Σπουδές και βιοπορισμός

  Διαχρονικό το ζήτημα των σπουδών και του βιοπορισμού˙ στον απόηχο των αποτελεσμάτων για τα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, ξεφυλλίζοντας το παρελθόν και την μελέτη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Δευκαλίων» το 1975, βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι από το 1961 (!) είχαμε υψηλό ποσοστό πτυχιούχων ανώτατης παιδείας στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας 3,6% όταν η Γαλλία είχε 3,4%, η Δυτική Γερμανία 2,7% και η Ολλανδία μόλις 1,7%.

  Λίγο αργότερα, το 1965 είχαμε στις Νομικές , Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες το μεγαλύτερο και στις Τεχνολογικές Επιστήμες το μικρότερο ποσοστό φοιτητών απ’  όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

  Στο ίδιο έργο θεατές, δεκαετίες τώρα το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξακολουθεί να είναι υπέρμετρα θεωρητικό και αναντίστοιχο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας˙ παράγουμε δηλαδή πολύ περισσότερους απ’ όσους χρειαζόμαστε, δικηγόρους, πολιτικούς επιστήμονες, αρχαιολόγους, φιλόλογους, γιατρούς, μαθηματικούς, αρχιτέκτονες, βιολόγους για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα πλέον κορεσμένα επαγγέλματα.

  Αντίθετα, η αγορά εργασίας παρουσιάζει μεγαλύτερη ζήτηση από την αντίστοιχη προσφορά σε πολλά άλλα, κατά κανόνα, σύγχρονα επαγγέλματα, που αφορούν την πληροφορική, την οικονομία, τα φοροτεχνικά, το συνδυασμό γνώσεων πληροφορικής και οικονομίας, την υψηλή τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες και τα δίκτυα, τα τουριστικά και επισιτιστικά επαγγέλματα, τις ειδικότητες προστασίας του περιβάλλοντος και του ποιοτικού ελέγχου.

  Ο σταθερός αντίλογος των θερμών και ανένδοτων θιασωτών των ανθρωπιστικών σπουδών ότι ανέκαθεν οι Έλληνες ήταν πιο πολύ «γραμματισμένοι» παρά «παραγωγικοί» είναι ισχυρός αλλά οπωσδήποτε ξεπερασμένος. Μπορεί η Ελλάδα να παρουσίαζε γύρω στα 1880 – 1890 το μεγαλύτερο ποσοστό τριτογενούς πληθυσμού στον κόσμο (!) αλλά εκατό χρόνια πριν δεν είχε συρρικνωθεί σε τόσο στενά και γεωγραφικά σύνορα. Η σημερινή πραγματικότητα η οποία δίνει στη χώρα μας προβάδισμα να γίνει μητρόπολη πνευματική και οικονομική των Βαλκανίων – και όχι μόνο – απαιτεί ποιοτικές σπουδές στις τεχνολογίες αιχμής και στις σύγχρονες ειδικότητες για να βρίσκουν απασχόληση οι νέοι με πανεπιστημιακή μόρφωση στις κοντινές αγορές εργασίας της αναπτυσσόμενης εθνικής μας περιφέρειας.

  Οι άξονες μιας τέτοιας πολιτικής απαιτούν τα δύο μεγάλα κριτήρια της σύγχρονης εκπαίδευσης, την αποτελεσματικότητα και την ισότητα. Εδώ ακριβώς εντοπίζει κανένας τις χρόνιες αδυναμίες των σπουδών να συνδεθούν με τον βιοπορισμό. Αν αναλογιστούμε τον χρόνο που κάνει ο μέσος φοιτητής να πάρει το πτυχίο του, αν προσμετρήσουμε τον χρόνο που κάνει ο πτυχιούχος να βρει δουλειά και τα γνωστικά του εφόδια έχουμε σίγουρα ένα σύστημα αναποτελεσματικό. Ταυτόχρονα είναι και κοινωνικά άδικο γιατί οι πλούσιοι έχουν καλύτερη πρόσβαση στις σπουδές και στην αποκατάσταση˙ το πιο τραγικό όμως είναι ότι ο μέσος φτωχός φορολογούμενος πληρώνει την τριτοβάθμια εκπαίδευση των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων διαιωνίζοντας από γενιά σε γενιά την ανισότητα.

