε ποτέ του ένα τέτοιο γράφημα.
Ίσως γιατί δεν θέλησε – ή δεν άντεξε – να υποβάλλει τον εαυτό του στο βάσανο της αξιολόγησης από το αυστηρό εφηβικό ακροατήριο.
Έτσι, έφυγε από τα φροντιστήρια.
Για να βρεθεί σήμερα, πολύφημος και διάσημος, να ζει κρίνοντας άλλους.
Φυσικά, εκ του ασφαλούς.
Κρυμμένος πίσω από μια άγνοια, η οποία γεννά παραπληροφόρηση που, με τη σειρά της, έχει μετατραπεί σε επικρατούσα κοινωνική άποψη.
Έτσι, κανείς δεν θα του ζητήσει το λόγο γι αυτή.
Ναι, υπάρχει πανδημία.
Και πανώλη.
Μόνο που δεν βρίσκεται εκεί που την ψάχνουμε.
Κρύβεται στα πούπουλα της υπέροχης υποκρισίας μας, στις ζητωκραυγές της άλογης ανταπόκρισής μας στα όμορφα ψέματα, σε κείνο το πάθος που μόνο η τυφλή πίστη στην πιο απίθανη πλάνη μπορεί να εμπνεύσει…
Τι κι αν γινόμαστε κατάφορα άδικοι με μερικές χιλιάδες εκπαιδευτικούς φροντιστές;
Αφού, έτσι, όλα δουλεύουν ρολόι για αυτά που έχουμε επιλέξει να μας συμφέρουν…
Μιχάλης Αμοιραδάκης»