Παιδαγωγικά αποδεκτές και κοινωνικά δίκαιες αξιολογήσεις

Οι Έλληνες Εκπαιδευτικοί Φροντιστές με μια μακρά διαδρομή δεκαετιών έχουν δώσει δείγματα γραφής και σωφροσύνης διατυπώνοντας θέσεις με ηθικά και παιδαγωγικά κριτήρια.

Είμαστε μπροστά στην διαμόρφωση ενός νέου εξεταστικού πλαισίου το οποίο από φέτος θα αφήσει το θετικό ή αρνητικό του αποτύπωμα στην εκπαιδευτική μας πραγματικότητα και στους έφηβους μαθητές μας.

Το ζητούμενο είναι χωρίς αμφιβολία η παιδαγωγικά αποδεκτή και ταυτόχρονα αντικειμενική και δίκαιη αξιολόγηση των μαθητών και στις τρεις τάξεις του Λυκείου.

Είναι αυτονόητο και υπογραμμίζεται από όλους τους έμπειρους δασκάλους και παιδαγωγούς ότι η αξιολόγηση είναι ένα σημαντικό κομμάτι της μάθησης και η γενισιουργός δύναμη για την πρόοδο και την εξέλιξη.

Αν φυλλομετρήσει κανείς στον δικτυακό τόπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου την πρόσφατη έρευνα για την αξιολόγηση και τα εξεταστικά συστήματα στην Ευρώπη θα διαπιστώσει ότι παντού αποδέχονται χωρίς περιστροφές και εμπόδια αντικειμενικές διαδικασίες πιστοποίησης της γνώσης και αποτίμησης του αποτελέσματος μιας προσπάθειας.

Σε ότι αφορά την Γ’ Λυκείου και την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όλοι συναινούν στην αναγκαιότητα της ύπαρξης των δοκιμασμένων – αδιάβλητων εξετάσεων Πανελλήνιας εμβέλειας.

Για την Β’ Λυκείου όμως και κατά προέκταση την Α’ Λυκείου τα πράγματα είναι «θολά» και ύποπτα… Με βάση τις μέχρι τώρα εξαγγελίες οι μαθητές της Β’ Λυκείου θα εξετάζονται στα μαθήματα που διδάσκονται σε επίπεδο σχολείου. Δεν διευκρινίστηκε όμως πως και σε τι είδους θέματα.

Σε θέματα του καθηγητή του σχολείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται ή σε θέματα «όμοια» για όλους τους μαθητές της χώρας μας; Ποια είναι τα συν και τα πλην της κάθε επιλογής;

Η πρώτη επιλογή προφανώς οδηγεί:

  •                 στην απαξίωση του Λυκείου και των γνώσεων
  • στην «ύποπτη» πολλές φορές συναλλαγή μεταξύ μαθητών και των διδασκόντων τους. (ιδιαίτερα μαθήματα, υποτελής συμπεριφορά – εξάρτηση από τις προσωπικές εύνοιες του διδάσκοντα).
  • στις λιγότερες γνώσεις όσον αφορά την ποιότητα και το εύρος της.

Η δεύτερη επιλογή θα έχει ως αποτέλεσμα:

  •                 την αντικειμενική και δίκαιη αξιολόγηση όλων των μαθητών της επικράτειας αν οι εξετάσεις γίνονται σε θέματα από «τράπεζα θεμάτων».
  • την αύξηση κατά το δυνατόν του επιπέδου γνώσεων των μαθητών όσον αφορά το βάθος και το εύρος της ύλης σε κάθε μάθημα.
  • την επιβολή ενός αισθήματος δικαίου και αξιοκρατίας στους μαθητές που είναι αυτονόητο για τις προηγμένες κοινωνίες.
  • τη δημιουργία επιστημόνων με γνώσεις, ικανών να στελεχώσουν αργότερα τις κοινωνικές δομές.

Ακούγονται εκ του πονηρού απόψεις ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία και το αδιάβλητο της τράπεζας θεμάτων και κατά συνέπεια δεν μπορούν να υλοποιηθούν οι προεκλογικές δεσμεύσεις της τωρινής πολιτικής ηγεσίας.

