Ο Πανάρετος Έγραψε…

Ο νέος Γενικός Γραμματέας της Παιδείας κάνει πράξη την άμεση δημοκρατία του διαδικτύου και αναρτά σχεδόν καθημερινά σκέψεις και ημερήσιους απολογισμούς. Η σημερινή του ανάρτηση έχει σχέση με τα φροντιστήρια και τις εξετάσεις και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η πολιτική στην παιδεία και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η κλασική πολιτική προτεραιότητα στο Yπ. Παιδείας και μια από τις πρώτες ενέργειες των πολιτικών του ηγεσιών όταν αναλαμβάνουν τις ευθύνες του υπουργείου, είναι η διαμόρφωση ενός νέου συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Αυτό συνδυάζεται με την προσπάθεια ανταπόκρισης στο (δίκαιο και εύλογο) αίτημα της κοινωνίας για περιορισμό των φροντιστηρίων.

Βέβαια αυτός είναι και ένας «εύκολος» τρόπος να φανεί ότι το Υπουργείο παράγει «μεταρρυθμίσεις». Εύκολος υπό την έννοια ότι αποτελεί ρύθμιση και όχι πραγματική αλλαγή: το εξεταστικό είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Και αν δεν κοιτάξουμε τι βρίσκεται κάτω από το νερό, οποιοδήποτε και να είναι το εξεταστικό σύστημα, θα βρίσκουμε τα ίδια προβλήματα μπροστά μας.

Την άποψη αυτή την έχω διαμορφώσει μετά από χρόνια εμπειρίας και έχω πεισθεί για το λάθος της προσέγγισης αυτής, για μια σειρά από λόγους.

Πριν εξηγήσω την άποψη μου θα δοκιμάσω μια ιστορική αναδρομή που θα βοηθήσει την επιχειρηματολογία μου.

Οι περισσότεροι υπουργοί Παιδείας ξεκίνησαν με αυτό ως πολιτική. Μερικοί μάλιστα, το συνδύασαν με τον στόχο της κατάργησης των φροντιστηρίων. Ποιό είναι το αποτέλεσμα; Σε κάθε τέτοια προσπάθεια, τα φροντιστήρια γίνονται περισσότερο αναγκαία και όλοι συζητούν για το «νέο σύστημα». Και όταν ο βασικός στόχος μιας πολιτικής αποτυγχάνει, όλα τα άλλα είναι ακαδημαϊκή συζήτηση.

Παρενθετικά μάλιστα θα έλεγα ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι όποτε ανακοινώνεται ένα νέο σύστημα, η πελατεία των φροντιστηρίων διευρύνεται. Και αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο. Τα φροντιστήρια, ως ιδιωτικές μονάδες, προσαρμόζονται ευκολότερα και ταχύτερα στα νέα δεδομένα. (Θυμάμαι το 1995 όταν θέσαμε σε δημόσιο διάλογο την πρόταση για το Εθνικό απολυτήριο, η ένωση φροντιστών παρουσίασε ταχύτατα ένα φυλλάδιο που ανέλυε το σύστημα!)

Είναι φανερό λοιπόν ότι όλες οι προηγούμενες προσπάθειες απέτυχαν. Γι’ αυτό άλλωστε συζητάμε πάλι σήμερα μετά τις εκλογές, -όπως και πριν τις εκλογές- για το ίδιο θέμα.

Ποιοί είναι οι λόγοι της αποτυχίας;

Το σύστημα πρόσβασης είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Είναι το μεταβατικό στάδιο μιας εκπαιδευτικής φάσης και η απαρχή μια άλλης. Για να είναι επιτυχές, πρέπει ικανοποιεί τους στόχους που είχαν τεθεί για την μαθησιακή διαδικασία στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και να διασφαλίζει ότι τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, η άλλη πλευρά την διάβασης, θα υποδέχονται τους φοιτητές που θα ήθελαν να εκπαιδεύσουν.

