Εκλογές στην ΟΕΦΕ

Το Σαββατοκύριακο 26 και 27 Ιουνίου 2010 πραγματοποιείται στην Αθήνα το απολογιστικό και εκλογικό Συνέδριο της ΟΕΦΕ, στο οποίο ο κλάδος καλείται να αναδείξει την ηγεσία του με όρους συνέχειας και ανανέωσης. Με δεδομένη μάλιστα την ανανέωση λόγω της αποχώρησης άξιων και δοκιμασμένων στελεχών το ζητούμενο είναι η συνέχεια μιας πολιτικής, η οποία ανέδειξε σημαντικά ζητήματα και έθεσε τις βάσεις μιας οργανωμένης λειτουργίας σε πολλά επίπεδα. Με σταθερή την πυξίδα στην αναζήτηση ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει τον κοινωνικό έλεγχο και θα επιβάλλει τη νομιμότητα. Με αταλάντευτη την πίστη ότι τα πρότυπα ποιότητας αποτελούν επιταγή και αναγκαιότητα. Με σταθερή προσήλωση στην ενότητα του κλάδου χωρίς τις διαχωριστικές γραμμές που ανοήτως τίθενται ανάμεσα σε «μεγάλους» και «μικρούς» και ανάμεσα σε «μοναχικούς» και «συνεργατικούς». Με σταθερή την πολιτική βούληση για την Ευρωπαϊκή Συνεργασία των Φροντιστών. Με περιφρούρηση του κεκτημένου της Προσομοίωσης και διασφάλιση της ανοδικής συνέχειας που με κόπους πολλών επιτεύχθηκε μέχρι τώρα. Ο φροντιστηριακός κλάδος διαθέτει άξιους και φωτισμένους οι οποίοι καλούνται να αναδείξουν τους αξιότερους από τη γενιά των μάχιμων φροντιστών που ζούνε τον παλμό των εξελίξεων και θα κινηθούν ταχύτερα προς το μέλλον που έρχεται με απαιτήσεις ποιότητας, νομιμότητας και οικονομίας. Η ΟΕΦΕ είναι πλέον το αναγνωρισμένο λογότυπο των Φροντιστών και η Διοίκηση της είναι ο χώρος για την τιμητική διάκριση των αξιότερων μαχητών που θα αποστρατεύουν τη λογική της μιζέριας, του φόβου, της ηττοπάθειας και το σύνδρομο των καταδιωκόμενων. Ο φροντιστηριακός θεσμός οδεύει στη θεσμική συνδιαχείριση της παιδείας και οι εκπρόσωποί του με σύνεση και τόλμη πρέπει να αποτρέψουν κάθε συντηρητική στροφή στις πέτρινες εποχές των ενοχικών επαγγελματικών συνδρόμων. Εμείς από αυτό το βήμα θα είμαστε ούτως ή άλλως αρωγοί εργασίας, ενότητας και υποστήριξης γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι η σκληρή κριτική υποκρύπτει παγίως την αδυναμία εργασίας, συνεργασίας και σύνθεσης εκείνων που την ασκούν.

Βαθμολογικά Παραλειπόμενα Διαρκείας

Πριν από λίγο έληξε χωρίς αποτέλεσμα η συνάντηση της ΟΛΜΕ με τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών και η συνέντευξη της Υπουργού Παιδείας αναφορικά με το θέμα. Στο μεταξύ, οι σημερινές εφημερίδες αποκαλύπτουν το παρασκήνιο της τελευταίας συνεδρίασης της ΟΛΜΕ στην οποία το σώμα και οι παρατάξεις διχάστηκαν. Σύμφωνα με πληροφορίες του ιστολογίου μας η αποχή θα τερματιστεί την Πέμπτη και τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν στα σχολεία την Παρασκευή 25 Ιουνίου. Την ίδια μέρα θα ανακοινωθούν και τα στατιστικά ανά μάθημα. Η αναστάτωση αυτή φέρνει στην επιφάνεια και το καθεστώς αδιαφάνειας στη λειτουργία των βαθμολογικών κέντρων. Η σημερινή Ελευθεροτυπία το υπαινίσσεται σαφώς αλλά δεν το αναδεικνύει με το καθοριστικό ερώτημα: Πώς επιλέγονται οι εκπαιδευτικοί που συνδράμουν στη λειτουργία των βαθμολογικών κέντρων; Η Μαρία Παπουτσάκη όμως έθεσε ευθέως το ερώτημα στην Υπουργό Παιδείας. Δείτε το σχετικό απόσπασμα της συνέντευξης και το δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας.

