Η ζήτηση για μία θέση στα κορυφαία πανεπιστήμια και κολέγια της Ινδίας έχει αυξηθεί δραματικά με αποτέλεσμα οι διαθέσιμες θέσεις να είναι πλέον λιγοστές σε σχέση με τον αριθμό των υποψηφίων. Καθώς τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στην τεράστια ζήτηση έχουν αυξήσει το βαθμό δυσκολίας των εισαγωγικών εξετάσεων. Μάλιστα, ένα από τα κορυφαία κολέγια έθεσε ως όριο 100% στη βαθμολογία για την είσοδο των φοιτητών. Ο έντονος ανταγωνισμός έχει ως αποτέλεσμα τα ιδιωτικά κολέγια, που λειτουργούν ως φροντιστήρια, να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε κάθε γωνιά της χώρας.
Ορισμένα από τα πιο γνωστά κολέγια βρίσκονται στην μικρή πόλη Κότα, στο κρατίδιο Ρατζαστάν στη δυτική Ινδία, όπου φιλοξενούνται συνολικά 80.000 μαθητές. Οι περισσότεροι από τους φοιτητές παρακολουθούν εδώ φροντιστηριακά μαθήματα, ελπίζοντας να περάσουν τις εξετάσεις για το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ινδίας (ΙΙΤ), ένα από τα φημισμένα και με υψηλό κύρος πολυτεχνία της χώρας. Τον τελευταίο χρόνο πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις οι φοιτητές περνούν ατελείωτες ώρες διαβάζοντας προκειμένου να προετοιμαστούν κατάλληλα. Στο φροντιστήριο παρακολουθούν έξι ώρες μαθημάτων και στη συνέχεια συνεχίζουν με διάβασμα και ασκήσεις στο σπίτι για επιπλέον οκτώ ή εννιά ώρες, πολύ συχνά χωρίς διάλειμμα. Οι μαθητές δεν μένουν στο σπίτι τους, αλλά στα φροντιστήρια που λειτουργούν ουσιαστικά σαν ιδιωτικά κολέγια. Με αυτό τον τρόπο παραμένουν προσηλωμένοι στο στόχο τους, καθώς πρόκειται για έναν πραγματικό άθλο. Κάθε χρόνο το ΙΙΤ δέχεται 450.000 αιτήσεις για μόλις 8.000 θέσεις φοιτητών, με αποτέλεσμα οι εισαγωγικές εξετάσεις του ιδρύματος να θεωρούνται από τις πιο δύσκολες στον κόσμο. Ο ιδρυτής και διευθυντής του φροντιστηρίου Carrer Point, Πραμόντ Μαχεσβαρί δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ένας φοιτητής που θέλει να κάνει αίτηση για αυτές τις εξετάσεις, θα πρέπει να έχει υψηλό επίπεδο γνώσεων, ανάλυσης και λογικής και την ίδια στιγμή θα πρέπει να τον εκπαιδεύσουμε να λύσει το πρόβλημα» και τονίζει: «Είναι πραγματικά πολύ ανταγωνιστικό και οι φοιτητές πρέπει να εργαστούν πάρα πολύ σκληρά και να αντιμετωπίσουν έναν τεράστιο όγκο δουλειάς» . Ο κ. Μαχεσβαρί γνωρίζει από πρώτο χέρι τις δυσκολίες των συγκεκριμένων εξετάσεων, καθώς ο ίδιος είναι απόφοιτος του IIT. ίδρυσε το Career Point το 1993 όταν μαθητές της Κότα του ζήτησαν βοήθεια προκειμένου να περάσουν τις εισαγωγικές εξετάσεις. Αρχικά έδινε μαθήματα σε ένα γκαράζ, και σήμερα έχει ένα σχολείο με 18.000 μαθητές, ενώ στις αρχές του 2011 η εταιρεία του μπήκε στο χρηματιστήριο της Βομβάης.Σύντομα ιδρύθηκαν και άλλα κολέγια – φροντιστήρια και όλα μαζί κυριαρχούν στην οικονομία της πόλης.