Έχει συμβεί ποτέ αυτό; Θα έλεγα όχι. Όταν στην αρχή κάθε χρονιάς κυνηγάμε τα κενά στα σχολεία, τις αποσπάσεις και την πρόσληψη ωρομισθίων, την αποστολή του μοναδικού βιβλίου για κάθε μάθημα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όταν δηλαδή δεν έχουμε εξασφαλίσει την σωστή εκπαιδευτική διαδικασία στο γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο άλλο βήμα.

Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ούτε αν από την άλλη πλευρά δεν επιτρέψουμε στα Ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να έχουν την αποκλειστική ευθύνη διαμόρφωσης του τρόπου λειτουργίας τους με κοινωνική λογοδοσία και με την δυνατότητα να μπορούν να καθορίζουν την φυσιογνωμία των φοιτητών που θέλουν να εκπαιδεύουν.

Αυτά προηγούνται. Όταν αυτό το πλαίσιο διαμορφωθεί, η επιλογή συστήματος μετάβασης από την μια βαθμίδα στην άλλη είναι ένα τεχνικό θέμα που μπορεί να διαμορφωθεί από ειδικούς, χωρίς κομματικές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ελάχιστες είναι οι χώρες στις οποίες το σύστημα πρόσβασης αποτελεί εθνικό θέμα.

Γιατί βέβαια, δεν μπορεί να είναι θέμα εθνικού διαλόγου αν οι υποψήφιοι εξετάζονται σε 4 ή 6 μαθήματα ή αν θα υπάρχει τράπεζα θεμάτων ή αν οι εξετάσεις είναι εθνικές ή περιφερειακές.

ΥΓ. Και μια αναφορά στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα. Έχουν αναχθεί σε εικονικό εχθρό ενώ ταυτόχρονα όλοι προσφεύγουν σε αυτά.

Τα φροντιστήρια είναι δύσκολο να εκλείψουν όταν υπάρχει διαγωνισμός για περιορισμένες θέσεις σε σχολές υψηλής ζήτησης. Τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα παρέχουν την ευχέρεια εκμάθησης τεχνικών για την αντιμετώπιση εξετάσεων. Δυστυχώς, στην χώρα μας (ακόμα και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), έχουμε αναγάγει τις εξετάσεις και τον χρόνο φοίτησης σε μοναδικό κριτήριο αποτίμησης της γνώσης των αποδεκτών της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εξ’ ου και η άνθηση των φροντιστηρίων. Και έχουμε φροντιστήρια και για τα πανεπιστήμια και για το ΑΣΕΠ και οπουδήποτε αλλού γίνεται διαγωνισμός.

Ο περιορισμός της ανάγκης προσφυγής στα φροντιστήρια δεν μπορεί να γίνει ούτε με εξαγγελίες ούτε με διοικητικά μέτρα. Ούτε βέβαια με κρατικά φροντιστήρια.
Ο περιορισμός (και όχι η εξάλειψη), θα επιτευχθεί όταν η ποιότητα της δημόσιας (αλλά και της ιδιωτικής) εκπαίδευσης βελτιωθεί

 

 

Η Πρόταση Μπαμπινιώτη και το Φροντιστήριο

 Στο «Βήμα της Κυριακής» η Μάρνυ Παπαματθαίου ξεκλειδώνει την πρόταση του κ. Μπαμπινιώτη και απαριθμεί επτά σημεία «κλειδιά». Η πρόταση συνεπικουρούμενη από τις αλλαγές στη δομή του Λυκείου είναι ρεαλιστική, λειτουργική και εφικτή με τα σημερινά δεδομένα. Για να είμαστε όμως αντικειμενικοί και προσγειωμένοι «η πίεση και το κόστος» θα εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν και το Λύκειο και τη διαδικασία της πρόσβασης στην τριτοβάθμια.

Το φροντιστήριο θα εξακολουθεί να έχει σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο στη λυκειακή ζωή και τις εξετάσεις καθώς κάθε απαιτητική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το ενδυναμώνει. Το καλό σχολείο επιβάλλει το καλύτερο φροντιστήριο. Το ολοήμερο Λύκειο που οι κρατιστές ονειρεύονται αποτελεί ήδη μια αναμφισβήτητη  πραγματικότητα καθώς τα παιδιά μας το πρωί κοινωνικοποιούνται και μαθαίνουν στο κρατικό σχολείο και το απόγευμα κατανοούν και εμβαθύνουν στο ιδιωτικό φροντιστήριο.