Μαρία Παπουτσάκη: Και επιπλέον εγώ τουλάχιστον γνωρίζω ότι πάρα πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι θέλουν να μετάσχουν σ' αυτή τη διαδικασία και έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν και πολλά παρατράγουδα γύρω από αυτό το θέμα και ποιοι επιλέγουν ποιους και κομματικά και δεν ξέρω τι άλλο.

Δεν ξέρω αν αυτό, εν πάση περιπτώσει ίσως και να ρίχνω λάδι στη φωτιά, αλλά θεωρώ ότι αύριο που έχουν τη συνεδρίασή τους, εάν επικρατήσει η γραμμή, τουλάχιστον μια παράταξη το έθεσε, αποχή διαρκείας, έχετε υπόψη σας πώς θα το αντιμετωπίσετε; Διαρκείας πια.

Υπουργός: Το πρώτο θέμα που βάλατε κα Παπουτσάκη για το θέμα των αμοιβών είναι ένα από τα ζητήματα που θα πρέπει να συζητήσουμε: για τον εξορθολογισμό και την αντιμετώπιση μιας πολύ μεγάλης γραφειοκρατίας, η οποία αφορά στη διεξαγωγή των εξετάσεων. Να σας πω ότι πέρα από τους βαθμολογητές και τους επιτηρητές υπάρχουν περίπου 2.000 Επιτροπές σε κεντρικό, εθνικό και λυκειακό επίπεδο όπου εκεί έγινε και η μεγάλη μείωση των αμοιβών, το θέμα των Επιτροπών.

Θεωρώ λοιπόν ότι και με αφορμή το γεγονός αυτό της αποχής από τη βαθμολογία, είναι μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε όλο τον τρόπο της διεξαγωγής και των αμοιβών. Τώρα το δεύτερο, θα απαντήσω όπως και στους υπόλοιπους συναδέλφους σας. Αύριο είναι μια άλλη ημέρα και θεωρώ ότι θα είναι μία θετική ημέρα για όλα αυτά τα νέα παιδιά που περιμένουν με χτυποκάρδι.

Το δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας

Αδιαφανείς μεθόδους τοποθέτησης εκπαιδευτικών σε διάφορες θέσεις, ανορθόδοξη κατανομή των αμοιβών και ένα λαβυρινθώδες γραφειοκρατικό σύστημα αποκαλύπτει ο τρόπος λειτουργίας και η σύνθεση ενός Βαθμολογικού Κέντρου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βαθμολογητές εκτελούν περίπου το 1/3 των συνολικών εργασιών. Τα υπόλοιπα 2/3 είναι οι διάφορες φάσεις που περνούν τα γραπτά δοκίμια μέχρι να αποσταλούν τελικά οι βαθμολογίες στα σχολεία, δηλαδή παραλαβή, ανακάτεμα, δεματοποίηση, πρώτη βαθμολόγηση, δεύτερος έλεγχος, επικόλληση και όλα από την αρχή ξανά και ξανά μέχρι την καταχώριση στους Η/Υ, την εκτύπωση των καταστάσεων και ούτω καθ' εξής.

Κάθε Βαθμολογικό Κέντρο συστήνεται και λειτουργεί ως ακολούθως:

Επιτροπή: Πρόεδρος, σχολικός σύμβουλος ο οποίος ορίζεται με υπουργική απόφαση και ο οποίος κατά την κρίση του ορίζει:

– Έναν αντιπρόεδρο, εκπαιδευτικό Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης.