Αγαπητοί συνάδελφοι ας μη γελιόμαστε…

  • η εμπειρία διασφάλισης του αδιάβλητου υπάρχει λόγω της ύπαρξης του θεσμού των Πανελληνίων – Πανελλαδικών εξετάσεων για 50 και πλέον έτη.
  • οι ασφαλιστικές δικλείδες είναι εύκολο να βρεθούν αρκεί να ερωτηθούν «έμπειροι» εκπαιδευτικοί φορείς και σ’ αυτήν την κατεύθυνση αυτή είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε με ρεαλιστικές προτάσεις.

Το ερώτημα που αναπόφευκτα προκύπτει είναι: πολιτική βούληση υπάρχει; Όχι τόσο για την υλοποίηση προεκλογικών δεσμεύσεων όσο για την εγκαθίδρυση συστήματος δικαίου, αξιοκρατικού με στόχο τη δημιουργία επιστημόνων καταρτισμένων που να μη φοβούνται την πρόκληση της αξιολόγησης.

  

Παιδείας προκλήσεις

Η λήξη των πανελλαδικών εξετάσεων που αποτελούν τον μοναδικό αξιόπιστο καθρέφτη του σχολικού μας γίγνεσθαι αλλά και ο επικείμενος διάλογος για τα εκπαιδευτικά μας πράγματα φέρνουν ξανά στο επίκεντρο τον αναγκαίο στρατηγικό επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων για την επίτευξη του στόχου της αύξησης της απασχόλησης μέσω της ανάπτυξης της οικονομίας της γνώσης.

Ο εθνικός διάλογος οφείλει να είναι απόλυτα συνδεδεμένος με τους ευρωπαϊκούς στόχους και τους προβληματισμούς για την εκπαίδευση και την εξίσου χρήσιμη μέτρηση της ποιότητας με τους δείκτες που συνδιαμορφώθηκαν από την Λισσαβόνα και εντεύθεν από το σύνολο των χωρών της Ε.Ε.

Οι προτεραιότητες αυτές για την σχολική επίδοση έχουν ως δείκτες αποτελεσματικότητας τις αναγνωστικές ικανότητες, τα Μαθηματικά, τις Φυσικές επιστήμες, τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας και τις ξένες γλώσσες. Στο πλαίσιο αυτό η εξεταστική αναδιάρθρωση της Γ΄ Λυκείου δεν πρέπει να αγνοήσει τα Μαθηματικά και την Φυσική ως βασικά μαθήματα κορμού και ασφαλώς τα Νέα Ελληνικά σε όλες τις κατευθύνσεις και σε όλους τους κύκλους.

Η επιτυχημένη μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στο νέο πλαίσιο που οφείλει να αποτρέψει την εγκατάλειψη του σχολείου, να διευρύνει την ολοκλήρωση του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και βεβαίως να επιφέρει την υψηλή σε ποσοστά συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία όμως στα καθ’ υμάς παρουσιάζει θεαματικό πλεόνασμα θεωρητικών σπουδών αναντίστοιχο με τις κατευθύνσεις που απαιτούν δυναμικοί και ανερχόμενοι τομείς της οικονομίας.

Η παρακολούθηση της σχολικής εκπαίδευσης πρέπει να κινηθεί χωρίς τις παλινδρομήσεις του προσφάτου παρελθόντος στην αξιολόγηση και την αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου επιβάλλοντας την ουσιαστική συμμετοχή των γονέων ως ένα κίνημα στήριξης και ελέγχου της καθημερινότητας του σχολείου.

Με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι δυνατό να αξιοποιηθούν δημιουργικά οι πόροι και οι δαπάνες κυρίως στην εκπαίδευση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών.

Οι δεκαέξι δείκτες ποιότητας της Ε.Ε. που ευκόλως αμφισβητούνται από τους οπαδούς μιας ιδιότυπης εγχώριας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας χωρίς αντίλογο και αντιπρόταση οδηγούν στον προσδιορισμό των βασικών προκλήσεων του μέλλοντος που είναι η γνώση, η αποκέντρωση και η κοινωνική ένταξη.