 

 

 

 

Νέα δεδομένα και χρόνια ζητούμενα

Η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων της Β΄ Λυκείου, η μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων της Γ΄ Λυκείου και η επιλογή του 6ου μαθήματος το οποίο προκαθορίζει τα δυο επιστημονικά πεδία στα οποία μπορεί να κινηθεί ο υποψήφιος της τωρινής Β΄ Λυκείου αποτελούν τα νέα δεδομένα του εξεταστικού πλαισίου. Καθώς μάλιστα στις επόμενες μέρες θα κληθούν να δηλώσουν το 6ο μάθημα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και ενημέρωση.                Η έγκαιρη ενημέρωση των μαθητών της τωρινής Α΄ της Β΄ Λυκείου για το νέο εξεταστικό τοπίο αλλά τις εύστοχες επιλογές σπουδών οι οποίες οδηγούν σε δυναμικές και ανερχόμενες κατευθύνσεις της απασχόλησης αποτελούν χρόνιο ζητούμενο της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας στο επίπεδο του κρατικού σχολείου.                Ο επαγγελματικός προσανατολισμός, η ψυχολογική στήριξη των εφήβων στην κρίσιμη αυτή περίοδο της ζωής τους αλλά  και η συνεχής ενημέρωση για τις σημαντικές λεπτομέρειες του αενάως μεταβαλλόμενου εξεταστικού συστήματος αποτελούν μια σημαντική δράση των φροντιστηρίων.                Εκατοντάδες σεμινάρια έχουν ξεκινήσει σ’  ολόκληρη των χώρα από μεμονωμένα φροντιστήρια και συλλόγους φροντιστών αναφορικά με τις προοπτικές των σπουδών και των επαγγελμάτων και τις λεπτομέρειες του συστήματος πρόσβασης.                Πολλαπλασιάζονται συνεχώς τα εξατομικευμένα προγράμματα συμβουλευτικής με την λειτουργία πολλών κέντρων υποστήριξης τα οποία στελεχώνονται από τους κατάλληλους επιστήμονες και είναι εφοδιασμένα με σύγχρονα εργαλεία ανάλυσης  της προσωπικότητας του μαθητή και λειτουργούν στα 3.000 φροντιστήρια της επικράτειας.                Το κομβικό σημείο του νέου εξεταστικού συστήματος είναι 6ο μάθημα που πρέπει ο υποψήφιος να επιλέξει                Ποίες είναι οι δυνητικές επιλογές των υποψηφίων ανάλογα με την κατεύθυνση που παρακολουθούν;                 Ο υποψήφιος της ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ «πρέπει» να αποφύγει τον «εγκλωβισμό» του στο 1ο επιστημονικό πεδίο με την επιλογή της Ιστορίας ή της Φυσικής της γενικής παιδείας, εκτός αν επιθυμεί τις επαγγελματικά ευοίωνες επιλογές των παιδαγωγικών τμημάτων και μόνο η συγκεκριμένων σχολών (Νομική Φιλολογία Ψυχολογία). Για να επαυξήσει τις πιθανότητες του μπορεί να επιλέξει τα Μαθηματικά της γενικής παιδείας ως το 6ο μάθημα και τις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας ως το 7ο μάθημα για να έχει πρόσβαση στις πολλές και δυναμικές οικονομικές σχολές του 5ου επιστημονικού πεδίου οι οποίες οδηγούν σε ανερχόμενα επαγγέλματα.                Σε κάθε περίπτωση, καλό ΄θα ήταν να διασφαλισθεί η επιλογή και δεύτερου επιστημονικού πεδίου και μια παραδοσιακή κατεύθυνση είναι οι χαμηλόβαθμες σχολές του 3ου επιστημονικού πεδίου (π.χ. τμήματα Νοσηλευτικής ΤΕΙ με μηδενική ανεργία) στα οποία ο υποψήφιος της ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ έχει πρόσβαση μόνο αν επιλέξει ως 6ο μάθημα την Βιολογία της γενικής παιδείας. Είναι ανάγκη να υπογραμμίσουμε ότι μια τέτοια επιλογή είναι αναγκαία για υποψήφιους χαμηλών επιδόσεων καθώς τα τμήματα των ΤΕΙ του 1ου επιστημονικού πεδίου είναι ελάχιστα και μάλλον βαθμολογικά υπερτιμημένα.                Ο υποψήφιος της ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ έχει εξαιρετικές επιλογές επιστημονικών πεδίων όποιο μάθημα και αν επιλέξει ως 6ο μάθημα. Ισχύει βέβαια ότι η πρόσβαση στο 5ο επιστημονικό πεδίο των οικονομικών σχολών απαιτεί το δίδυμο Μαθηματικά γενικής παιδείας (6ο) και Αρχές Οικονομικής Θεωρίας (7ο).                Πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι η κατεύθυνση αυτή φυλλορροεί συνεχώς και έχει πλέον μόνο το 10% του συνόλου  των υποψηφίων συγκεντρώνοντας κυρίως τους υποψηφίους των Ιατρικών σχολών καθώς οι φιλόδοξοι υποψήφιοι των άλλων πεδίων (4ου και 5ου) προτιμούν ειδικά στη Γ΄ Λυκείου την Τεχνολογική κατεύθυνση για να εξεταστούν στην Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον και στη Διοίκηση Επιχειρήσεων αντί για τη Χημεία και τη Βιολογία που έχουν υψηλότερες απαιτήσεις μελέτης και αστάθμητους παράγοντες στις ασκήσεις και τα προβλήματα των εξετάσεων.                Τέλος ο υποψήφιος της ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ έχει και αυτός σωρεία επιλογών στο 2ο και 4ο επιστημονικό πεδίο όποιο μάθημα και αν επιλέξει ως 6ο. Ισχύει βεβαίως ότι η πρόσβαση στο 5ο επιστημονικό πεδίο των οικονομικών σχολών απαιτεί το γνωστό πλέον δίδυμο Μαθηματικά γενικής παιδείας  (6ο) και Αρχές Οικονομικής Θεωρίας (7ο). Η πρόσβαση των υποψηφίων της τεχνολογικής κατεύθυνσης είναι πρακτικά εφικτή μόνο στις χαμηλόβαθμες σχολές του 3ου επιστημονικού πεδίου με την προϋπόθεση ότι το 6ο μάθημα θα είναι Βιολογία της γενικής παιδείας.                Καθώς οδεύουμε ολοταχώς σε εξετάσεις της μιας και καθοριστικής φοράς είναι ιδιαίτερη η ανάγκη της σωστής προετοιμασίας και της προσεκτικής επιλογής για να μην αποδειχθεί στο άμεσο μέλλον ότι η κατάργηση των  εξετάσεων στην Β΄ Λυκείου θα δημιουργήσει νέες τάξεις αποφοίτων.