– Έναν γραμματέα, εκπαιδευτικό Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης.

– Τρεις βοηθούς γραμματείς, εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης.

– Προσωπικό από εκπαιδευτικούς για τη διεκπεραίωση των εργασιών του Κέντρου από 25 έως 80 άτομα, ανάλογα με τον αριθμό των γραπτών δοκιμίων που θα διορθωθούν στο Βαθμολογικό Κέντρο.

-Δεκαοκτώ μέλη, από εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης, οι οποίοι θα πρέπει να έχουν τις ειδικότητες των μαθημάτων που εξετάζονται Πανελλαδικά (Π.Ε. 02-03-04-09-19 & 20) και είναι υπεύθυνοι για το συντονισμό των βαθμολογητών ως προς την αντικειμενικότερη και χωρίς αποκλίσεις βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων και

-Δύο καθαρίστριες

Βαθμολογητές:

Εκπαιδευτικοί Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης των ειδικοτήτων που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι θα πρέπει ένα από τα τελευταία τρία χρόνια να έχουν διδάξει το μάθημα που θα βαθμολογήσουν και ο αριθμός τους κυμαίνεται (ανάλογα με τον όγκο γραπτών σε κάθε Β.Κ.) από 300 έως και 600 άτομα περίπου.

Βαθμοί, Ανοχή και Αποχή

Η ΟΛΜΕ αποφάσισε σήμερα την παράταση της αποχής των βαθμολογητών και των καταχωρητών από τα βαθμολογικά κέντρα μέχρι την Παρασκευή 18 Ιουνίου απομακρύνοντας έτσι την ημερομηνία ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων. Η αίσθηση όλων είναι ότι η ΟΛΜΕ βρήκε ένα αποτελεσματικό μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση, αν λάβουμε υπόψη ότι το ένα σκέλος των αιτημάτων της υλοποιήθηκε. Όσο για τους μαθητές και τις οικογένειες τους που αγωνιούν για τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων ας αναρωτηθούν τις πταίει. Φαίνεται όμως ότι για τα πολλαπλά αδιέξοδα που βιώνουμε έχουμε όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι μερτικό ευθυνών που δεν αναλαμβάνουμε και αυτό το δίδαγμα διδάσκουμε στους μαθητές μας. Σ’αυτήν τη χώρα όλοι έχουν δικαιώματα και κανένας κοινωνική υποχρέωση εκτός των κατά περίσταση αδυνάτων.

Η Υπουργός Παιδείας δήλωσε μετά τη σημερινή εξέλιξη: Η απόφαση για την παράταση της αποχής των εκπαιδευτικών, όσον αφορά τη βαθμολογία των γραπτών, αδικεί τους μαθητές, αλλά αδικεί και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα. Το Υπουργείο Παιδείας, νιώθοντας την αγωνία των χιλιάδων παιδιών και των γονιών, κατανοώντας τα μεγάλα προβλήματα που έχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, προσπάθησε -και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια- ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που προέκυψε με την αμοιβή τους. Δόθηκε μια λύση ικανοποιητική. Πιστεύουμε ότι ο Έλληνας εκπαιδευτικός, που μόχθησε πλάι στο μαθητή του, θα βρεθεί κοντά στην αγωνία του, πέρα από συνδικαλιστικούς εγωισμούς παρατάξεων.

Η ΟΛΜΕ αντιθέτως υπογράμμισε «Ο εκπαιδευτικός κόσμος δεν ανέχεται τον εμπαιγμό της κυβέρνησης». Υπομονή Συνάδελφοι γιατί όταν όλοι αυτοί της κυβέρνησης και της συντεχνίας αρχίσουν τα μπάνια εμείς θα είμαστε στο μετερίζι της συμπλήρωσης των μηχανογραφικών και της συμβουλευτικής των νέων μαθητών που αποφοιτούν από ένα αποδιοργανωμένο σχολείο και οδεύουν σε μια πολιτεία που δεν εμπιστεύονται.

