[video] Ομιλία στο 26ο συνέδριο της Ο.Ε.Φ.Ε.

Ιστορίες εξεταστικής τρέλας

  Λίγο πριν την έκδοση των αποτελεσμάτων μιας ακόμα επώδυνης εξεταστικής διαδικασίας, με την συνδρομή του ερευνητή – συγγραφέα Λευτέρη Τσίλογλου ας αποφορτίσουμε το κλίμα των συνεπειών της βαθμολογικής βάσης και ας θυμηθούμε μικρές και διδακτικές ιστορίες εξεταστικής τρέλας.

  Ξεφυλλίζοντας τη «Μαύρη Βίβλο» των εισαγωγικών εξετάσεων του 1962 ένα σπάνιο βιβλίο του Αριστείδη Πάλλα ο οποίος από το 1947 εξέδιδε ετήσιο «Δελτίο θεμάτων» με κριτική στήριξη της εξεταστικής διαδικασίας, βρίσκουμε με κάθε λεπτομέρεια το ιστορικό των λανθασμένων θεμάτων στις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου του 1962.

  Η σφοδρή σύγκρουση με το καθηγητικό κατεστημένο της εποχής έφερε στην επιφάνεια και ζητήματα αδιαβλητότητας. Στις εξετάσεις της Αρχιτεκτονικής εκείνης της χρονιάς (1962) έλαβε μέρος και εισήχθη η Όλγα Πίππα ανεψιά του τότε αντιπρυτάνεως κ. Δημοσθένη Πίππα.

  Το ανεπίτρεπτο δεν ήταν βέβαια η συγγένεια αλλά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη υποψήφια πέρασε στο Πολυτεχνείο χωρίς να έχει το απολυτήριο του εξατάξιου τότε Γυμνασίου καθώς είχε μείνει μετεξεταστέα. Κατά την διερεύνηση του θέματος αποδείχθηκε ότι και άλλοι μετεξεταστέοι είχαν λάβει μέρος στις εξετάσεις!

  Το τι ακριβώς επακολούθησε καταγράφεται με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο στις γελοιογραφίες της εποχής τις οποίες βρήκαμε στις σελίδες του βιβλίου.

  Διαβάζοντας την εφημερίδα «Χρόνος» του 1905(!) σε διαδοχικά δημοσιεύματα περιγράφεται το σκάνδαλο των προεισαγωγικών εξετάσεων για την σχολή υπαξιωματικών του στρατού. Την ευθύνη των εξετάσεων και την επιλογή των θεμάτων είχε το τότε Υπουργείο Στρατιωτικών που έστελνε τα θέματα ταχυδρομικώς σε σφραγισμένους φακέλους.

  «Όταν μπροστά στους υποψηφίους εμφανίστηκε ο αρμόδιος αξιωματικός με τον σφραγισμένο φάκελο ένας από τους υποψηφίους, ο λοχίας Παπανικολάου, σηκώθηκε όρθιος στο θρανίο και με δυνατή φωνή είπε:

  – Μην ανοίγετε κύριε Λοχαγέ το φάκελο. Ξέρω τι περιέχει. Είναι ένα θέμα βολής, το εξής πρόβλημα της Αριθμητικής και αυτή η άσκηση της Γεωμετρίας.

  Ένας εκ των υποψηφίων, ο λοχίας Λίτσας, μετά το πέρας των εξετάσεων πήγε να βρει τον καθηγητή των μαθηματικών στο Αρσάκειο Μιχάλη Αναγνωστόπουλο. Του είπε τι έγραψε κι αν είναι σωστά και του διηγήθηκε το επεισόδιο που συνέβη. Τότε ο Αναγνωστόπουλος θυμήθηκε ότι το ίδιο πρωί και πολύ νωρίς είδε πάνω στον πίνακα μιας αίθουσας του Αρσακείου το σχήμα της ασκήσεως της Γεωμετρίας και να το συζητούν οι καθηγητές Νικολόπουλος και Τσιλιμίγκρας. Ο λοχίας Λίτσας υπέβαλε μήνυση στο υπουργείο Στρατιωτικών. Ο θόρυβος, που δημιουργήθηκε από την πρώτη στιγμή ανάγκασε τον υπουργό κ. Βουδούρη να αναθέσει τις ανακρίσεις στον διοικητή της Σχολής Ευελπίδων Ζορμπά τον αργότερα επικεφαλής του στρατιωτικού συνδέσμου.»

  Τότε άρχισαν να εκδηλώνονται τα παθογόνα φαινόμενα, που παρουσιάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο ένας μετέθετε τις ευθύνες στον άλλο. Κανείς δεν έφταιγε. Οι εξετάσεις ακυρώθηκαν και επαναλήφθηκαν σύντομα χωρίς να λείψουν πάλι τα παράπονα. Το πόρισμα της έρευνας δεν βρέθηκε στα φύλλα του “Χρόνου” των επόμενων μηνών.

