Το λάθος μήνυμα της ανύπαρκτης βάσης

Η ανακοίνωση του προγράμματος των εξετάσεων συνέπεσε χρονικά με την κατηγορηματική διαβεβαίωση της πολιτικής ηγεσίας ότι θα επιβληθεί στο άμεσο μέλλον η βαθμολογική βάση για την εισαγωγή.

Από τις στήλες αυτές το 2001 είχε επισημανθεί η καταστροφική επιλογή αποσύνδεσης της βαθμολογίας προαγωγής και απόλυσης από την βαθμολογία εισαγωγής με την πρόβλεψη ότι με τον τρόπο αυτό επιδοτείται η λογική της μικρότερης προσπάθειας και διευρύνεται το εκπαιδευτικό χάσμα.

Φθάσαμε με τον τρόπο αυτό στις τελευταίες εξετάσεις στις οποίες αποτυπώθηκε τεκμηριωμένα και αδιάψευστα το γεγονός ότι έχουμε πλέον μαθητές δύο ταχυτήτων.

Συγκεκριμένα το 2004 είχαμε θεαματική αύξηση των άριστων παρά τα ομολογουμένως  δυσκολότερα θέματα ενώ ταυτόχρονα βαθμολογικός πυθμένας εξακολουθούσε να υποχωρεί φθάνοντας στο σημείο χιλιάδες υποψήφιοι να εισάγονται σε σχολές της τριτοβάθμιας με απαράδεκτα χαμηλές βαθμολογίες.

Με την πολύτιμη βοήθεια της πλούσιας επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται στην δικτυακή διαβούλευση στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου ανακαλύπτει κανένας ότι δεν απουσιάζουν από το εκπαιδευτικό μας γίγνεσθαι οι καίριες διαπιστώσεις και οι εμπνευσμένες προτάσεις.

Μεταφέρω τις απόψεις συναδέλφου της δημόσιας εκπαίδευσης ο οποίος αναφέρεται στις επιπτώσεις της έλλειψης βαθμολογικής βάσης.

Η έλλειψη γνωστικών εφοδίων σε πολλούς φοιτητές είναι ορατή σε πολλά τμήματα της τριτοβάθμιας συμβάλλοντας αφενός στην πτώση του επιπέδου των σπουδών αφετέρου στην αύξηση του ποσοστού της εγκατάλειψης των σπουδών.

Οι αιώνιοι φοιτητές αποτελούν ένα δράμα της πανεπιστημιακής πραγματικότητας που καλύπτεται από μια ένοχη σιωπή. Ποία είναι η αλήθεια που πρέπει να πούμε στους γονείς ενός φοιτητή που παρατείνει και τελικά εγκαταλείπει τις σπουδές του;

Ο κρυφός  στόχος μεταφοράς πόρων σε μικρές πόλεις με την λειτουργία τμημάτων αμφίβολης ποιότητας και ανεπαρκούς διασύνδεσης με την αγορά εργασίας εξαπατά τους γονείς και φοιτητές.

Η απερίσκεπτη απόφαση αφαίρεσης της βαθμολογικής βάσης δημιούργησε προϊόντος του χρόνου πολλά προβλήματα τα οποία πρέπει πλέον να αντιμετωπισθούν με ήπια προσαρμογή, στο πλαίσιο της μεταβατικής περιόδου που διανύουμε.

Η πέρα για πέρα δίκαιη επιβολή βαθμολογικής βάσης πιθανόν να δημιουργήσει χιλιάδες κενές θέσεις δυσκολεύοντας την λειτουργία, περιφερειακών χαμηλόβαθμων ΤΕΙ. Μια ρύθμιση σταδιακής επιβολής της είναι ίσως η πλέον ενδεδειγμένη λύση η οποία αν συνδυασθεί με ανάλογη αντιμετώπιση των υποψήφιων των Τ.Ε.Ε θα επιφέρει την ισότιμη μεταχείριση αυτών που με πλήρη αδιαφορία αντιμετωπίσθηκαν για πολλά χρόνια ως «παιδιά ενός κατώτερου θεού».

Το Λύκειο που αποτελεί τον κορμό της εκπαίδευσης πρέπει να βρει τον ρόλο του και αυτό περνάει από την ανταμοιβή της  θετικής απόδοσης τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών με αδιάβλητες αξιολογήσεις κύρους.

Το θεσμικό περιβάλλον πρέπει να προσεχθεί περισσότερο και από την χρηματοδότηση γιατί οι μεγαλύτερες δαπάνες δεν εξασφαλίζουν κατ΄ ανάγκη καλύτερα αποτελέσματα.