Νέα Εκπαιδευτικά Μοντέλα

Ο συνάδελφος Αντώνης Γκούτσιας μας στέλνει τακτικά άρθρα που ενδιαφέρουν και ιχνηλατούν τα εκπαιδευτικά και τα μελλούμενα.

Του Johan Anderberg

ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ (Dow Jones) – Ο άγριος «πόλεμος» προσφορών για την Academia AB, μία μικρή σουηδική εκπαιδευτική εταιρεία, έχει αφυπνίσει τους επενδυτές αναφορικά με τις προοπτικές του εκπαιδευτικού συστήματος της Σουηδίας το οποίο βασίζεται στις επιδοτήσεις σπουδών με κουπόνια.

Οι επενδυτές ελπίζουν ότι τα σχολεία θα αποτελέσουν το επόμενο σημαντικό πεδίο στο οποίο ένας παραδοσιακά επιχορηγούμενος και ελεγχόμενος από το κράτος κλάδος ανατίθεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

«Υπάρχει προοπτική διεθνούς ανάπτυξης», σχολίασε ο Lars Hallstrom της Handelsbanken. «Υπάρχουν παντού στον κόσμο σχέδια να εφαρμοστούν εκπαιδευτικά μοντέλα βασισμένα σε κουπόνια, και οι σουηδικές εταιρείες έχουν ήδη στο ενεργητικό τους επιχειρησιακή εμπειρία».

Οι ενδιαφερόμενοι που έχουν καταθέσει προσφορά για την εταιρεία, η αμερικανική Providence Equity Partners και EQT, μέλος της Investor AB που ανήκει στην οικογένεια Wallenberg, άρχισαν να μάχονται για την εταιρεία τον Απρίλιο, δίνοντας ώθηση στις μετοχές της Academia στις 208 σουηδικές κορόνες. Ένα χρόνο πριν, διαπραγματευόταν γύρω στις 88 κορόνες ανά μετοχή.

Την περασμένη εβδομάδα, η EQT ανακοίνωσε ότι είχε εξασφαλίσει το 72,4% των μετοχών στις 205 κορόνες ανά μετοχή, διαμορφώνοντας την αξία της Academia στις 2,5 δισ. κορόνες.

Η Academia έχει προσελκύσει γύρω στους 45.000 μαθητές στα 100 σχολεία της, σημειώνοντας αύξηση από τις 20.000 μαθητών σε 70 σχολεία το 2008, γεγονός που την κάνει τη μεγαλύτερη ιδιωτική εκπαιδευτική εταιρεία στη Σουηδία. Αποτελεί εξάλλου τον τελευταίο μεγάλο στόχο εξαγορών στον κλάδο, αφού πολλοί ανταγωνιστές της εξαγοράστηκαν: Η Pysslingen AB, με 12.500 μαθητές και 93 σχολεία, αγοράστηκε από την Polaris Private Equity της Δανίας τον περασμένο χρόνο και η Kunskapsskolan i Sverige AB, με 10.000 μαθητές και 33 σχολεία, ανήκει ήδη στην Investor AB.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η «όρεξη» για τις συγκεκριμένες εταιρείες οφείλεται στην πεποίθηση ότι θα έχουν προβάδισμα στην περίπτωση που άλλες χώρες αποφασίσουν να ακολουθήσουν το μικτό δημόσιο-ιδιωτικό εκπαιδευτικό μοντέλο της Σουηδίας.

«Είναι ένα στοίχημα ότι το μοντέλο θα εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες», τόνισε ο Christian Hellman, αναλυτής της Erik Penser.

Στο μοντέλο αυτό, που παρουσιάστηκε το 1992, δήμοι της Σουηδίας διαθέτουν ένα σταθερό ποσό για κάθε μαθητή, υπό τη μορφή κουπονιών. Το ποσό διαμορφώνεται συνήθως γύρω στα 14.000 ευρώ για ένα μαθητή γυμνασίου. Το πόσο διαφέρει και εξαρτάται από το επίπεδο την εκπαιδευτική βαθμίδα και την περιοχή, ωστόσο οι γονείς δεν επιτρέπεται να συμπληρώνουν χρηματοδότηση μέσω επιπλέον διδάκτρων.