 

Η παρακμή των θεσμών της σχολικής ζωής

Όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60 ο καθολικός κληρικός Ιβάν Ίλιτς έγραφε το βιβλίο «μια κοινωνία χωρίς σχολεία» διατυπώνοντας ένα αμείλικτο «κατηγορώ» κατά του σχολείου του δογματισμού και του βερμπαλισμού κάποιοι μίλησαν για «εξορκισμούς από τον άμβωνα».

Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το κίνημα για την ριζική ανάπλαση του σχολείου είχε αποκτήσει τέτοια δυναμική που στο ημέτερο «Βήμα» της 4ης Ιουλίου του 1972 αναδημοσιεύθηκε το περίφημο άρθρο του Γάλλου καθηγητή Grossin με τον απίστευτο τίτλο: «το σχολείο διαστρέφει την παιδεία».

Το μέλλον ήρθε γρηγορότερα απ’ όσο το περίμεναν και οι πιο απαισιόδοξοι προάγγελοί του και η πληροφορία, τα πολιτικά δρώμενα και τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανάγκασαν το σχολείο των ταριχευμένων ιδεών και γνώσεων να αλλάξει χωρίς όμως ποτέ να πάψει να αντιπροσωπεύει το χθες.

Το σύγχρονο ελληνικό σχολείο ανεξάρτητα από τις αιώνιες στερεότυπες αιτιάσεις και παρά την απουσία αξιολόγησης, κατά μαγικό εν πολλοίς τρόπο, στηριζόμενο μόνο στην πρωτοβουλία και την δράση των μαχόμενων εκπαιδευτικών έχει συγκλίνει σε σημαντικό βαθμό με την κοινωνία. Η ισχυροποίηση όμως του σχολικού παιδαγωγικού περιβάλλοντος απαιτεί εκτός των άλλων ζητημάτων της διδακτικής και διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης, μια συνολική αναθεώρηση των θεσμών της σχολικής ζωής οι οποίοι έχουν απονεκρωθεί και διαστρέφουν την έννοια της συμμετοχικής και συλλογικής προσπάθειας.