Η αφέλεια μερικών ότι θα εξαφανίσουν με μαγικές συνταγές το φροντιστήριό μου θυμίζει τον «σύντροφο Υπουργό Πέτρο» που το 2000 εντελώς εμπιστεύτηκα έλεγε σε φίλο του Φροντιστή στην Ιεράπετρα «ψάξε να βρεις δουλειά». Η ρομαντική αφέλεια ή το όραμα μιας παιδείας χωρίς το ιδιωτικό φροντιστήριο είναι το όραμα εκείνων που επιθυμούν μια κοινωνία του απόλυτου κράτους.

Αν το σχολείο γίνει καλύτερο το φροντιστήριο δυναμώνει και το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα μεγιστοποιείται. Η αρμονική συνύπαρξη κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας μπορεί να διασφαλίσει το δημόσιο αγαθό της παιδείας.

Αν όμως το σχολείο εξακολουθήσει να βυθίζεται στη δίνη ενός συγκεντρωτικού κρατισμού τότε το φροντιστήριο θα επιβληθεί απολύτως χωρίς να σχετίζεται με τις εξετάσεις και τις τεχνικές τους αλλά με τις προαπαιτούμενες γνώσεις της επόμενης βαθμίδας. Έτσι και αλλιώς το δημόσιο αγαθό της γνώσης δεν παράγεται πια μονοπωλιακά από το κράτος.

Δείτε τα επτά «κλειδιά» του Μπαμπινιώτη και θα επανέλθουμε για να αποδείξουμε ότι το «δίλλημα» είναι «απαιτητικό σχολείο και καλό φροντιστήριο» ή «αποδιοργανωμένο Λύκειο και κραταιό φροντιστήριο». Εμείς είμαστε μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. 

Η πρόταση του κ. Μπαμπινιώτη, η οποία αναμένεται ότι θα έχει και βαρύνουσα σημασία στη συζήτηση που θα διεξαχθεί ενώπιον του Συμβουλίου, περιλαμβάνει επτά σημεία«κλειδιά». Συγκεκριμένα:

1. Διενέργεια εισαγωγικών εξετάσεων μετά τη λήψη του απολυτηρίου της Γ΄ τάξης του Λυκείου, το οποίο πρέπει να αναβαθμιστεί και να θεσπιστεί ο θεσμός του εθνικού απολυτηρίου. Συνεπώς, κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην Γ΄ τάξη του Λυκείου.

2. Οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης θα πρέπει να διενεργούνται από ειδικό μόνιμο εξεταστικό φορέα, από το εθνικό κέντρο αξιολόγησης, το οποίο θα αποτελεί ανεξάρτητο φορέα που δεν θα συνδέεται με το υπουργείο Παιδείας. Θα είναι όμως στελεχωμένο με εκπαιδευτικούς ειδικευμένους στην αξιολόγηση, σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς που θα προέρχονται από αντίστοιχες ειδικότητες. Το κέντρο αξιολόγησης θα λειτουργεί με τράπεζα θεμάτων, τα οποία συνεχώς θα ανανεώνονται.

3. Οι υποψήφιοι θα έχουν δικαίωμα να προσέρχονται στις εξετάσεις που θα διενεργεί το εθνικό κέντρο αξιολόγησης τρεις φορές τον χρόνο (Σεπτέμβριο- Ιανουάριο- Ιούνιο). Επιτρέπεται η βελτίωση της βαθμολογίας τους, ενώ κάθε επαναληπτική εξέταση θα υπόκειται και σε αφαίρεση μορίων.