Αλίμονο αν το σύγχρονο ευέλικτο σχολείο δεν προετοιμάζει τους νέους για την ζωή και μάλιστα για μια κοινωνία με αυξημένους τους κινδύνους του αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Οι ταχύτατες εξελίξεις επιβάλλουν νέες πρακτικές στην “ικανότητα του μανθάνειν” η οποία μνημονεύεται ως σημαντικό κριτήριο για να αποκτήσουν οι νέοι στοχασμό και αυτοκριτική αλλά και να προετοιμασθούν για τον ρόλο του ενεργού πολίτη μέσω της κατάλληλης αγωγής σε μια κοινωνία πολιτιστικά ποικιλόμορφη η οποία πρωτίστως οφείλει να είναι δημοκρατική και ανθρώπινη.

Το εύστοχο ερώτημα “Ποιο σχολείο θέλουμε;” που τέθηκε στην Νεοελληνική Γλώσσα της Γ΄ Λυκείου πρέπει να απαντηθεί με συγκροτημένο και διεγερτικό λόγο και να συνδεθεί με τις απαντήσεις στο ερώτημα “Ποια κοινωνία οραματιζόμαστε;”.

Εγκώμιο σχολικής προχειρότητας

Η λήξη των μαθημάτων στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας μας δίνει την ευκαιρία μιας σύντομης αναδρομής στα όσα συνέβησαν φέτος και ατυχώς επαναλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια απαξιώνοντας το σχολείο στα μάτια των εφήβων μαθητών μας και αναδεικνύοντας το ποσοτικό και ποιοτικό έλλειμμα της Παιδείας μας.  

Οι επισημάνσεις της ΟΛΜΕ ότι οι ελλείψεις των καθηγητών στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ξεπερνούσαν τις 3.500 έγινε στα μέσα Οκτωβρίου και η τότε πολιτική ηγεσία προσπαθούσε απεγνωσμένα τα μέσα του Νοεμβρίου να αντιμετωπίσει το χάος με 3000 προσλήψεις ωρομισθίων καθηγητών μια διαδικασία που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ενδεικτικό του τραγέλαφου είναι το γεγονός ότι σε πολλά σχολεία προηγήθηκαν οι προσλήψεις ωρομισθίων μαθηματικών για την πρόσθετη διδακτική στήριξη ενώ δεν είχαν τοποθετηθεί μαθηματικοί για το καθημερινό σχολικό πρόγραμμα.

Η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη η οποία έτυχε της μέγιστης επικοινωνιακής προβολής στα πρόσφατο παρελθόν διαφήμισε αρκούντως την άλλοτε αμφισβητούμενη φροντιστηριακή αναγκαιότητα αλλά συνέχισε να έχει μικρή απήχηση στους μαθητές της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Ιονίου Πανεπιστημίου στην οποία το 80% των ερωτηθέντων μαθητών απορρίπτουν κατηγορηματικά τον θεσμό. Το δραματικό είναι ότι στα εικονικά παρουσιολόγια και τις τάξεις φαντάσματα προστέθηκαν και οι απλήρωτοι επί μακρόν καθηγητές καθώς το ευρωπαϊκό αυτό πρόγραμμα δεν αξιολογήθηκε με το φόβο της απόρριψης ως προς τα αποτελέσματά του με συνέπεια να διακοπεί η χρηματοδότηση και να επιχειρείται η αποζημίωση των εκπαιδευτικών που εργάσθηκαν από τα αδιάθετα αποθεματικά του ΕΠΕΑΕΚ.

Η δυσλειτουργία του σχολείου επιδεινώνεται ακόμη από το απαράδεκτο καθεστώς των σχολικών εκδρομών και περιπάτων που απώλεσαν κάθε παιδαγωγικό προσανατολισμό και με ελάχιστες εξαιρέσεις έχουν μετατραπεί σε ένα προσοδοφόρο μαθητικό τουρισμό με συστηματικό εκμαυλισμό της συλλογικής συνείδησης των μαθητών.