  Όσο για τα φροντιστήρια της εποχής η ίδια εφημερίδα στις 29 Οκτωβρίου του 1905 δημοσιεύει γνωστοποίηση του φροντιστή Ιωάννη Γεράκη που «αναλαμβάνει να παρασκευάση εις τα Ελληνικά και τα Μαθηματικά τους προετοιμαζομένους δια τας σχολάς των Ευελπίδων, των Ναυτικών Δοκίμων και του Πολυτεχνείου. Η διδασκαλία των μαθημάτων ασκείται καθ’ εκάστην 5 – 8 μ.μ. υπό καθηγητών εγκρίτων εις τε την επιστήμην και τη πράξει»(!) κατέληγε η γνωστοποίηση.

  Ένας αιώνας εξετάσεων, φροντιστηρίων, προσδοκιών επιτυχίας, αμφισβητούμενων θεμάτων και διαδικασιών˙ η υπόθεση ήταν όμως πάντα ανοιχτή στην κοινωνία και την κρίση της.

 

Τραγικές κραυγές και λογικοί ψίθυροι

  Οι πρόσφατες διαβεβαιώσεις της Υπουργού Παιδείας για τα ακαδημαϊκά κριτήρια των ιδιωτικών πανεπιστημίων και για την αξιοκρατική και αδιάβλητη διαδικασία πρόσβασης σ’ αυτά με σύστημα κοινών εξετάσεων και ενιαία δομή για τα ιδιωτικά και τα δημόσια ιδρύματα έχουν στον αντίποδά τους τις σπαρακτικές κραυγές του κινήματος ενάντια στην ιδιωτικοποίηση που συνοψίζονται στην τραγική θέση «…σήμερα κρίνεται το αν θα υπάρχει Δημόσιο Πανεπιστήμιο στο μέλλον…».

  Η κατηγορηματική άποψη του αρχηγού της αξιωματικής ότι «…από το κράτος που είναι παραγωγός παιδείας πρέπει να πάμε σ’ ένα κράτος που να αγοράζει την παιδεία από μία αγορά την οποία να πιστοποιεί και να ελέγχει ώστε να διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών υπηρεσιών…», φαντάζει εξαιρετικά επικίνδυνη για την σπουδάζουσα νεολαία του κόμματός του αλλά και για τους διαμορφωτές της νέας εκπαιδευτικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ οι οποίοι πιστοί στο δόγμα της καταπολέμησης μιας παραπαιδείας που δεν ορίζεται προτείνουν την καθολική φροντιστηριοποίηση της τελευταίας τάξης του Λυκείου.

  Η επιστολή 172 διδασκόντων που περιγράφει με σκληρά λόγια την κατάσταση στα Ανώτατα Ιδρύματα καταλογίζοντας υποκριτική “ξενοφοβία” σε όσους εκφράζονται αρνητικά στις θεσμικές αλλαγές για να μη διαταραχθεί η δικτατορία των μετρίων και η εξουσία τους έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις κορυφαίων πανεπιστημιακών και πολιτικών για “πυροτεχνήματα” που απειλούν να μετατρέψουν «…την Αθήνα σε Παρίσι…».

  Για μια ακόμα φορά εντέχνως επιβάλλονται τα ανύπαρκτα διλήμματα μιας ιδιότυπης εκπαιδευτικής ορθοδοξίας που επιθυμεί να συντηρήσει την κουλτούρα του εξισωτισμού με κρατικά ιδρύματα ιδιωτικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

  Ενώ όλοι συμφωνούν ότι η σημερινή παιδεία σε όλες τις βαθμίδες έχει μεγάλα προβλήματα που χρήζουν δομικών μεταρρυθμίσεων το μόνο κίνημα που υπάρχει ενάντια σε αυτή την κατάσταση είναι το κίνημα για να μην υπάρχει ιδιωτική παιδεία.

  Το κίνημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση δεν έχει ασφαλώς την αντίληψη ότι η παιδεία μας πρέπει να απαλλαχθεί από τις εγγενείς της αδυναμίες αλλά πρώτιστα να προφυλαχθεί από μια μακρινή και αδιόρατη απειλή. Η βαθύτατα συντηρητική αυτή άποψη διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα με τα λαϊκά συνθήματα μιας ταξικότητας που δεν επιβεβαιώνεται.

  Η κρατική παιδεία, όμως, δεν είναι δωρεάν αγαθό˙ πληρώνεται από όλους τους πολίτες πλούσιους και φτωχούς και περισσότερο από τους φτωχούς˙ το αποτέλεσμα μιας ψευδεπίγραφης “δωρεάν παιδείας” αποτυπώνεται σήμερα στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι «στις σχολές υψηλής ζήτησης το ποσοστό των φοιτητών που προέρχονται από ασθενείς οικονομικά τάξεις υποχωρεί δραματικά».