4. Για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια θα λαμβάνεται υπόψη σε σημαντικό ποσοστό η συνολική επίδοση των μαθητών και στις τρεις τάξεις του λυκείου. Η επίδοση θα καθορίζεται από περιφερειακά τεστ που θα διενεργούνται από το εθνικό κέντρο αξιολόγησης στην Α΄ και στη Β΄ τάξη του Λυκείου, σε συνδυασμό με την προφορική αξιολόγηση και τον φάκελο του μαθητή. Εφόσον η αξιολόγηση της επίδοσης διαφέρει από την αξιολόγηση στις εισαγωγικές εξετάσεις, η διαφορά θα ρυθμίζεται με ειδικό αλγόριθμο.

5. Οι εισαγωγικές εξετάσεις θα περιλαμβάνουν τέσσερα αντικείμενα, κατά επιστημονική ειδικότητα, με δυνατότητα επιλογής και συνδυασμό περισσοτέρων αντικειμένων για την εισαγωγή σε παρεμφερείς σχολές.

6. Η ύλη των εξετάσεων θα προέρχεται από τα τρία έτη της ύλης που διδάσκεται στο λύκειο.

7. Στον προσδιορισμό της ύλης, καθώς και στα στελέχη του εθνικού κέντρου αξιολόγησης, θα συμμετέχουν τα αντίστοιχα τμήματα των ΑΕΙ. Τα τμήματα των ΑΕΙ θα καθορίζουν επίσης το ύψος της βαθμολογίας για την εισαγωγή φοιτητών στο οικείο πανεπιστήμιο.

 

Καταργείται η Βάση του 10.

 Οι κυβερνητικές αλλαγές επιφέρουν ενίοτε "επαναστατικές ανατροπές" ως πράξεις αυτόεπιβεβαίωσης και εξουσιολαγνείας χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια και ευδιάκριτους στόχους.

Το 2004 η Ν.Δ. κατάργησε τις εξετάσεις της Β’ Λυκείου ενώ ταυτόχρονα επέβαλε στην επόμενη τάξη το βαθμολογικό όριο του δέκα. «Να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι» ή καλύτερα το αντίστροφο «πρώτα τον γλύκανε και μετά τον πίκρανε» όπως λένε στον Τύρναβο.

Η αντινομία έγινε φανερή από το αποτέλεσμα καθώς χιλιάδες θέσεις στα ούτως ή άλλως υπολειτουργούντα ΤΕΙ της περιφέρειας έμειναν κενές αφαιρώντας κάθε πρόσχημα λειτουργίας τους. Η πανθομολογούμενη χαλάρωση των μαθητών στη Β΄Λυκείου επέφερε τα χειρότερα αποτελέσματα στις δοκιμασίες της τελευταίας τάξης καθώς οδηγηθήκαμε σε εξετάσεις της μιας και καθοριστικής φοράς.

Δε χρειάζεται να θυμηθούμε τους αστείους λόγους που επικαλέσθηκε ο ξεχασμένος πια από το πολιτικό προσκήνιο Γεώργιος Καλός. Οι πολιτικοί που δεν έχουν όραμα και στρατηγική σύντομα εξαφανίζονται αλλά το πρόβλημα παραμένει.

Η κατάργηση των εξετάσεων έγινε τότε γιατί τις είχε θεσπίσει ο «κακός» Αρσένης και τις διατήρησε ο επόμενος «διαχειριστής» της Μητροπόλεως και η τότε ηγεσία έπρεπε να κάνει κάτι διαφορετικό που να υποδηλώνει την παρουσία της.

Η παρούσα πολιτική ηγεσία δέχεται μεγάλες πιέσεις από τα περιφερειακά ΤΕΙ, τοπικούς άρχοντες της αυτοδιοίκησης και τοπικούς βουλευτές για άμεση κατάργηση «της βάσης του δέκα» και σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του ιστολογίου από τους διαδρόμους της Βουλής «ο κύβος ερρίφθη».