Παράλληλα δεν είναι δυνατόν να δίνουμε συγχαρητήρια σ’ ένα νέο φοιτητή που εισάγεται με βαθμό πρόσβασης 2,4. Δίνουμε λάθος μήνυμα, ανταμείβουμε την ελάχιστη προσπάθεια, συντηρούμε την μετριότητα.

Το σύγχρονο σχολείο που υπηρετεί την κοινωνία πρέπει να τολμά να πεί την αλήθεια σε όλους : «οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι»

 

Στη μνήμη του Κώστα Μανωλκίδη

Μια μορφή ελεύθερου, ασυμβίβαστου και φωτισμένου δασκάλου ήταν ο Κώστας Μανωλκίδης.

Ανήκει στη χορεία των μεγάλων φροντιστών που έδωσαν στη μεταπολεμική εκπαίδευση που φυλλορροούσε τη στήριξη που χρειαζόταν για να διατηρήσει την αξιοπιστία της.

Για μας τους φροντιστές μιας νεώτερης γενιάς ο Κώστας Μανωλκίδης είναι ένας μύθος· ένα παράδειγμα ήθους δασκάλου, συγγραφέα και πάνω απ’ όλα φροντιστή που σφυρηλατήθηκε σε δύσκολους καιρούς.

Τον Ιούνιο του 2002 σ’ ένα Διεθνές Συνέδριο Παιδείας η ΟΕΦΕ ανέδειξε φροντιστηριακά μοντέλα απ’ όλον τον κόσμο καταρρίπτοντας πανηγυρικά το μύθο της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

Σε κείνο το Συνέδριο, με παρόντες τους Ιάπωνες φροντιστές οι οποίοι (κατά τύχη άραγε;) έχουν την ίδια κοινωνική και πολιτική διαδρομή με τους Έλληνες φροντιστές, ο Κώστας Μανωλκίδης παρά την ταλαιπωρημένη υγεία του πήρε το λόγο πολλές φορές και με το απαράμιλλο πάθος του δασκάλου, με το λιτό και περιεκτικό του λόγο είπε σε μια παρέμβαση:

«Εγώ είμαι αριστερός και εκπαιδευτικός και έγινα φροντιστής γιατί οι φροντιστές παίζουν ρόλο εξισορροπητικό. Με ενοχλεί που συνήθως η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ κατηγορούν τους φροντιστές.

Εμείς οι φροντιστές είμαστε εξισορροπιστές, γιατί παίρνουμε ένα παιδί που πηγαίνει στο κολέγιο και ένα παιδί που πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο (Κερατσίνι) και τους προσφέρουμε τις ίδιες γνώσεις, για να τα προετοιμάσουμε για το Πανεπιστήμιο. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα πάνω σ’ αυτό: κάποτε ήρθε ένας μαθητής από τη Λάρισα, που στη χημεία ήταν πολύ αδύνατος αλλά ήθελε να μπει στο Πολυτεχνείο. Εγώ, λοιπόν, του έκανα μάθημα χημείας και έτσι μπήκε στο Πολυτεχνείο, έκανε και κάποια μεταπτυχιακά και αργότερα έγινε ένας από τους καλύτερους Υπουργούς Παιδείας που πέρασαν από τη χώρα.

Αυτό, λοιπόν, είναι το έργο που παρέχουν οι φροντιστές. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε περήφανοι που είμαστε φροντιστές.»

Αυτά είπε τότε ο Κώστας Μανωλκίδης˙ Εμείς οι φροντιστές, μάχιμοι δάσκαλοι του μαυροπίνακα, θα ξεφυλλίζουμε πάντα τα συγγραφικά πονήματα, αυτά τα κλασσικά βιβλία του Μανωλκίδη που αφελώς η εκπαιδευτική νόρμα τα αποκαλεί βοηθήματα, κάτι που ιδιαιτέρως τον ενοχλούσε. Εμείς οι φροντιστές θα τον θυμόμαστε πάντα ως πρόδρομο του συλλογικού μοντέλου στην εκπαιδευτική λειτουργία του ελληνικού φροντιστηρίου, η οποία κάποτε θα αποτιμηθεί χωρίς δόγματα και προκαταλήψεις και θα είμαστε σίγουρα περήφανοι γιατί μορφές σαν τη δική του διακόνησαν το χώρο.