Το χρονικό των χαμένων ωρών διδασκαλίας συμπληρώνεται αμέσως μετά το Πάσχα με τις συστηματικές απουσίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των μαθητών οι οποίοι αξιοποιούν τις δυνατότητες δικαιολογημένων και αδικαιολόγητων απουσιών για να προετοιμασθούν με την φροντιστηριακή βέβαια αρωγή για τις επερχόμενες εξετάσεις.

Το προσωπικό στοίχημα της νέας ηγεσίας είναι αναμφίβολα η παιδαγωγική ανασυγκρότηση του σχολείου και στην κατεύθυνση αυτή οφείλουν όλοι οι φορείς να συμβάλλουν με ριζοσπαστικές προτάσεις σε ένα διάλογο σύνθεσης χωρίς αποκλεισμούς και ποσοστώσεις με τον απαιτούμενο σεβασμό στον διακριτό ρόλο όλων εκείνων που συνδιαμορφώνουν το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε ευτυχείς.
Η αποδελτίωση της σχολικής καθημερινότητας αναδεικνύει την αδήριτη ανάγκη επαναπροσδιορισμού του παιδαγωγικού ρόλου της διδακτικής συνέπειας σε μαθησιακούς στόχους και της αξιολόγησης όλων με άρση της χρονιάς ασυλίας εκείνων που προτάσσουν τους ποσοτικούς δείκτες αμφισβητώντας εκ του πονηρού τις μονάδες μέτρησης της εκπαιδευτικής ποιότητας.

Η διδακτική πράξη είναι διαδικασία της οποίας τα οφέλη είναι ευθέως ανάλογα με την ποιότητα του δασκάλου και όταν η ατμόσφαιρα του σχολείου επιβάλλει στην τάξη την κουρασμένη διδασκαλία τότε η αίθουσα ανεξάρτητα από το πλήθος των παρόντων θα μείνει κατ’ ουσία άδεια χωρίς ενεργούς και συμμετέχοντες μαθητές. 

Το δικαίωμα για ένα ποιοτικό σχολείο

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Μαρτίου και με βάση το νόμο των πιθανοτήτων της πολιτικής μας πραγματικότητας, μια νέα ηγεσία θα κληθεί να υλοποιήσει, στο χώρο της Παιδείας, τις προγραμματικές δεσμεύσεις του νικητή. Πέρα όμως από το προγραμματικό και προσωπικό στίγμα της νέας ηγεσίας, η επίλυση των προβλημάτων απαιτεί πρώτιστα και μια διαφορετική νοοτροπία της όποιας αντιπολίτευσης. Η απροθυμία της δημόσιας συζήτησης η οποία αποτυπώθηκε προσφάτως με ακραίους χαρακτηρισμούς για «προγράμματα κουρελού», για «σχολεία – εμπορικά κέντρα» ή για ανέφικτες λύσεις «πρωινού brain storming» πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα υπεύθυνο διάλογο σύνθεσης και άμεσων λύσεων.                  Ποια σημεία όμως απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;