Οι μαθητές είναι ελεύθεροι να επιλέξουν το σχολείο που θα παρακολουθήσουν και οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να δημιουργήσουν σχολεία όπου τα κουπόνια αυτά μπορούν να «δαπανηθούν».

Οι ιδιωτικές εταιρείες μερικές φορές εξαγοράζουν κτίρια που ήδη στεγάζονται σχολεία, ωστόσο για να μειώσουν το κόστος συνήθως ενοικιάζουν χώρους σε επαγγελματικά κτίρια. Διαφορετικά, ένα ιδιωτικό σχολείο πολύ συχνά δεν έχει καμία διαφορά με ένα δημόσιο. Σύμφωνα με τον οργανισμό ιδιωτικών σχολείων της Σουηδίας, Friskolornas Riksforbund, ο βασικός λόγος που οι γονείς επιλέγουν ένα ιδιωτικό σχολείο είναι είτε ότι είναι μικρότερο από το αντίστοιχο δημόσιο, ή ακολουθεί μία συγκεκριμένη παιδαγωγική μέθοδο.

Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία μαθητές, τα σχολεία ανταγωνίζονται με προσφορές επιπρόσθετων τμημάτων σε διάφορα μαθήματα όπως μουσική και ανεπτυγμένες σπουδές Ε.Ε. Και αυτό έχει αποτέλεσμα: Τον περασμένο χρόνο, το 47% του συνόλου των λυκείων στη Σουηδία ανήκαν σε ιδιώτες, έναντι 18% πριν από δέκα χρόνια.

Ιδιωτικές εταιρείες που λειτουργούν σχολεία με το σύστημα κουπονιών είναι ελκυστικά για τους επενδυτές, ειδικότερα τις εταιρείες private equity, διότι «οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί έχουν μία σταθερή πορεία εσόδων», σημειώνει ο Lars Hallstrom. «Η μηνιαία προκαταβολή της επιχορήγησης ανά σπουδαστή και οι χαμηλές ανάγκες κεφαλαίου κίνησης δημιουργεί έναν ελκυστικό συνδυασμό υψηλής ανάπτυξης κύκλου εργασιών και εξαιρετικές χρηματικές ροές.

Ωστόσο μεγάλο μέρος του ενθουσιασμού για την Academia οφείλεται στην άποψη ότι άλλες χώρες θα δουν τα πλεονεκτήματα του συστήματος επιχορηγήσεων με κουπόνια και θα το υιοθετήσουν, προκαλώντας αλλαγές τις οποίες οι σουηδικές εταιρείες θα έχουν προβάδισμα να τις εκμεταλλευτούν.

«Θέλουμε να συμμετέχουμε στο να κάνουμε το μοντέλο αυτό, εξαγώγιμο προϊόν», τόνισε ο Marcus Stromberg, διευθύνων σύμβουλος της Academia. «Αν η μικροσκοπική μας χώρα μπορεί να έχει έναν εκπαιδευτικό κλάδο αξίας άνω των 200 δισ. κορόνων (26 δισ. δολάρια), τότε η παγκόσμιες προοπτικές είναι τεράστιες».

«Βλέπουμε σημάδια απορρύθμισης σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία», σημείωσε με τη σειρά του ο Harry Klagsburn, συνεργάτης της EQT, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης της προσφοράς για την Academia.

Το Συντηρητικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας τάχθηκε υπέρ ενός εκπαιδευτικού συστήματος με κουπόνια, στο προεκλογικό μανιφέστο του, ενώ το επόμενο Φθινόπωρο η Kunskapsskolan AB θα εξαγοράσει δύο βρετανικά σχολεία στο Δήμο Richmond του Λονδίνου.

«Είναι ένας τρόπος να κάνουμε επίδειξη του μοντέλου μας», σχολίασε ο Fredrik Lindgren, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Kunskapsskolan Education.