  Η ουσιαστική, ριζοσπαστική και εν τέλει δημιουργική ανάπλαση της Παιδείας μας απαιτεί πρωτίστως την συναίνεση κομμάτων και φορέων για να υπερβούμε τις συντεχνιακές λογικές που αναδεικνύουν προσχηματικές αντιθέσεις και παράλληλους μονολόγους με αποτέλεσμα οι λύσεις να επιβάλλονται τελικά από τις ευρωπαϊκές θεσμικές μας υποχρεώσεις.

 

[video] Prevestibular Alternativo στη Βραζιλία

Σπουδές και βιοπορισμός

  Διαχρονικό το ζήτημα των σπουδών και του βιοπορισμού˙ στον απόηχο των αποτελεσμάτων για τα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, ξεφυλλίζοντας το παρελθόν και την μελέτη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Δευκαλίων» το 1975, βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι από το 1961 (!) είχαμε υψηλό ποσοστό πτυχιούχων ανώτατης παιδείας στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας 3,6% όταν η Γαλλία είχε 3,4%, η Δυτική Γερμανία 2,7% και η Ολλανδία μόλις 1,7%.

  Λίγο αργότερα, το 1965 είχαμε στις Νομικές , Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες το μεγαλύτερο και στις Τεχνολογικές Επιστήμες το μικρότερο ποσοστό φοιτητών απ’  όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

  Στο ίδιο έργο θεατές, δεκαετίες τώρα το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξακολουθεί να είναι υπέρμετρα θεωρητικό και αναντίστοιχο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας˙ παράγουμε δηλαδή πολύ περισσότερους απ’ όσους χρειαζόμαστε, δικηγόρους, πολιτικούς επιστήμονες, αρχαιολόγους, φιλόλογους, γιατρούς, μαθηματικούς, αρχιτέκτονες, βιολόγους για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα πλέον κορεσμένα επαγγέλματα.

  Αντίθετα, η αγορά εργασίας παρουσιάζει μεγαλύτερη ζήτηση από την αντίστοιχη προσφορά σε πολλά άλλα, κατά κανόνα, σύγχρονα επαγγέλματα, που αφορούν την πληροφορική, την οικονομία, τα φοροτεχνικά, το συνδυασμό γνώσεων πληροφορικής και οικονομίας, την υψηλή τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες και τα δίκτυα, τα τουριστικά και επισιτιστικά επαγγέλματα, τις ειδικότητες προστασίας του περιβάλλοντος και του ποιοτικού ελέγχου.

  Ο σταθερός αντίλογος των θερμών και ανένδοτων θιασωτών των ανθρωπιστικών σπουδών ότι ανέκαθεν οι Έλληνες ήταν πιο πολύ «γραμματισμένοι» παρά «παραγωγικοί» είναι ισχυρός αλλά οπωσδήποτε ξεπερασμένος. Μπορεί η Ελλάδα να παρουσίαζε γύρω στα 1880 – 1890 το μεγαλύτερο ποσοστό τριτογενούς πληθυσμού στον κόσμο (!) αλλά εκατό χρόνια πριν δεν είχε συρρικνωθεί σε τόσο στενά και γεωγραφικά σύνορα. Η σημερινή πραγματικότητα η οποία δίνει στη χώρα μας προβάδισμα να γίνει μητρόπολη πνευματική και οικονομική των Βαλκανίων – και όχι μόνο – απαιτεί ποιοτικές σπουδές στις τεχνολογίες αιχμής και στις σύγχρονες ειδικότητες για να βρίσκουν απασχόληση οι νέοι με πανεπιστημιακή μόρφωση στις κοντινές αγορές εργασίας της αναπτυσσόμενης εθνικής μας περιφέρειας.

  Οι άξονες μιας τέτοιας πολιτικής απαιτούν τα δύο μεγάλα κριτήρια της σύγχρονης εκπαίδευσης, την αποτελεσματικότητα και την ισότητα. Εδώ ακριβώς εντοπίζει κανένας τις χρόνιες αδυναμίες των σπουδών να συνδεθούν με τον βιοπορισμό. Αν αναλογιστούμε τον χρόνο που κάνει ο μέσος φοιτητής να πάρει το πτυχίο του, αν προσμετρήσουμε τον χρόνο που κάνει ο πτυχιούχος να βρει δουλειά και τα γνωστικά του εφόδια έχουμε σίγουρα ένα σύστημα αναποτελεσματικό. Ταυτόχρονα είναι και κοινωνικά άδικο γιατί οι πλούσιοι έχουν καλύτερη πρόσβαση στις σπουδές και στην αποκατάσταση˙ το πιο τραγικό όμως είναι ότι ο μέσος φτωχός φορολογούμενος πληρώνει την τριτοβάθμια εκπαίδευση των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων διαιωνίζοντας από γενιά σε γενιά την ανισότητα.