Ο θεσμός της σχολικής «εκπαιδευτικής» εκδρομής ιδίως στην δευτεροβάθμια βαθμίδα έχει απολέσει κάθε συλλογικό και μορφωτικό στόχο.

Από τους καθιερωμένους μηνιαίους περιπάτους μέχρι την πενθήμερη εκδρομή της Γ΄ Λυκείου απουσιάζει παντελώς ο προγραμματισμός, η έμπνευση, η πρωτοβουλία, ο εναλλακτικός προορισμός.

Είναι δυνατόν για παράδειγμα να μην έχει πραγματοποιηθεί ποτέ μια μαθητική εκδρομή στην ωραιότερη κατά τον Ηρόδοτο ελληνική πόλη της Σάμου στα έγκατα της οποίας υπάρχει το Ευπαλίνειο όρυγμα, το μεγαλύτερο μνημείο της αρχαίας εφαρμοσμένης γεωμετρίας; Γιατί άραγε να μην συνδυάζεται μια πενθήμερη εκδρομή με τα χειμερινά σπορ στις λευκές κορυφές του Καϊμακτσαλάν;

Ο εκμαυλισμός των εφηβικών συνειδήσεων μέσω των free tickets και οι κατευθυνόμενες από ειδικευμένους operators μαθητικές εκδηλώσεις – με πρόφαση την ενίσχυση της πενθήμερης – στα μεγάλα club των ορθίων και των καθημένων του δεκαπενταμελούς με «μπουκάλι» είναι το ηθικό καταστάλαγμα μιας καλά οργανωμένης ψυχαγωγικής διαδικασίας που συχνά αποσυντονίζει τους μαθητές στην πιο κρίσιμη καμπή λίγο πριν από τις γενικές εξετάσεις.

Ένας άλλος θεσμός, η σχολική γιορτή, έχει – με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις – τυποποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα να εκφυλισθεί σε μια πληκτική επανάληψη των ίδιων πανηγυρικών, των ίδιων απαγγελιών και των ίδιων σημαιοστολισμών.

Με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς συλλογικότητα και με σημείο τριβής το αν δικαιούται το παιδί ενός οικονομικού μετανάστη να σηκώνει την ελληνική σημαία, οι σχολικές γιορτές έχουν ουσιαστικά προστεθεί στις πάμπολλες αργίες του σχολικού έτους.

Ο σχολικός αθλητισμός, ένας άλλος αναγκαίος θεσμός της σχολικής ζωής καρνικοβατεί ανάμεσα στον πρωταθλητισμό των υψηλών στόχων με όλα τα μέσα και τις αντιπαροχές και στην γυμναστική δραστηριότητα στις ακατάλληλες σχολικές αυλές.

Τα μαθητικά συμβούλια, τέλος, από αναγκαίο πρότυπο δημοκρατικής λειτουργίας στην μικρή πολιτεία του σχολείου έχει γίνει μια διαδικασία χωρίς περιεχόμενο και όραμα. Εκλογές παρωδία χωρίς κριτήρια αξιοσύνης, χωρίς επιχειρήματα και προτάσεις, ο θεσμός έχει αφεθεί στην τύχη του και έχει απαξιωθεί στα μάτια των ίδιων των μαθητών όπως δείχνει και έρευνα της Ο.Ε.Φ.Ε. για τις απόψεις των νέων αναφορικά με τους θεσμούς της σχολικής ζωής.

Η παρακμή όμως των θεσμών στο ελληνικό σχολείο μπορεί να αντιμετωπισθεί άμεσα χωρίς το κόστος – πολιτικό ή οικονομικό – να αποτελεί εμπόδιο στην συνολική τους ανάπλαση. Διαφορετικά πρέπει να αποδεχθούμε αυτό που οι ίδιοι οι μαθητές επιβεβαιώνουν με την μικρή τους συμμετοχή: ότι η εκδρομή είναι μία αμφίβολης ποιότητας «ψυχαγωγία», η σχολική γιορτή μια στερεοτυπία και ο αθλητισμός ώρα κενή ή έπαθλο εγωπληξίας.

