Annus Mirabilis

Το παιχνίδι του χρόνου είναι πολλές φορές διασκεδαστικό˙ για πολλούς αιώνες το πρόβλημα της κίνησης και των αιτιών της ήταν το κεντρικό ζήτημα της φυσικής φιλοσοφίας˙ καμία όμως σημαντική πρόοδος δεν έγινε μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα.

O Isaac Newton που γεννήθηκε στην Αγγλία την χρονιά που πέθανε ο Γαλιλαίος ανάμεσα στο 1665 και 1666 απομονωμένος στο εξοχικό του για να σωθεί από την πανώλη άρχισε να θεμελιώνει τον απειροστικό λογισμό, τον νόμο για την βαρύτητα και την θεωρία των χρωμάτων˙ εκείνη ακριβώς η χρονιά ονομάσθηκε για πρώτη φορά Μαγική Χρονιά ή Annus Mirabilis.

Το 1905 ο Einstein, με την ειδική θεωρία της σχετικότητας, άλλαξε εντελώς τις ιδέες για τον απόλυτο χρόνο και χώρο, διατύπωσε της εξίσωση  και ολοκλήρωσε τις μελέτες του για την κίνηση Brown και το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο˙ το 1905 ήταν μια ακόμη Μαγική Χρονιά για την γνώση.

Όσα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η ώρα λέει η λαϊκή ρήση και στο ξεκίνημα μιας νέας χρονιάς είναι εύλογο να αναρωτηθούμε πόσο κοντά βρισκόμαστε άραγε στις αλλαγές που πρέπει να τολμήσουμε;

Το πλήρωμα του χρόνου έχει παρέλθει για την εκπαιδευτική μας πραγματικότητα που δείχνει ανήμπορη να απελευθερώσει τις ζωντανές της δυνάμεις και να εμπνεύσει τους μαχόμενους δασκάλους.

Είναι αρκετή μία ακόμα αλλαγή στο χρόνιο ζήτημα του εξεταστικού με την δίκαιη επιβολή της βαθμολογικής βάσης για να δώσει πνοή και όραμα στο σημερινό σχολείο;

Ο δημόσιος διάλογος που βρίσκεται σε εξέλιξη και στην κοινωνία και στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας έφθασε πλέον σ’ ένα οριακό σημείο καθώς εξαντλήθηκε η περίοδος της διάγνωσης και ήρθε η ώρα της διατύπωσης ρεαλιστικών λύσεων στα υπαρκτά προβλήματα.

Η κοινωνία έχει κουρασθεί από τις πρόχειρες λύσεις σε λανθασμένα ερωτηματα και περιμένει να αξιολογήσει τις προτάσεις όλων μας˙ σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση το Ανοιχτό Συνέδριο θέσεων που δρομολογεί η Ο.Ε.Φ.Ε. αποτελεί μία πρόκληση συμμετοχής και προβληματισμού.

Η νέα σχολική χρονιά μπορεί να γίνει η Μαγική Χρονιά της αναγέννησης αν οι υπέρμαχοι του κρατισμού εγκαταλείψουν την αντιδραστική θεωρία περί θεσμικών και αγοραίων και αντιληφθούν ότι η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό όταν είναι ποιοτικό και κυρίως προσιτό στους οικονομικά ασθενέστερους˙ η παταξη της παραοικονομίας που εξοντώνει γονείς και μαθητές και μια άλλη πολιτική χρηματοδότησης αποτελούν το δημόσιο ζητούμενο για ένα κοινωνικό κεκτημένο.

 

Η σιωπή των φροντιστών

Θετικός ήταν ο απολογισμός του ετήσιου κύκλου εκατοντάδων ημερίδων και σεμιναρίων που διέτρεξαν το κέντρο και την περιφέρεια αναφορικά με τις πτυχές του νέου εξεταστικού συστήματος για τους μαθητές της Α΄ και Β΄ Λυκείου, αλλά και τις σπουδές εκείνες που οδηγούν σε ανερχόμενα επαγγέλματα, και διοργανώθηκαν από τα φροντιστήρια και τη συντεταγμένη τους εκπροσώπηση.

Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό φροντιστήριο δείχνει να αποτελεί μια απτή πραγματικότητα που δεν αρκείται στον παραδοσιακό του ρόλο, το μαθησιακό πρόβλημα και την εξειδίκευση που απαιτούν οι εξετάσεις, αλλά αποτελεί πλέον και κέντρο πληροφόρησης των νέων ανθρώπων και σταθμό επαγγελματικού προσανατολισμού.

Σε συνεργασία με κορυφαίους επιστήμονες της ψυχομετρίας και της συμβουλευτικής και με σύγχρονα εργαλεία ανάλυσης, τα tests του επαγγελματικού προσανατολισμού, οι φροντιστηριακές κυψέλες με εξατομικευμένα προγράμματα και πολύωρη ουσιαστική επικοινωνία με μαθητές και γονείς ολοκληρώνουν την υποστήριξη των νέων ανθρώπων στις κρίσιμες επιλογές τους.

Την περίοδο μάλιστα της συμπλήρωσης των μηχανογραφικών εντύπων τον Ιούλιο η δραστηριότητα αυτή κορυφώνεται όταν χιλιάδες υποψήφιοι προστρέχουν στα φροντιστήρια ενώ όλες εκείνες οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες που γενναίως χρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς πόρους απολαμβάνουν την θερινή ραστώνη.

Σ’ ένα από τα σεμινάρια της φροντιστηριακής αρωγής, ίσως το πιο ξεχωριστό και συγκινητικό, στην μητρόπολη της Θεσσαλίας, τιμήθηκαν μ’ ένα λιτό πάπυρο αρχαιοελληνικής γραφής δεκαπέντε κορυφαίοι δάσκαλοι των φροντιστηρίων που μεσουράνησαν τις δεκαετίες του ’60 και ’70 αποδεικνύοντας την διαχρονική παιδεία και τον εξισωτικό ρόλο του ανοιχτού και συλλογικού φροντιστηρίου.

Και ενώ το ελληνικό φροντιστήριο αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα που επιλέγεται από χιλιάδες μαθητές και γονείς, είναι αναγκαστικά σιωπηλό στο Ε.Σ.Υ.Π. γιατί μια εκπαιδευτική ομοσπονδία, μια εκπρόσωπος πολιτικού κόμματος και ένας εκπρόσωπος της αυτοδιοίκησης, με διαδικαστικά προσχήματα νομιμότητας αρνήθηκαν στους εκπροσώπους της ιδιωτικής παιδείας το δικαίωμα του λόγου. 

Ο διάλογος τον οποίο εσχάτως εμπεδώνουμε πρέπει να γίνει το πολύτιμο εφόδιο της πολιτικής μας συμπεριφοράς και το μετέωρο βήμα του να εξελιχθεί σε σταθερό βηματισμό με την συμμετοχή όλων, για να διασφαλισθεί η αρμονική συνύπαρξη της δημόσιας ευθύνης και της ιδιωτικής συνεισφοράς.

Η σιωπή των φροντιστών στην αίθουσα του Ε.Σ.Υ.Π. μετασχηματίζεται όμως σε μια δυνατή φωνή στο κοινωνικό και εκπαιδευτικό γίγνεσθαι γιατί ως μαχόμενοι δάσκαλοι του μαυροπίνακα έχουμε αναφαίρετο το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι οι απόψεις και οι θέσεις πρέπει να κρίνονται στον διάλογο, χωρίς αποκλεισμούς που υποκρύπτουν την αδυναμία εκείνων που τους μετέρχονται.

Η φροντιστηριακή κοινότητα παραμένει δεκαετίες τώρα σιωπηλή ακολουθώντας το παράδειγμα του αείμνηστου Μανωλκίδη που έφυγε πρόσφατα και ο οποίος σε καιρούς χαλεπούς με το τίμημα της φυλακής και της εξορίας, έγραψε στην πρόσοψη του φροντιστηρίου του «τα πάντα ρεί…» ˙ η σιωπή όμως δεν είναι πλέον χρυσός.

Το λάθος μήνυμα της ανύπαρκτης βάσης

Η ανακοίνωση του προγράμματος των εξετάσεων συνέπεσε χρονικά με την κατηγορηματική διαβεβαίωση της πολιτικής ηγεσίας ότι θα επιβληθεί στο άμεσο μέλλον η βαθμολογική βάση για την εισαγωγή.