  •                  μέτρα διαφοροποίησης της σχολικής εργασίας καθώς το ελληνικό σχολείο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί παρά τις βελτιώσεις που επέφερε η τελευταία μεταρρύθμιση να είναι προσανατολισμένο στη μετάδοση και την αναπαραγωγή γνώσεων χωρίς την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας στη γνώση, τις δεξιότητες και τη σύνθεση των δεδομένων. 
  •                 άμεση και διαρκής αξιολόγηση των μέσων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, των εκπαιδευτικών και του παραγόμενου έργου με τη θέσπιση Εθνικού Συστήματος Ποιότητας το οποίο δεν έχει πλέον την πολυτέλεια καμιάς σκόπιμης συντεχνιακής καθυστέρησης και καμίας εξαίρεσης των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων της παράλληλης Παιδείας των φροντιστηρίων, τα οποία συνδιαμορφώνουν το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
  •                 ενίσχυση του κοινωνικού προφίλ και της φυσιογνωμίας του σχολείου, γιατί οι σχολικές μονάδες, εξαρτημένες από την κρατική γραφειοκρατία και διοίκηση αποθαρρύνουν τη συμμετοχή στα εκπαιδευτικά δρώμενα των άμεσα ενδιαφερομένων, κυρίως των γονέων που πρέπει να εξελιχθούν σε ένα κίνημα στήριξης της αυτοτέλειας και της αυτοδιοίκησης του σχολείου με αποφασιστικές αρμοδιότητες. 
  •                 ολική επαναφορά του ζητήματος της αξιολόγησης των μαθητών στην πραγματική του διάσταση με αντικειμενικούς μαθησιακούς στόχους. Η εξετασιοφοβία που κατατρυχει τους ιθύνοντες πρέπει να αναθεωρηθεί με την επιβολή τριών αυτόνομων και αυτονόητων διαδικασιών: την αξιολόγηση προαγωγής από τη μία βαθμίδα στην άλλη, την απόκτηση τίτλου γενικής υποχρεωτικής δωδεκάχρονης Παιδείας για όλους, τη χορήγηση τίτλου πρόσβασης στην τριτοβάθμια με αδιάβλητες αξιοκρατικές, διαφανείς διαδικασίες δημοσίου και κοινωνικού ελέγχου. 
  •                 διαχρονικές εκπαιδευτικές έρευνες και πιλοτικά προγράμματα στην κατεύθυνση του ανοικτού σχολείου με στόχο την καταπολέμηση της ανισότητας που αναπαράγεται και διευρύνεται σήμερα˙ το σύστημα μίσθωσης σχολείων και η αυτοχρηματοδότηση μέσω προσιτών διδάκτρων για τους έχοντες και διατακτικών για τους οικονομικά ασθενέστερους καθώς και ένα νέο μισθολόγιο κινήτρων για τους διδάσκοντες, μπορούν να θεμελιώσουν μια αποτελεσματική εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και κάθε κοινωνικής ομάδας. 

                Το τρίπτυχο αποκέντρωση, αξιολόγηση και ποιότητα είναι ο αναπόφευκτος μονόδρομος για ένα σχολείο γενικής παιδείας, απαλλαγμένο από την ευθύνη της εξειδικευμένης προετοιμασίας, την οποία, με αποτελεσματικό τρόπο υπηρετούν τα φροντιστήρια. Οι προαγωγικές και απολυτήριες αξιολογήσεις κύρους πρέπει να υποστηρίζονται από μια διαβαθμισμένη «τράπεζα θεμάτων», η οποία θα εξασφαλίσει την ουσιαστική ισοδυναμία, την ισόνομη και δίκαιη κλιμάκωση και αποτελεί την πλέον επιτυχημένη παρακαταθήκη του πρόσφατου παρελθόντος. Ταυτόχρονα η οριστική διαμόρφωση ενός σταθερού πλαισίου εισαγωγής στην τριτοβάθμια, με δεδομένη την κοινωνική πίεση για ανταποδοτικές σπουδές πρέπει να αποτρέψει με λειτουργικό τρόπο την μετανάστευση και τις σπουδές της ανεργίας.

 

Παιδαγωγικές εξετάσεις και επαχθείς διαγωνισμοί

                Οι επικείμενες αλλαγές στα ζητήματα αξιολόγησης των μαθητών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επαναφέρουν για πολλοστή φορά στο προσκήνιο τη σύγκρουση εκείνων που οραματίζονται ένα σχολείο χωρίς εξετάσεις και μια Παιδεία χωρίς διαγωνισμούς και εκείνων που παιδαγωγικά εμπιστεύονται το ρόλο των εξετάσεων και της αξιολόγησης ως κίνητρο μάθησης για την κατάκτηση γνώσεων.
                Παρά το γεγονός ότι η εξετασιοφοβία των οπαδών της κουλτούρας του εξισωτισμού υποκρύπτει τελικά την αντίσταση σε μια συνολική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και την ανάδειξη της διασύνδεσης της πραγματικότητας με τις αναπαραστάσεις της άρα και με τον αναμφισβήτητο ρόλο των φροντιστηρίων που συνδιαμορφώνουν το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, μπορούμε να υπερβούμε τις «αντιθέσεις» με αφετηρία κοινές διαπιστώσεις και οραματισμούς.