Ο Απρίλης του Διαλόγου και η Άνοιξη της Παιδείας

Ο «μήνας της δημόσιας διαβούλευσης» όπως χαρακτηρίσθηκε αρμοδίως ο Απρίλιος θα διατρέξει αναπόφευκτα ολόκληρο τα φάσμα των εκπαιδευτικών προβλημάτων, από το εξεταστικό και την χρηματοδότηση μέχρι την αξιολόγηση και την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή προοπτική, με το φιλόδοξο στόχο της άνοιξης της Παιδείας.

                Ανεξάρτητα από την απροθυμία του δημόσιου διαλόγου η οποία κατεγράφη προσφάτως, δίκην προφάσεων και «ιδεολογικών» προσχημάτων στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου, δύσκολα θα παρεμποδισθεί πλέον η αναγκαία συζήτηση των φορέων και της κοινωνίας σχετικά με τα φλέγοντα ζητούμενα.

                Το εξαιρετικό συνέδριο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βόλο το περασμένο Σαββατοκύριακο αναφορικά με το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτύπωσε για μια ακόμη φορά την απόκλιση των ειδικών και της συντεχνίας αλλά και την φοβία των κράτιστων να ανοίξουν τον διάλογο και με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών σχολείων.

                Το ενδιαφέρον κείμενο εργασίας του Π.Ι. που εμφανίσθηκε στον τύπο ως εισήγηση προς το Υπουργείο Παιδείας με θέμα τις αυτονόητες αλλαγές στο Λύκειο, επικρίθηκε άμα τη εμφανίσει καθώς διαπιστώθηκε αμέσως από τους οπαδούς της εκπαιδευτικής νόρμας ότι ευνοεί τα φροντιστήρια και ωθεί ως εκπαιδευτικός δαρβινισμός τους μαθητές στην τεχνική εκπαίδευση, και στην μαζική απόρριψη.

                Όσοι ατυχώς επιχειρούν να συνδέσουν την μορφωτική αυτοτέλεια του σχολείου και την προοπτική της αναβάθμισης του με την ταυτόχρονη εξαφάνιση των φροντιστηρίων θα παλινδρομούν αενάως–όπως γίνεται δεκαετίες τώρα–ανάμεσα στην αναγκαία αξιολόγηση και στα προβλήματα που συνεπάγεται η εξαφανισή της.

                Η φετινή εμπειρία είναι προδήλως οδυνηρή καθώς η κατάργηση των εξετάσεων της Β΄ Λυκείου δεν επέφερε προφανώς την αναβάθμιση της τάξης αλλά μάλλον επιδότησε την ραθυμία και την χαλαρότητα όλων.

                Η οποία απόπειρα ανύψωσης του επιπέδου στο σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο του σχολείου θα στηριχθεί αναπόφευκτα και στο παράλληλο φροντιστηριακό έργο. Η ομολογία των πρωταγωνιστών της μεταρρύθμισης Αρσένη ότι χωρίς τους φροντιστές τα ποσοστά της σχολικής αποτυχίας θα ήταν τραγικά υψηλά δεν αποτελεί μια ιστορική δικαίωση μόνο αλλά και την ευκαιρία μιας διαφορετικής ανάγνωσης, για τον ρόλο του ελληνικού φροντιστηρίου, που επιλέγεται καθημερινά από την συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών της λυκειακής βαθμίδας.

                ΄Ένα σχολείο χωρίς αξιολόγηση και βαθμούς ελευθερίας και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν αποτιμά την προσφορά των μάχιμων εκπαιδευτικών κυνηγώντας χίμαιρες, υποδηλώνει ή επικίνδυνη αφέλεια ή την εκ προμελέτης ανάδειξη ανύπαρκτων απειλών οι οποίες περιχαρακώνουν το ράθυμο βόλεμα.

                Η απόπειρα τέλος να βγάλουμε το πρόβλημα της πρόσβασης από την αυλή του Λυκείου και να το μεταθέσουμε στα προπύλαια του Πανεπιστημίου χωρίς προαπαιτούμενα και αδιάβλητους θεσμούς θα ολοκληρώσει την απαξίωση αμφοτέρων.