Από τις στήλες αυτές το 2001 είχε επισημανθεί η καταστροφική επιλογή αποσύνδεσης της βαθμολογίας προαγωγής και απόλυσης από την βαθμολογία εισαγωγής με την πρόβλεψη ότι με τον τρόπο αυτό επιδοτείται η λογική της μικρότερης προσπάθειας και διευρύνεται το εκπαιδευτικό χάσμα.

Φθάσαμε με τον τρόπο αυτό στις τελευταίες εξετάσεις στις οποίες αποτυπώθηκε τεκμηριωμένα και αδιάψευστα το γεγονός ότι έχουμε πλέον μαθητές δύο ταχυτήτων.

Συγκεκριμένα το 2004 είχαμε θεαματική αύξηση των άριστων παρά τα ομολογουμένως  δυσκολότερα θέματα ενώ ταυτόχρονα βαθμολογικός πυθμένας εξακολουθούσε να υποχωρεί φθάνοντας στο σημείο χιλιάδες υποψήφιοι να εισάγονται σε σχολές της τριτοβάθμιας με απαράδεκτα χαμηλές βαθμολογίες.

Με την πολύτιμη βοήθεια της πλούσιας επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται στην δικτυακή διαβούλευση στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου ανακαλύπτει κανένας ότι δεν απουσιάζουν από το εκπαιδευτικό μας γίγνεσθαι οι καίριες διαπιστώσεις και οι εμπνευσμένες προτάσεις.

Μεταφέρω τις απόψεις συναδέλφου της δημόσιας εκπαίδευσης ο οποίος αναφέρεται στις επιπτώσεις της έλλειψης βαθμολογικής βάσης.

Η έλλειψη γνωστικών εφοδίων σε πολλούς φοιτητές είναι ορατή σε πολλά τμήματα της τριτοβάθμιας συμβάλλοντας αφενός στην πτώση του επιπέδου των σπουδών αφετέρου στην αύξηση του ποσοστού της εγκατάλειψης των σπουδών.

Οι αιώνιοι φοιτητές αποτελούν ένα δράμα της πανεπιστημιακής πραγματικότητας που καλύπτεται από μια ένοχη σιωπή. Ποία είναι η αλήθεια που πρέπει να πούμε στους γονείς ενός φοιτητή που παρατείνει και τελικά εγκαταλείπει τις σπουδές του;

Ο κρυφός  στόχος μεταφοράς πόρων σε μικρές πόλεις με την λειτουργία τμημάτων αμφίβολης ποιότητας και ανεπαρκούς διασύνδεσης με την αγορά εργασίας εξαπατά τους γονείς και φοιτητές.

Η απερίσκεπτη απόφαση αφαίρεσης της βαθμολογικής βάσης δημιούργησε προϊόντος του χρόνου πολλά προβλήματα τα οποία πρέπει πλέον να αντιμετωπισθούν με ήπια προσαρμογή, στο πλαίσιο της μεταβατικής περιόδου που διανύουμε.

Η πέρα για πέρα δίκαιη επιβολή βαθμολογικής βάσης πιθανόν να δημιουργήσει χιλιάδες κενές θέσεις δυσκολεύοντας την λειτουργία, περιφερειακών χαμηλόβαθμων ΤΕΙ. Μια ρύθμιση σταδιακής επιβολής της είναι ίσως η πλέον ενδεδειγμένη λύση η οποία αν συνδυασθεί με ανάλογη αντιμετώπιση των υποψήφιων των Τ.Ε.Ε θα επιφέρει την ισότιμη μεταχείριση αυτών που με πλήρη αδιαφορία αντιμετωπίσθηκαν για πολλά χρόνια ως «παιδιά ενός κατώτερου θεού».

Το Λύκειο που αποτελεί τον κορμό της εκπαίδευσης πρέπει να βρει τον ρόλο του και αυτό περνάει από την ανταμοιβή της  θετικής απόδοσης τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών με αδιάβλητες αξιολογήσεις κύρους.

Το θεσμικό περιβάλλον πρέπει να προσεχθεί περισσότερο και από την χρηματοδότηση γιατί οι μεγαλύτερες δαπάνες δεν εξασφαλίζουν κατ΄ ανάγκη καλύτερα αποτελέσματα.