Παρ’ όλα αυτά, οι προοπτικές για διεθνή επιτυχία ενδέχεται να μην είναι τόσο σίγουρες, και το σύστημα μπορεί ακόμη και να μην επιβιώσει στη Σουηδία. Ορισμένοι αριστεροί πολιτικοί κατηγορούν το σύστημα ότι δημιουργεί τεράστιες διαφορές μεταξύ «καλών» και «κακών» σχολείων, ιδιαίτερα στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση όταν επιτρέπεται να δέχονται μαθητές με βάση τους βαθμούς. Τα ιδιωτικά σχολεία σχολιάζουν ότι δεν επιλέγουν «τον αφρό», αλλά στην πραγματικότητα δέχονται μεγαλύτερο αριθμό μαθητών με ειδικές ανάγκες.

Κάποιοι πολιτικοί επίσης εκφράζουν φόβους ότι οι εταιρείες απλώς θέλουν να αποκομίσουν έσοδα και να κερδίσουν εις βάρος των φορολογούμενων. Στον αντίποδα, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν τονίσει ότι θα προχωρήσουν σε μεταρρύθμιση στην περίπτωση που κερδίσουν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

«Είναι πρόβλημα όταν τον έλεγχο σουηδικών σχολείων αναλαμβάνουν κερδοσκοπικές εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων», επισήμανε η Marie Granlund, μέλος των Σοσιαλδημοκρατών και αντιπρόεδρος της επιτροπής της βουλής για την εκπαίδευση. «Ο γενικότερος κανόνας θα έπρεπε να είναι ότι τα χρήματα των φορολογουμένων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μερίσματα».

Είναι επίσης αβέβαιο σε ποιο βαθμό οι σουηδικές εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να εξαγάγουν το know-how. Τα εκπαιδευτικά συστήματα διαφέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα και είναι «ποτισμένα» σε βαθιά ριζωμένες παραδόσεις, στο σύνολο των οποίων το σουηδικό μοντέλο θα πρέπει να προσαρμοστεί. Ωστόσο οι σουηδικές σχολικές εταιρείες φαίνεται πως δεν φοβούνται το άγνωστο. Ο Fredrik Lindgren ανέφερε ότι πιστεύει πως το επιχειρηματικό μοντέλο και οι μέθοδοι διδασκαλίας της Kunskapsskolan μπορούν να εφαρμοστούν παντού, ενώ σημείωσε ότι η εταιρεία του έχει προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον «πολλών χωρών».

«Στο κάτω κάτω, λειτουργούμε σχολεία εδώ και δέκα χρόνια», τόνισε. «Διαθέτουμε έναν αναγνωρισμένο οργανισμό και μία δοκιμασμένη πρακτική διδασκαλίας. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει ισχυρό παράγοντα ότι ανοίξουν νέες αγορές». © Dow Jones Newswires

Εκπαιδευτική Ηγεσία και Ποιότητα

Στο τέλος μιας ακόμα ακαδημαϊκής χρονιάς το φυσικό επακόλουθο της σχολικής ζωής είναι η ανασκόπηση και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της ως αναγκαίο προαπαιτούμενο του προγραμματισμού και της επόμενης στοχοθεσίας. Η απουσία όμως κάθε διαδικασίας στοιχειώδους αυτοελέγχου αλλά και η πεισματική διατήρηση μιας αρνητικής στάσης με συντεχνιακές λογικές επαυξάνει την πιθανότητα η επόμενη χρονιά να μην διαφέρει σε τίποτα από την προηγούμενη. Το σχολείο όμως αλλά και κάθε μορφή εκπαίδευσης οφείλει να καινοτομεί και να διαφοροποιείται στην προσπάθειά του να μορφώσει σε συνθήκες προσομοίωσης και προστατευτισμού τους αυριανούς πολίτες.