  

Ένα «ιδιαίτερο» πάνω από την ανεργία…

Ο χαρισματικός άνεργος καθηγητής που εισβάλλει στην καθημερινότητα μιας μέσης αθηναϊκής οικογένειας στην εκπληκτική μαύρη κωμωδία της Ελένης Ράντου «Μαμά μην τρέχεις» αναφωνεί ανακουφισμένος μόλις του ανατίθεται η φροντίδα του νεαρού βλαστού της : «τώρα πια βρίσκομαι ένα ιδιαίτερο πάνω από την ανεργία». Λίγο αργότερα προσλαμβάνεται  και σε φροντιστήριο και έτσι αποτυπώνεται εύστοχα η νεοελληνική πραγματικότητα της κύριας, παράπλευρης και συμπληρωματικής απασχόλησης χιλιάδων καθηγητών.Στον ίδιο παρονομαστή της εκπαιδευτικής παραοικονομίας δεκαετίες ολόκληρες το «ιδιαίτερο» μάθημα αναδεικνύεται το κλασσικό στερεότυπο του  νεοέλληνα γονιού. Ποίες είναι όμως οι όψεις του φαινομένου και ποίες λύσεις υπάρχουν ; στην εκπαιδευτική προσέγγιση του φαινομένου και παρά το γεγονός ότι πολλοί γονείς θεωρούν ότι η ατομική διδασκαλία δίνει χρόνο και χώρο έκφρασης στον μαθητή όλοι οι διακεκριμένοι παιδαγωγοί συμφωνούν ότι η ομαδική διδασκαλία και μάλιστα σε διαβαθμισμένες ομάδες είναι ένα πολύτιμο μέσο το οποίο σαφώς πλεονεκτεί της μετωπικής διδακτικής σχέσης. Ο μαθητής απελευθερώνει στο πλαίσιο της ομάδας περισσότερες δυνάμεις και αναπτύσσει κίνητρα μάθησης όπως επίσης  εμπεδώνει δεξιότητες επικοινωνίας έρευνας και κριτικής σκέψης.στο «ιδιαίτερο» μάθημα συχνά ο διδάσκων αναγκάζεται να βρεθεί έξω από το γνωστικό του αντικείμενο˙ είναι γνωστό τοις πάσι ότι ένας φιλόλογος διατρέχει όλο το φάσμα των σχετικών μαθημάτων, ένας μαθηματικός μπαίνει στον πειρασμό να κάνει Φυσική και πολλοί ανακαλύπτουν ότι μπορούν να διδάξουν χωρίς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του δασκάλου. στην οικονομική διάσταση του φαινομένου  πρόσφατη έρευνα της Γ.Σ.Ε.Ε. με μετριοπαθείς μάλλον υπολογισμούς αποδεικνύει ότι το 70% του συνόλου των δαπανών είναι μαύρες δαπάνες «ιδιαιτέρων» μαθημάτων χωρίς φόρους και εισφορές, με αποτέλεσμα 3000 φροντιστήρια τα οποία νομίμως λειτουργούν στην χώρα να υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό  τριτοκοσμικού τύπου.Πέρα όμως από τον αθέμιτο ανταγωνισμό η ιδιωτική αυτή συνιστώσα με την τεράστια προσφορά υφίσταται επιπλέον  την λοιδορία και τον ορυμαγδό μέσων και κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών που με περισσή υποκρισία δεν αξιολογούν τις μαύρες όψεις του φαινομένου και δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ανισότητες και οι ταξικοί φραγμοί  αναπαράγονται και διευρύνονται όχι από τα σχολεία της λαϊκής παιδείας αλλά από τα φαινόμενα της παραοικονομίας που επιβάλλουν εξοντωτικές και δυσβάστακτες δαπάνες.                 Η τελευταία έρευνα της Γ.Σ.Ε.Ε. αποτελεί το κρίσιμο γεγονός που επιβάλλει την άμεση δημιουργία δημόσιου μητρώου πιστοποιημένων καθηγητών που παραδίδουν μαθήματα της ειδικότητας τους ως νόμιμοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Ταυτόχρονα με την θέσπιση φορολογικών κινήτρων για τους γονείς το «πειρατικό του ιδιαίτερου» θα πάψει να είναι η αθέατη όψη μιας μειοψηφίας που νοθεύει την εικόνα μας ως ανεπτυγμένου κράτους. 