Παράλληλα δεν είναι δυνατόν να δίνουμε συγχαρητήρια σ’ ένα νέο φοιτητή που εισάγεται με βαθμό πρόσβασης 2,4. Δίνουμε λάθος μήνυμα, ανταμείβουμε την ελάχιστη προσπάθεια, συντηρούμε την μετριότητα.

Το σύγχρονο σχολείο που υπηρετεί την κοινωνία πρέπει να τολμά να πεί την αλήθεια σε όλους : «οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι»

 

Στη μνήμη του Κώστα Μανωλκίδη

Μια μορφή ελεύθερου, ασυμβίβαστου και φωτισμένου δασκάλου ήταν ο Κώστας Μανωλκίδης.

Ανήκει στη χορεία των μεγάλων φροντιστών που έδωσαν στη μεταπολεμική εκπαίδευση που φυλλορροούσε τη στήριξη που χρειαζόταν για να διατηρήσει την αξιοπιστία της.

Για μας τους φροντιστές μιας νεώτερης γενιάς ο Κώστας Μανωλκίδης είναι ένας μύθος· ένα παράδειγμα ήθους δασκάλου, συγγραφέα και πάνω απ’ όλα φροντιστή που σφυρηλατήθηκε σε δύσκολους καιρούς.

Τον Ιούνιο του 2002 σ’ ένα Διεθνές Συνέδριο Παιδείας η ΟΕΦΕ ανέδειξε φροντιστηριακά μοντέλα απ’ όλον τον κόσμο καταρρίπτοντας πανηγυρικά το μύθο της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

Σε κείνο το Συνέδριο, με παρόντες τους Ιάπωνες φροντιστές οι οποίοι (κατά τύχη άραγε;) έχουν την ίδια κοινωνική και πολιτική διαδρομή με τους Έλληνες φροντιστές, ο Κώστας Μανωλκίδης παρά την ταλαιπωρημένη υγεία του πήρε το λόγο πολλές φορές και με το απαράμιλλο πάθος του δασκάλου, με το λιτό και περιεκτικό του λόγο είπε σε μια παρέμβαση:

«Εγώ είμαι αριστερός και εκπαιδευτικός και έγινα φροντιστής γιατί οι φροντιστές παίζουν ρόλο εξισορροπητικό. Με ενοχλεί που συνήθως η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ κατηγορούν τους φροντιστές.

Εμείς οι φροντιστές είμαστε εξισορροπιστές, γιατί παίρνουμε ένα παιδί που πηγαίνει στο κολέγιο και ένα παιδί που πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο (Κερατσίνι) και τους προσφέρουμε τις ίδιες γνώσεις, για να τα προετοιμάσουμε για το Πανεπιστήμιο. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα πάνω σ’ αυτό: κάποτε ήρθε ένας μαθητής από τη Λάρισα, που στη χημεία ήταν πολύ αδύνατος αλλά ήθελε να μπει στο Πολυτεχνείο. Εγώ, λοιπόν, του έκανα μάθημα χημείας και έτσι μπήκε στο Πολυτεχνείο, έκανε και κάποια μεταπτυχιακά και αργότερα έγινε ένας από τους καλύτερους Υπουργούς Παιδείας που πέρασαν από τη χώρα.

Αυτό, λοιπόν, είναι το έργο που παρέχουν οι φροντιστές. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε περήφανοι που είμαστε φροντιστές.»

Αυτά είπε τότε ο Κώστας Μανωλκίδης˙ Εμείς οι φροντιστές, μάχιμοι δάσκαλοι του μαυροπίνακα, θα ξεφυλλίζουμε πάντα τα συγγραφικά πονήματα, αυτά τα κλασσικά βιβλία του Μανωλκίδη που αφελώς η εκπαιδευτική νόρμα τα αποκαλεί βοηθήματα, κάτι που ιδιαιτέρως τον ενοχλούσε. Εμείς οι φροντιστές θα τον θυμόμαστε πάντα ως πρόδρομο του συλλογικού μοντέλου στην εκπαιδευτική λειτουργία του ελληνικού φροντιστηρίου, η οποία κάποτε θα αποτιμηθεί χωρίς δόγματα και προκαταλήψεις και θα είμαστε σίγουρα περήφανοι γιατί μορφές σαν τη δική του διακόνησαν το χώρο.