www.kathimerini.gr με στοιχεία από BBC
Φροντιστές του Κόσμου στη Βιέννη
Η συνάντηση των Ευρωπαίων Φροντιστών στις 29 Οκτωβρίου στη Βιέννη εξελίσσεται σε ένα παγκόσμιο forum των μορφών της μη τυπικής εκπαίδευσης. Η επιβεβαιωμένη παρουσία Φροντιστών από τις οργανώσεις της Αμερικής και της Αυστραλίας , καθώς και οι αναμενόμενες νέες ευρωπαϊκές συμμετοχές δημιουργούν τις προϋποθέσεις και το πρόπλασμα ενός παγκόσμιου δικτύου της διεθνώς αποκαλούμενης shadow education, η οποία έρχεται στο φώς και επιβάλλει νέους κανόνες στη συνδιαχείριση των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών. Η αποκρατικοποίηση της παιδείας κατά την δική μας αντίληψη πρέπει να συντελεσθεί με κανόνες και αρχές στο πλαίσιο μιας νέας ηθικής της οικονομίας και της γνώσης. Η άναρχη απελευθέρωση της παιδείας θα οδηγήσει σε φαινόμενα ανάλογα με αυτά που περιγράφει το άρθρο που μας έστειλε ο Σπύρος Μιχαλούλης , ο οποίος ιχνηλατεί μεθ΄ υμών το παγκόσμιο φροντιστήριο στην …κοντινή Ινδία . Στη Βιέννη θα είμαστε πολλοί Φροντιστές του Κόσμου αν κρίνω από την παράδοση αλλά και το τωρινό ενδιαφέρον συμμετοχής.
Ριζοσπαστικές Διαπιστώσεις
Με ιδιαίτερη αίσθηση συλλογικής και προσωπικής δικαίωσης διαβάζω τον σημερινό Ριζοσπάστη που επιτέλους ανακαλύπτει «την αλήθεια που συμφέρει τον λαό» όπως έλεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης. Φροντιστήρια υπάρχουν παντού και μάλιστα γνωρίζουν «δραματική αύξηση».
«Δραματική αύξηση» της φροντιστηριακής εκπαίδευσης διαπιστώνεται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η παραπαιδεία συναντάται όπου υπάρχει ανταγωνισμός για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, όπου υπάρχει σχολείο που δεν ολοκληρώνει το ρόλο του, όπου υπάρχουν ανισότητες. Με το ζήτημα ασχολήθηκε πρόσφατα, σε έρευνα που εκπόνησε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων στις Κοινωνικές Επιστήμες της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης (NESSE), ένα όργανο που λειτουργεί συμβουλευτικά προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ζητήματα της Παιδείας.
Στη χώρα μας, τα φροντιστήρια είναι μια πραγματικότητα, ως επιχειρήσεις που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους. Η ύπαρξή τους υπαγορεύεται από τον έντονα ανταγωνιστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, που επιπλέον, στερεί από το σχολείο το μορφωτικό του ρόλο. Δεν καταργήθηκαν με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του συστήματος εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλά αντίθετα πλέον με παραλλαγές τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα έχουν «κατεβεί» και στη βαθμίδα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και όπως προκύπτει από την έρευνα, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.
«Παράλληλα με τα κύρια εκπαιδευτικά συστήματα στην ΕΕ υπάρχουν “σκιώδη εκπαιδευτικά συστήματα” ιδιωτικής συμπληρωματικής εκπαίδευσης. Αυτά έχουν διογκωθεί σημαντικά από άκρη σε άκρη στην ΕΕ όμως λίγη προσοχή τους έχει δοθεί, παρόλο που έχουν βαθιές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις». Τα παραπάνω σημειώνει στην εισαγωγή της έκθεσης, η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάη, ο Jan Truszczyski, γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Πολιτισμού της ΕΕ. Ο τίτλος της έκθεσης είναι «η πρόκληση της σκιώδους εκπαίδευσης» και – όπως εξηγείται – χρησιμοποιείται ο όρος «σκιώδης», γιατί λειτουργεί παράλληλα και ακολουθεί το εκπαιδευτικό σύστημα και τις αλλαγές του. Όπως διευκρινίζεται, το NESSE μελέτησε αποκλειστικά τα φροντιστήρια σε διδακτικά αντικείμενα του σχολείου και δε συμπεριέλαβε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες που γίνονται επί πληρωμή.