Ποια στοιχεία απαιτούνται άμεσα στο αποδιοργανωμένο σχολείο, ιδίως στην πολυπαθή δευτεροβάθμια βαθμίδα, για να καταστεί αποτελεσματικό στους εκπαιδευτικούς του στόχους και πρωτοπόρο στην υπέρβαση της κρίσης των αξιών που βιώνουμε;

Η απαίτηση ενός αυστηρού επαγγελματικού εκπαιδευτικού πλαισίου σε ό, τι αφορά τη διοίκηση ολικής ποιότητας του σχολείου είναι το άμεσο ζητούμενο μαζί με την εκπαίδευση και την επιλογή όλων των άξιων στελεχών που θα ασκήσουν τα διευθυντικά τους καθήκοντα με τους απαιτούμενους βαθμούς αυτονομίας και οραματισμού. Το ελληνικό σχολείο χρειάζεται επειγόντως μια διαφορετική σε αντίληψη και πρακτική εκπαιδευτική ηγεσία και ένα νέο σύστημα ποιότητας.

Διανύουμε τον αιώνα των μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών που βασίζονται αποκλειστικά στη διαχείριση της γνώσης και ως εκ τούτου το σχολείο που μέχρι χθες μονοπωλούσε τη γνώση, θα δεχθεί τις περισσότερες πιέσεις για ανασχηματισμό και εναρμόνιση.

Η εκπαιδευτική ηγεσία στο σημερινό σχολείο δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στον πατριωτισμό και στο φιλότιμο εκείνων που την ασκούν σ’ ένα ασφυκτικό και αναχρονιστικό πλαίσιο ποιότητας, ούτε στη συντεχνιακή νοοτροπία των αρνητών της αξιολόγησης, ούτε σε όσους δυσπιστούν στον ενεργό ρόλο των γονέων και κηδεμόνων και τη γνώμη των μαθητών.

Ας αναλάβουμε επιτέλους την εκπαιδευτική ευθύνη της λειτουργίας του σχολείου καθώς όπως συμβαίνει σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες του παρακμιακού μας κράτους κανένας τελικά δεν φταίει. Ο μοναδικός λόγος που η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αντέχει ακόμα είναι γιατί υπάρχει ένας άτυπος αλλά συνεχής και πιεστικός έλεγχος της λειτουργίας του δημοτικού σχολείου από τους γονείς, οι οποίοι συμμετέχουν δημιουργικά με την καθημερινή τους παρουσία στη σχολική ζωή ακόμα και όταν η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από υπέρμμετρη ανυπομονησία. Αντιθέτως, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα η ευθύνη του ενός δασκάλου διαχέεται σε πολλούς, η απουσία ενός συλλογικού πλαισίου ευταξίας και αξιολόγησης αποτρέπει τη σύνθεση και οι γονείς δεν έχουν πλέον ούτε παρουσία ούτε θεσμικό ρόλο. Η σχολική εργασία διαγράφεται από την καθημερινότητα του μαθητή στο Γυμνάσιο και με επίκληση της αντιδραστικής θεωρίας ότι δεν είναι αναγκαία η κατ’ οίκον μελέτη το σχολείο δεν έχει ορίζοντα εκπαιδευτικών στόχων.

Ταυτόχρονα πρέπει να θρυμματίσουμε τον οικονομισμό που απαγορεύει με θεολογική αυστηρότητα την οικονομική συνεισφορά των γονέων και τη συνδρομή των χορηγών. Είναι αστείο να δίνουμε στα παιδιά μας ημερήσιο εφόδιο στο επίπεδο του ιστορικού αλλά ξανά επίκαιρου χιλιάρικου και να αρνούμεθα την επιδότηση αξιοπρεπούς λειτουργίας του σχολείου. Το ταξικό και υποβαθμισμένο σχολείο δεν είναι εκείνο στο οποίο προσέρχονται τα παιδιά των φτωχών αλλά εκείνο που δεν εξασφαλίζει ποιοτικές και μετρήσιμες υπηρεσίες στους μαθητές του, «αντανακλώντας» τις κοινωνικές ανισότητες τις οποίες αδυνατεί να αμβλύνει εγκλωβισμένο σε διλήμματα «εκπαιδευτικής ηθικής» που το καθιστούν αναποτελεσματικό.