Στο τέλος μιας ακόμα ακαδημαϊκής χρονιάς το φυσικό επακόλουθο της σχολικής ζωής είναι η ανασκόπηση και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της ως αναγκαίο προαπαιτούμενο του προγραμματισμού και της επόμενης στοχοθεσίας. Η απουσία όμως κάθε διαδικασίας στοιχειώδους αυτοελέγχου αλλά και η πεισματική διατήρηση μιας αρνητικής στάσης με συντεχνιακές λογικές επαυξάνει την πιθανότητα η επόμενη χρονιά να μην διαφέρει σε τίποτα από την προηγούμενη. Το σχολείο όμως αλλά και κάθε μορφή εκπαίδευσης οφείλει να καινοτομεί και να διαφοροποιείται στην προσπάθειά του να μορφώσει σε συνθήκες προσομοίωσης και προστατευτισμού τους αυριανούς πολίτες.
Ποια στοιχεία απαιτούνται άμεσα στο αποδιοργανωμένο σχολείο, ιδίως στην πολυπαθή δευτεροβάθμια βαθμίδα, για να καταστεί αποτελεσματικό στους εκπαιδευτικούς του στόχους και πρωτοπόρο στην υπέρβαση της κρίσης των αξιών που βιώνουμε;
Η απαίτηση ενός αυστηρού επαγγελματικού εκπαιδευτικού πλαισίου σε ό, τι αφορά τη διοίκηση ολικής ποιότητας του σχολείου είναι το άμεσο ζητούμενο μαζί με την εκπαίδευση και την επιλογή όλων των άξιων στελεχών που θα ασκήσουν τα διευθυντικά τους καθήκοντα με τους απαιτούμενους βαθμούς αυτονομίας και οραματισμού. Το ελληνικό σχολείο χρειάζεται επειγόντως μια διαφορετική σε αντίληψη και πρακτική εκπαιδευτική ηγεσία και ένα νέο σύστημα ποιότητας.
Διανύουμε τον αιώνα των μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών που βασίζονται αποκλειστικά στη διαχείριση της γνώσης και ως εκ τούτου το σχολείο που μέχρι χθες μονοπωλούσε τη γνώση, θα δεχθεί τις περισσότερες πιέσεις για ανασχηματισμό και εναρμόνιση.
Η εκπαιδευτική ηγεσία στο σημερινό σχολείο δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στον πατριωτισμό και στο φιλότιμο εκείνων που την ασκούν σ’ ένα ασφυκτικό και αναχρονιστικό πλαίσιο ποιότητας, ούτε στη συντεχνιακή νοοτροπία των αρνητών της αξιολόγησης, ούτε σε όσους δυσπιστούν στον ενεργό ρόλο των γονέων και κηδεμόνων και τη γνώμη των μαθητών.
Ας αναλάβουμε επιτέλους την εκπαιδευτική ευθύνη της λειτουργίας του σχολείου καθώς όπως συμβαίνει σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες του παρακμιακού μας κράτους κανένας τελικά δεν φταίει. Ο μοναδικός λόγος που η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αντέχει ακόμα είναι γιατί υπάρχει ένας άτυπος αλλά συνεχής και πιεστικός έλεγχος της λειτουργίας του δημοτικού σχολείου από τους γονείς, οι οποίοι συμμετέχουν δημιουργικά με την καθημερινή τους παρουσία στη σχολική ζωή ακόμα και όταν η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από υπέρμμετρη ανυπομονησία. Αντιθέτως, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα η ευθύνη του ενός δασκάλου διαχέεται σε πολλούς, η απουσία ενός συλλογικού πλαισίου ευταξίας και αξιολόγησης αποτρέπει τη σύνθεση και οι γονείς δεν έχουν πλέον ούτε παρουσία ούτε θεσμικό ρόλο. Η σχολική εργασία διαγράφεται από την καθημερινότητα του μαθητή στο Γυμνάσιο και με επίκληση της αντιδραστικής θεωρίας ότι δεν είναι αναγκαία η κατ’ οίκον μελέτη το σχολείο δεν έχει ορίζοντα εκπαιδευτικών στόχων.
Ταυτόχρονα πρέπει να θρυμματίσουμε τον οικονομισμό που απαγορεύει με θεολογική αυστηρότητα την οικονομική συνεισφορά των γονέων και τη συνδρομή των χορηγών. Είναι αστείο να δίνουμε στα παιδιά μας ημερήσιο εφόδιο στο επίπεδο του ιστορικού αλλά ξανά επίκαιρου χιλιάρικου και να αρνούμεθα την επιδότηση αξιοπρεπούς λειτουργίας του σχολείου. Το ταξικό και υποβαθμισμένο σχολείο δεν είναι εκείνο στο οποίο προσέρχονται τα παιδιά των φτωχών αλλά εκείνο που δεν εξασφαλίζει ποιοτικές και μετρήσιμες υπηρεσίες στους μαθητές του, «αντανακλώντας» τις κοινωνικές ανισότητες τις οποίες αδυνατεί να αμβλύνει εγκλωβισμένο σε διλήμματα «εκπαιδευτικής ηθικής» που το καθιστούν αναποτελεσματικό.