Οι λόγοι που οδηγούν τους μαθητές στο φροντιστήριο στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως καταγράφονται, είναι οι ίδιοι που οδηγούν και στην Ελλάδα τις οικογένειες στο κατώφλι τους. «Κάθε χρόνο, οικογένειες στην ΕΕ ξοδεύουν εκατομμύρια, προκειμένου να συμπληρώσουν τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών τους, θέλοντας να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα αποδώσουν επαρκώς στις εξετάσεις και για έργο που θα έπρεπε – κανονικά – να γίνεται στο σχολείο», διαπιστώνεται στην έκθεση. Εκτιμάται ότι «η ιδιωτική συμπληρωματική εκπαίδευση διαφόρων ειδών χρησιμοποιείται για να γεφυρώσει εν μέρει το χάσμα και κυρίως να βελτιώσει και να διατηρήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των παιδιών τους».
«Οι εξετάσεις καθορίζουν τις μελλοντικές διαδρομές που είναι διαθέσιμες στους μαθητές», σημειώνεται και αναφέρεται ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, οι εξετάσεις στο τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθορίζουν τη μελλοντική πορεία των μαθητών, ενώ μερικά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν ανάλογες εξετάσεις σε μικρότερες τάξεις. Και όπου υπάρχουν εξετάσεις, υπάρχει και ιδιωτική παραπαιδεία, η οποία υπάρχει ανάλογα με το σύστημα εισαγωγής. Ετσι παρατηρείται ζήτηση για φροντιστήριο και για τις απολυτήριες εξετάσεις και για τις ειδικές ατομικές εξετάσεις που γίνονται για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα, αναφέρεται και το παράδειγμα χωρών στις οποίες είναι ανεπτυγμένος ο τύπος φροντιστηρίου σε μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από πανεπιστημιακούς. Όπως επισημαίνεται, οι φροντιστές δεν είναι απαραίτητο να έχουν παιδαγωγικές γνώσεις, καθώς έργο τους είναι να παρέχουν συμβουλές και σχετική καθοδήγηση σε μαθητές λυκείου για τις εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια.
Όπως προκύπτει από την έκθεση, ο τομέας των φροντιστηρίων είναι μια πολύ επικερδής επιχείρηση που ζει απομυζώντας το εισόδημα των λαϊκών οικογενειών. Στο Βέλγιο, η φροντιστηριακή εκπαίδευση επεκτάθηκε ραγδαία στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Περιγράφεται ως «μια ζουμερή αγορά» και ένα στα 10 παιδιά εκτιμάται ότι θα ζητήσει φροντιστήριο. Στη Βουλγαρία, η φροντιστηριακή εκπαίδευση περιγράφεται σαν «βιομηχανία που ανθίζει». Στην Ιταλία, γίνεται λόγος για ανάλογη… «έκρηξη».
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Αυστρία ένα 20% των γονιών πληρώνουν για φροντιστήριο για τα παιδιά τους. Στη Λιθουανία, το 62% των φοιτητών πανεπιστημίου που πήραν μέρος στην έρευνα δήλωσαν ότι πήγαν φροντιστήριο την τελευταία τάξη του λυκείου. Στη Σλοβακία, το 56% των μαθητών σε παράλληλη έρευνα δήλωσε ότι πήγε ιδιωτικό φροντιστήριο. Στην Πορτογαλία, το 55% των υποψηφίων για τις εθνικές εισαγωγικές εξετάσεις πήγε φροντιστήριο από τη 10η έως τη 12η τάξη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου 12% των μαθητών δημοτικού και το 8% των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πηγαίνουν φροντιστήριο. Ακόμα και στις σκανδιναβικές χώρες, με το πολυδιαφημισμένο εκπαιδευτικό τους σύστημα, υπάρχουν φροντιστήρια σε μικρότερο βαθμό. Ωστόσο, αυτό δεν «αθωώνει» το εκπαιδευτικό τους σύστημα, το οποίο είναι κατακερματισμένο, προσανατολισμένο στις δεξιότητες, με Παιδεία που παρέχεται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης που έχει την ευθύνη γι’ αυτή, μεγάλο ποσοστό που στρέφεται στην πρόωρη κατάρτιση…
Οπως καταγράφονται στην έκθεση, τα έξοδα των νοικοκυριών σε Κύπρο και Ελλάδα είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, επειδή ισοδυναμούν περίπου στο 17% και 20% των κρατικών δαπανών για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αντίστοιχα στη Γαλλία, το 2007 κόστισαν στις οικογένειες 2.210 εκ. ευρώ, στη Γερμανία το 2010 μεταξύ 942 και 1.468 εκ. ευρώ. Στην Ελλάδα, το 2008, δαπανήθηκαν 952 εκ. ευρώ. Στο Λουξεμβούργο το 2000 έγινε έρευνα σε δείγμα 907 μαθητών λυκείων. Οι μισοί είχαν πάει φροντιστήριο κάποια στιγμή της σχολικής τους ζωής και το ένα τέταρτο πήγαινε φροντιστήριο εκείνη τη στιγμή. Από τους μαθητές της 7ης τάξης, φροντιστήριο πήγαινε το 40%. Στην Πορτογαλία, μια κρατική έρευνα το 2005 σε 30.686 υποψηφίους για τις εθνικές εισαγωγικές εξετάσεις έδειξε ότι το 54,7% έκανε φροντιστήριο στις δύο τελευταίες τάξεις.