Η παλίρροια της μνήμης και των προβλημάτων

Η λέξη της χρονιάς «το κύμα του λιμανιού», το καταστροφικό και ανθρωποκτόνο «τσουνάμι» πέρα από την δοκιμασία των ανυπεράσπιστων θέτει με έμφαση τα ερωτήματα: Ποιο ποσοστό από το περίσσευμα της δυτικής ευαισθησίας θα φθάσει τελικά στους αποδέκτες της καταστροφής; Ποια πολιτική θα προστατέψει στο μέλλον τον πλανήτη όχι μόνο από μια απρόβλεπτη φυσική καταστροφή αλλά από την ανισότητα, τον υποσιτισμό και την αμάθεια;Με αυτές τις σκέψεις στο πνεύμα των ημερών και των γεγονότων μπορούμε να επιστρέψουμε στα πλανόδια  χρόνια μικροκύματα της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας.Η ουσιαστική, ριζοσπαστική και εν τέλει δημιουργική ανάπλαση της Παιδείας μας απαιτεί πρωτίστως την συναίνεση των μεγάλων κομμάτων και των εκπαιδευτικών φορέων για να οδηγηθούμε επιτέλους σε ένα διάλογο σύνθεσης χωρίς τις συντεχνιακές λογικές που οδηγούν στην ανάδειξη των προσχηματικών αντιθέσεων και των παράλληλων μονολόγων. Ποιες είναι όμως οι σύγχρονες επιταγές και οι ρεαλιστικές λύσεις που μπορούν να μας καθιερώσουν στην κοινωνία και την οικονομία της γνώσης;

  • Σαρωτική αναδιάταξη του τοπίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με το άνοιγμα του δημόσιου πανεπιστημίου στον ανταγωνισμό και την αξιολόγηση. Η σύγκλιση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τα τρία συν δύο έτη σπουδών θα ήταν καταστροφικό να αποτελέσουν αιτία  συγκρούσεων με τις αστείες θεωρίες του «πτυχίου των φτωχών» όταν όλοι μας γνωρίζουμε την πραγματικότητα με τις ελάχιστες ποιοτικές εξαιρέσεις. Το οριστικό κλείσιμο δεκάδων προβληματικών τμημάτων που παγιδεύουν τις φιλοδοξίες των εφήβων στο όνομα των σπουδών απαιτεί τη θαρραλέα υπέρβαση του πολιτικού κόστους.
  • Το διαχρονικό εξεταστικό ζήτημα της πρόσβασης πρέπει να αποδεσμευθεί από την κοντόφθαλμη επιδίωξη της εξαφάνισης των φροντιστηρίων γιατί οι αλχημιστές αενάως διαψεύδονται καθώς δε γνωρίζουν και δεν έχουν κατανοήσει την παιδευτική και μαθησιακή λειτουργία ενός κοινωνικού θεσμού που πραγματώνει ουσιαστικά δεκαετίες τώρα το ολοήμερο σχολείο. Η διαδικασία της πρόσβασης πρέπει να αποδεσμευθεί από την προαγωγή και την απόλυση χωρίς όμως το Λύκειο ως εκπαιδευτική βαθμίδα να απαξιωθεί.
  • Οι εξετάσεις στο δημοτικό και στο γυμνάσιο είναι απολύτως αναγκαίες αν αναλογισθεί κανείς τις επιδόσεις των 15χρονων μαθητών μας στον καθιερωμένο διεθνή διαγωνισμό Pisa. Η Ελλάδα είναι η τελευταία από τις χώρες – μέλη της Ε.Ε. στον σχετικό πίνακα στα μαθηματικά. Η τραγική αυτή κατάσταση βελτιώνεται βέβαια στο Λύκειο με την φροντιστηριακή κυρίως συνδρομή – καθώς ο διεθνής αυτός διαγωνισμός γίνεται σε τελειόφοιτους γυμνασίου – αλλά η μη ύπαρξη βαθμολογικής βάσης για την πρόσβαση έχει επιδοτήσει τη λογική της μικρότερης προσπάθειας με αποτέλεσμα να εισάγονται σε πανεπιστημιακές σχολές υποψήφιοι με απαράδεκτα χαμηλές επιδόσεις.
  • Η δημιουργία μιας ανεξάρτητης αρχής αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων αλλά και των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων είναι επιβεβλημένη σε μια ανοιχτή κοινωνία που δεν ανέχεται τις συντεχνιακές λογικές του παρελθόντος.

Αν σ’ όλα αυτά προστεθούν ο διαχωρισμός της κατάρτισης από την εκπαίδευση, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, οι εναλλακτικοί τύποι λυκείου και η κατάργηση των Τ.Ε.Ε. από τα επαγγελματικά λύκεια, έχει κανένας διαμορφώσει την ατζέντα του 2005. Χρόνια προβλήματα που για να πάψουν δίκην παλίρροιας να επανακάμπτουν περιοδικά πρέπει να τύχουν ισχυρής πολιτικής συναίνεσης για να εφαρμοσθούν οι ορθές λύσεις που ενοχλούν τους απανταχού βολεμένους.