Ο Απρίλης του Διαλόγου και η Άνοιξη της Παιδείας

Ο «μήνας της δημόσιας διαβούλευσης» όπως χαρακτηρίσθηκε αρμοδίως ο Απρίλιος θα διατρέξει αναπόφευκτα ολόκληρο τα φάσμα των εκπαιδευτικών προβλημάτων, από το εξεταστικό και την χρηματοδότηση μέχρι την αξιολόγηση και την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή προοπτική, με το φιλόδοξο στόχο της άνοιξης της Παιδείας.

                Ανεξάρτητα από την απροθυμία του δημόσιου διαλόγου η οποία κατεγράφη προσφάτως, δίκην προφάσεων και «ιδεολογικών» προσχημάτων στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου, δύσκολα θα παρεμποδισθεί πλέον η αναγκαία συζήτηση των φορέων και της κοινωνίας σχετικά με τα φλέγοντα ζητούμενα.

                Το εξαιρετικό συνέδριο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βόλο το περασμένο Σαββατοκύριακο αναφορικά με το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτύπωσε για μια ακόμη φορά την απόκλιση των ειδικών και της συντεχνίας αλλά και την φοβία των κράτιστων να ανοίξουν τον διάλογο και με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών σχολείων.

                Το ενδιαφέρον κείμενο εργασίας του Π.Ι. που εμφανίσθηκε στον τύπο ως εισήγηση προς το Υπουργείο Παιδείας με θέμα τις αυτονόητες αλλαγές στο Λύκειο, επικρίθηκε άμα τη εμφανίσει καθώς διαπιστώθηκε αμέσως από τους οπαδούς της εκπαιδευτικής νόρμας ότι ευνοεί τα φροντιστήρια και ωθεί ως εκπαιδευτικός δαρβινισμός τους μαθητές στην τεχνική εκπαίδευση, και στην μαζική απόρριψη.

                Όσοι ατυχώς επιχειρούν να συνδέσουν την μορφωτική αυτοτέλεια του σχολείου και την προοπτική της αναβάθμισης του με την ταυτόχρονη εξαφάνιση των φροντιστηρίων θα παλινδρομούν αενάως–όπως γίνεται δεκαετίες τώρα–ανάμεσα στην αναγκαία αξιολόγηση και στα προβλήματα που συνεπάγεται η εξαφανισή της.

                Η φετινή εμπειρία είναι προδήλως οδυνηρή καθώς η κατάργηση των εξετάσεων της Β΄ Λυκείου δεν επέφερε προφανώς την αναβάθμιση της τάξης αλλά μάλλον επιδότησε την ραθυμία και την χαλαρότητα όλων.

                Η οποία απόπειρα ανύψωσης του επιπέδου στο σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο του σχολείου θα στηριχθεί αναπόφευκτα και στο παράλληλο φροντιστηριακό έργο. Η ομολογία των πρωταγωνιστών της μεταρρύθμισης Αρσένη ότι χωρίς τους φροντιστές τα ποσοστά της σχολικής αποτυχίας θα ήταν τραγικά υψηλά δεν αποτελεί μια ιστορική δικαίωση μόνο αλλά και την ευκαιρία μιας διαφορετικής ανάγνωσης, για τον ρόλο του ελληνικού φροντιστηρίου, που επιλέγεται καθημερινά από την συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών της λυκειακής βαθμίδας.

                ΄Ένα σχολείο χωρίς αξιολόγηση και βαθμούς ελευθερίας και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν αποτιμά την προσφορά των μάχιμων εκπαιδευτικών κυνηγώντας χίμαιρες, υποδηλώνει ή επικίνδυνη αφέλεια ή την εκ προμελέτης ανάδειξη ανύπαρκτων απειλών οι οποίες περιχαρακώνουν το ράθυμο βόλεμα.

                Η απόπειρα τέλος να βγάλουμε το πρόβλημα της πρόσβασης από την αυλή του Λυκείου και να το μεταθέσουμε στα προπύλαια του Πανεπιστημίου χωρίς προαπαιτούμενα και αδιάβλητους θεσμούς θα ολοκληρώσει την απαξίωση αμφοτέρων.