Αναδυόμενη… «βιομηχανία»!
Σε παγκόσμιο επίπεδο, απλώνονται και επιχειρηματικοί κολοσσοί με διεθνή δραστηριότητα και τεράστια κέρδη, που προσφέρουν φροντιστηριακές υπηρεσίες σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η εταιρεία Kumon που έχει την έδρα της στην Ιαπωνία, και σύμφωνα με την ίδια έχει 4 εκατομμύρια μαθητές σε 26.000 κέντρα που λειτουργούν με φράντσαϊζινγκ μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εταιρεία Kip McGrath έχει έδρα στην Αυστραλία και λειτουργεί σε τέσσερεις ηπείρους και στην Ευρώπη έχει κέντρα στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ευρώπη, η Acadomia έχει τις περισσότερες επιχειρήσεις της στη Γαλλία, αλλά τώρα έχει επεκταθεί στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Μάλιστα, γίνεται η παρατήρηση ότι «στις ευρωπαϊκές χώρες δε φαίνεται να υπάρχουν “φροντιστές – αστέρες” του είδους που συναντά κανείς στο Χονγκ Κονγκ, όπου έφηβοι βλέπουν τους φροντιστές τους σαν… σταρ του σινεμά και όπου μαθητές συνωστίζονται σε μεγάλα αμφιθέατρα όπου μεταδίδονται μαθήματα με βίντεο».
Το υπουργείο Παιδείας υπόσχεται «χτύπημα» των φροντιστηρίων, με την ανάρτηση σε ιστοσελίδα προσβάσιμη από τους μαθητές εκπαιδευτικού υλικού. Η ιδέα αυτή έχει αξιοποιηθεί ήδη επιχειρηματικά από την εταιρεία TutorVista, με έδρα την Ινδία η οποία παρέχει φροντιστήριο μέσω ίντερνετ σε πελάτες σε όλο τον κόσμο συμπεριλαμβανομένου και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στη μελέτη παρατηρείται διαφορά στα ποσοστά των μαθητών που πηγαίνουν φροντιστήριο ανάλογα με τις περιοχές. Στη Ρουμανία μια έρευνα του 2010 έδειξε ότι το 27% των μαθητών σε αστικές περιοχές πάει φροντιστήριο και στις αγροτικές το 7%. «Οικογένειες που ανήκουν σε ανώτερες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες έχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες να επενδύσουν στα φροντιστήρια, και συνήθως κάνουν χρήση αυτών των ευκαιριών», αναφέρεται στην έκθεση, ενώ παρατίθενται ανησυχίες ερευνητών ότι αυτή η κατάσταση «μπορεί να επιδεινώσει τις εκπαιδευτικές ανισότητες».