Η «κοινωνία δίχως σχολεία» του Ίλιτς είναι ίσως προτιμότερη από τα «σχολεία που διαστρέφουν την παιδεία» και εμπεδώνουν στους εφήβους μαθητές μας την έλλειψη της συλλογικότητας, της κοινωνικότητας, της αξιοκρατίας και εν τέλει της ίδιας της δημοκρατίας.

  

Annus Mirabilis

Το παιχνίδι του χρόνου είναι πολλές φορές διασκεδαστικό˙ για πολλούς αιώνες το πρόβλημα της κίνησης και των αιτιών της ήταν το κεντρικό ζήτημα της φυσικής φιλοσοφίας˙ καμία όμως σημαντική πρόοδος δεν έγινε μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα.

O Isaac Newton που γεννήθηκε στην Αγγλία την χρονιά που πέθανε ο Γαλιλαίος ανάμεσα στο 1665 και 1666 απομονωμένος στο εξοχικό του για να σωθεί από την πανώλη άρχισε να θεμελιώνει τον απειροστικό λογισμό, τον νόμο για την βαρύτητα και την θεωρία των χρωμάτων˙ εκείνη ακριβώς η χρονιά ονομάσθηκε για πρώτη φορά Μαγική Χρονιά ή Annus Mirabilis.

Το 1905 ο Einstein, με την ειδική θεωρία της σχετικότητας, άλλαξε εντελώς τις ιδέες για τον απόλυτο χρόνο και χώρο, διατύπωσε της εξίσωση  και ολοκλήρωσε τις μελέτες του για την κίνηση Brown και το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο˙ το 1905 ήταν μια ακόμη Μαγική Χρονιά για την γνώση.

Όσα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η ώρα λέει η λαϊκή ρήση και στο ξεκίνημα μιας νέας χρονιάς είναι εύλογο να αναρωτηθούμε πόσο κοντά βρισκόμαστε άραγε στις αλλαγές που πρέπει να τολμήσουμε;

Το πλήρωμα του χρόνου έχει παρέλθει για την εκπαιδευτική μας πραγματικότητα που δείχνει ανήμπορη να απελευθερώσει τις ζωντανές της δυνάμεις και να εμπνεύσει τους μαχόμενους δασκάλους.

Είναι αρκετή μία ακόμα αλλαγή στο χρόνιο ζήτημα του εξεταστικού με την δίκαιη επιβολή της βαθμολογικής βάσης για να δώσει πνοή και όραμα στο σημερινό σχολείο;

Ο δημόσιος διάλογος που βρίσκεται σε εξέλιξη και στην κοινωνία και στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας έφθασε πλέον σ’ ένα οριακό σημείο καθώς εξαντλήθηκε η περίοδος της διάγνωσης και ήρθε η ώρα της διατύπωσης ρεαλιστικών λύσεων στα υπαρκτά προβλήματα.

Η κοινωνία έχει κουρασθεί από τις πρόχειρες λύσεις σε λανθασμένα ερωτηματα και περιμένει να αξιολογήσει τις προτάσεις όλων μας˙ σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση το Ανοιχτό Συνέδριο θέσεων που δρομολογεί η Ο.Ε.Φ.Ε. αποτελεί μία πρόκληση συμμετοχής και προβληματισμού.

Η νέα σχολική χρονιά μπορεί να γίνει η Μαγική Χρονιά της αναγέννησης αν οι υπέρμαχοι του κρατισμού εγκαταλείψουν την αντιδραστική θεωρία περί θεσμικών και αγοραίων και αντιληφθούν ότι η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό όταν είναι ποιοτικό και κυρίως προσιτό στους οικονομικά ασθενέστερους˙ η παταξη της παραοικονομίας που εξοντώνει γονείς και μαθητές και μια άλλη πολιτική χρηματοδότησης αποτελούν το δημόσιο ζητούμενο για ένα κοινωνικό κεκτημένο.

 

Η σιωπή των φροντιστών

Θετικός ήταν ο απολογισμός του ετήσιου κύκλου εκατοντάδων ημερίδων και σεμιναρίων που διέτρεξαν το κέντρο και την περιφέρεια αναφορικά με τις πτυχές του νέου εξεταστικού συστήματος για τους μαθητές της Α΄ και Β΄ Λυκείου, αλλά και τις σπουδές εκείνες που οδηγούν σε ανερχόμενα επαγγέλματα, και διοργανώθηκαν από τα φροντιστήρια και τη συντεταγμένη τους εκπροσώπηση.

Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό φροντιστήριο δείχνει να αποτελεί μια απτή πραγματικότητα που δεν αρκείται στον παραδοσιακό του ρόλο, το μαθησιακό πρόβλημα και την εξειδίκευση που απαιτούν οι εξετάσεις, αλλά αποτελεί πλέον και κέντρο πληροφόρησης των νέων ανθρώπων και σταθμό επαγγελματικού προσανατολισμού.

Σε συνεργασία με κορυφαίους επιστήμονες της ψυχομετρίας και της συμβουλευτικής και με σύγχρονα εργαλεία ανάλυσης, τα tests του επαγγελματικού προσανατολισμού, οι φροντιστηριακές κυψέλες με εξατομικευμένα προγράμματα και πολύωρη ουσιαστική επικοινωνία με μαθητές και γονείς ολοκληρώνουν την υποστήριξη των νέων ανθρώπων στις κρίσιμες επιλογές τους.

Την περίοδο μάλιστα της συμπλήρωσης των μηχανογραφικών εντύπων τον Ιούλιο η δραστηριότητα αυτή κορυφώνεται όταν χιλιάδες υποψήφιοι προστρέχουν στα φροντιστήρια ενώ όλες εκείνες οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες που γενναίως χρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς πόρους απολαμβάνουν την θερινή ραστώνη.

Σ’ ένα από τα σεμινάρια της φροντιστηριακής αρωγής, ίσως το πιο ξεχωριστό και συγκινητικό, στην μητρόπολη της Θεσσαλίας, τιμήθηκαν μ’ ένα λιτό πάπυρο αρχαιοελληνικής γραφής δεκαπέντε κορυφαίοι δάσκαλοι των φροντιστηρίων που μεσουράνησαν τις δεκαετίες του ’60 και ’70 αποδεικνύοντας την διαχρονική παιδεία και τον εξισωτικό ρόλο του ανοιχτού και συλλογικού φροντιστηρίου.

Και ενώ το ελληνικό φροντιστήριο αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα που επιλέγεται από χιλιάδες μαθητές και γονείς, είναι αναγκαστικά σιωπηλό στο Ε.Σ.Υ.Π. γιατί μια εκπαιδευτική ομοσπονδία, μια εκπρόσωπος πολιτικού κόμματος και ένας εκπρόσωπος της αυτοδιοίκησης, με διαδικαστικά προσχήματα νομιμότητας αρνήθηκαν στους εκπροσώπους της ιδιωτικής παιδείας το δικαίωμα του λόγου. 

Ο διάλογος τον οποίο εσχάτως εμπεδώνουμε πρέπει να γίνει το πολύτιμο εφόδιο της πολιτικής μας συμπεριφοράς και το μετέωρο βήμα του να εξελιχθεί σε σταθερό βηματισμό με την συμμετοχή όλων, για να διασφαλισθεί η αρμονική συνύπαρξη της δημόσιας ευθύνης και της ιδιωτικής συνεισφοράς.

Η σιωπή των φροντιστών στην αίθουσα του Ε.Σ.Υ.Π. μετασχηματίζεται όμως σε μια δυνατή φωνή στο κοινωνικό και εκπαιδευτικό γίγνεσθαι γιατί ως μαχόμενοι δάσκαλοι του μαυροπίνακα έχουμε αναφαίρετο το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι οι απόψεις και οι θέσεις πρέπει να κρίνονται στον διάλογο, χωρίς αποκλεισμούς που υποκρύπτουν την αδυναμία εκείνων που τους μετέρχονται.

Η φροντιστηριακή κοινότητα παραμένει δεκαετίες τώρα σιωπηλή ακολουθώντας το παράδειγμα του αείμνηστου Μανωλκίδη που έφυγε πρόσφατα και ο οποίος σε καιρούς χαλεπούς με το τίμημα της φυλακής και της εξορίας, έγραψε στην πρόσοψη του φροντιστηρίου του «τα πάντα ρεί…» ˙ η σιωπή όμως δεν είναι πλέον χρυσός.