  •                 η αξιολόγηση προαγωγής από τη μία βαθμίδα στην άλλη, είναι αναγκαία και πρέπει να έχει πρώτιστα τη διάσταση της διαγνωστικής διαπίστωσης ενός ελάχιστου επιπέδου γνώσεων χωρίς απαραίτητα την αυστηρή αξιολογική κατάταξη. Τα θέματα των εξετάσεων αυτών πρέπει να είναι τέτοια ώστε το ποσοστό της σχολικής αποτυχίας και της συνακόλουθης μαθητικής διαρροής να μην υπερβαίνει τα διεθνή standards του 3 – 5% των μαθητών.   
  •                 ο τίτλος γενικής υποχρεωτικής δωδεκάχρονης Παιδείας για όλους είναι πλέον κοινωνικά επιβεβλημένος και από την ανάγκη ενός ευρύτερου φάσματος γνώσεων στο πλαίσιο της «δια βίου εκπαίδευσης» αλλά και από την χρήσιμη θαλπωρή της σχολικής ζωής κυρίως για τα παιδιά που ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερα προβλήματα όπως οι τσιγγανόπαιδες και τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών. 
  •                 ο τίτλος πρόσβασης στην τριτοβάθμια με αδιάβλητες, αξιοκρατικές, διαφανείς διαδικασίες δημοσίου και κοινωνικού ελέγχου. Τα θέματα αυτού του διαγωνισμού πρέπει να έχουν τον απαιτούμενο βαθμό δυσκολίας για να μην παρατηρείται το φαινόμενο σε ένα τμήμα υψηλής ζήτησης 100 εισακτέων, η διαφορά του πρώτου από τον τελευταίο αποτυπώνεται σε 40 μόρια! σε μια κλίμακα 20.000 μορίων, με προφανή την αδυναμία της αξιοκρατικής κατάταξης και της διαβάθμισης των υποψηφίων. 
                    Ατυχώς, οι εξετάσεις προαγωγής και απόλυσης στο υπάρχον σύστημα αλλά και στο ευαγγελιζόμενο, εμπλέκονται με τη διαδικασία επιλογής και πρόσβασης στην τριτοβάθμια η οποία είναι χωρίς αμφιβολία ένας διαγωνισμός με ποιοτικά χαρακτηριστικά και φιλοσοφία που πόρρω απέχει από τον παιδαγωγικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η ενδοσχολική αξιολόγηση.     

                Η εμπλοκή αυτή καταστρέφει αφ’  ενός την παιδαγωγική αξία των ενδοσχολικών εξετάσεων και διαστρέφει αφ’  ετέρου την χρησιμότητα της διαδικασίας επιλογής καθιστώντας την, έναν επαχθή και άδικο διαγωνισμό αστάθμητων παραγόντων.
                Ο επικείμενος διάλογος μπορεί να οδηγήσει στον λειτουργικό διαχωρισμό που μπορεί να αποτρέψει την απαξίωση του Λυκείου με αξιολογήσεις κύρους από διαβαθμισμένες τράπεζες θεμάτων και ταυτόχρονα να αποβάλλει από το σώμα της εκπαίδευσης τη λογική της ήσσονος προσπάθειας η οποία κυριάρχησε στην μετά Αρσένη εποχή. Οι υπουργικές επισημάνσεις για τον πήχη των επιδόσεων, είναι απολύτως ορθές και συνάδουν με το παραδοσιακό απόφθεγμα ενός μεγάλου και χαρισματικού Φροντιστή, ο οποίος έλεγε ότι «κατεβάζοντας τον πήχη, δε δημιουργούμε πρωταθλητές αλλά αγράμματους».