Ωστόσο, ως προς το «διά ταύτα» οι «λύσεις» που προτείνουν οι εμπειρογνώμονες είναι… διαχειριστικές. Κάνουν συστάσεις προς τους πολιτικούς να σκεφτούν τρόπους να βάλουν κανόνες και να ελέγξουν την παραπαιδεία, να εξασφαλίσουν φερέγγυες υπηρεσίες, προσόντα στους φροντιστές, αξιολόγηση, διασφάλιση της εκπαίδευσης και μίνιμουμ κανόνων, φορολόγηση των εισοδημάτων όσων κάνουν φροντιστήρια και σήμερα φοροδιαφεύγουν…
Legal Provision in Lithuania
Lithuania’s 2003 Law on Education introduced the concept of a freelance teacher, defined as a person licensed to engage in educational activity on an individual basis. A freelance teacher can provide non-formal education or implement programme modules that supplement pre-school curricula and/or formal education programmes. Freelance teachers have the right to work according to their individual programmes, choose methods and forms of pedagogical activity, and provide consulting and in-service assistance. The Law sets obligations for freelance teachers, including observing ethics, securing learners’ safety, having a workplace for teaching that meets hygiene requirements, and implementing the teaching process agreed upon with the students. The Law prohibits freelance teachers from tutoring their own students in mainstream schools. Source: Būdienė & Zabulionis (2006: 216)
Γιατί Μπαμπά οι Γάλλοι Πάνε Φροντιστήριο;
Σε ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια δαπανά έναν πακτωλό χρημάτων η Ευρώπη, με τους Γάλλους και Γερμανούς γονείς να καταναλώνουν πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε εξωσχολική εκπαίδευση και τους Ελληνες να ξοδεύουν 952 εκατ. ευρώ ετησίως – ποσό που αναλογεί στο 18,6% του οικογενειακού προϋπολογισμού και το 20,1% του κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία.
Σε ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια δαπανά έναν πακτωλό χρημάτων η Ευρώπη, με τους Γάλλους και Γερμανούς γονείς να καταναλώνουν πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε εξωσχολική εκπαίδευση και τους Ελληνες να ξοδεύουν 952 εκατ. ευρώ ετησίως – ποσό που αναλογεί στο 18,6% του οικογενειακού προϋπολογισμού και το 20,1% του κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία.
«Η πρόκληση της σκιώδους εκπαίδευσης» είναι ο τίτλος έκθεσης που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ευρωπαϊκή υπηρεσία NESSE και στην οποία καθιστά πλέον σαφές ότι η φροντιστηριακή εκπαίδευση δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο… ελληνικό φαινόμενο. Ανθεί στη νότια Ευρώπη, εξαπλώνεται ραγδαία στην ανατολική, αυξάνεται στη δυτική, ενώ αγγίζει πλέον και χώρες της βόρειας Ευρώπης που φημίζονται για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλία, όπου το 2007 οι ετήσιες δαπάνες των νοικοκυριών ανέρχονταν στα 2,2 δισ. ευρώ – ποσό που αυξάνεται κατά περίπου 10% ετησίως. Η Γερμανία, όπου οι γονείς δαπανούν από 900 εκατ. έως 1,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο στη «σκιώδη εκπαίδευση».
Η Αυστρία, όπου το 20% των γονέων καταφεύγουν στην εξωσχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους. Η Πορτογαλία, όπου το 56% των υποψηφίων για την ανώτατη εκπαίδευση κάνει ιδιαίτερα μαθήματα.
Η Ισπανία, όπου τα νοικοκυριά ξοδεύουν 450 εκατ. ευρώ ετησίως σε ιδιαίτερα και φροντιστήρια. Η Ιταλία, όπου το ετήσιος κόστος των διδάκτρων για φροντιστήρια εκτιμάται στα 420 εκατ. ευρώ. Η Κύπρος, όπου το 2008 οι γονείς ξόδεψαν 111,2 εκατ. ευρώ σε ιδιαίτερα – ποσοστό που αναλογεί στο 17% των κρατικών δαπανών για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Πηγή: «Ημερησία»
Στο απλοϊκό ερώτημα «Γιατί Μπαμπά οι Γάλλοι πάνε Φροντιστήριο;» η απάντηση είναι απλή σύντροφε Οδυσσέα: «Φταίνε οι Έλληνες…» Ο Μιχάλης Αμοιραδάκης πάντως στο ιστολόγιό του δίνει πιο πειστικές απαντήσεις «σε νέο άρθρο του» αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Έκθεση του Mark Bray.