Με κύριο επιχείρημα το λογικοφανή ισχυρισμό ότι «θεωρούμε ανάξιους για τα ΤΕΙ της περιφέρειας εκείνους που τελικά εγγράφονται σε ιδιωτικά κολλέγια και ξένα πανεπιστήμια της Τσεχίας και της Ουγγαρίας…» η κατάργηση του βαθμολογικού ορίου θα είναι μια πράξη – πυροτέχνημα επικοινωνιακού λαϊκισμού. Γιατί ανεξάρτητα από το πόσοι θα έχουν το δικαίωμα εγγραφής στα αποδεκατισμένα ΤΕΙ της Κοζάνης σημασία θα έχει πόσοι τελικά θα παρακολουθήσουν τις σπουδές και με ποια εχέγγυα ανταποδοτικότητας.

Η ποιητική ταύτιση του λαϊκού άσματος «τι Λωζάννη, τι Κοζάνη» αναφορικά με το κόστος και την αξία του πτυχίου έχει προ πολλού απαντηθεί από την κοινωνία που επιλέγει τα κολλέγια και τα ξένα πανεπιστήμια ακολουθώντας το παράδειγμα των πολιτικών της ταγών.

Η νέα πολιτική ηγεσία πρέπει να αντισταθεί στους μέντορες του λαϊκισμού και των συντεχνιών και να μην αναλωθεί σε αποσπασματικά εφήμερα μέτρα που θα αποδειχθούν αναποτελεσματικά για την περιφέρεια και οδυνηρά για τους μαθητές  αυτής της χώρας.

Η νέα πολιτική ηγεσία οφείλει να αντισταθεί στον πειρασμό «των καταργήσεων» αυτοεπιβεβαίωσης και να δει το εξεταστικό και το χωροταξικό των ΑΕΙ και ΤΕΙ χωρίς τις συντεχνιακές παρωπίδες των ημέτερων.

Το πρόβλημα δεν είναι η βάση του 10 αλλά το σχολείο – πρωινό και απογευματινό για να μην αισθάνεται κανένας στο απυρόβλητο – που προάγει την αμάθεια.

Υ.Γ.1. Η είδηση της κατάργησης του 10 δεν είναι αποκλειστική · τη συζητάνε πολλοί επαΐοντες βουλευτές, εκπαιδευτικοί συντάκτες και την υπαινίχθηκε η χθεσινή Καθημερινή. Η διευκρίνιση όμως είναι αναγκαία γιατί το ιστολόγιο δε διεκδικεί δάφνες αποκλειστικών ειδήσεων αλλά καταθέτει τη γνώμη και την αγωνία των Φροντιστών, για τα τεκταινόμενα.

Υ.Γ.2. Σύντροφε Οδυσσσέα εκείνη η αποστροφή της Άννας από το βήμα της Βουλής για ολοήμερο Γυμνάσιο και Λύκειο μέχρι τις 4:30 το απόγευμα, με την τσάντα στο σχολείο λες να ισοδυναμεί με την επιθυμία «κρατήστε τους στο σχολείο για να μην πάνε στο φροντιστήριο;»

Υ.Γ.3. Σύντροφε Οδυσσέα δεν επιχαίρω για την πολιτική εξαφάνιση του Καλού αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω ότι το 2004 σ’ ένα κατάμεστο Park μας υποσχέθηκε ότι θα είμαστε ισότιμοι στο ΕΣΥΠ και μετά το έκανε γαργάρα χωρίς μάλιστα να μας ζητήσει μία συγγνώμη. Εμείς είμαστε αφελείς ή εκείνος αναξιόπιστος;

Υ.Γ.4. Μπράβο στον Πανάρετο που ενημερώνει και μετεκλογικά το blog του · και επειδή πρέπει να τα λέμε όλα μάλλον καταγράφει αυξημένη επισκεψιμότητα ιδίως από άσπονδους φίλους του, από το καθηγητικό σινάφι, που τον κοίταζαν στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ όπως κοιτάμε τους προφήτες από τον τόπο μας… Μερικοί τον ψέγουν και για την ορθογραφία αγνοώντας ότι στις ταχύτητες του Internet επιτρέπονται και τα γλωσσικά και ορθογραφικά ατοπήματα. Αρκεί να είμαστε αληθινοί και φρέσκοι.

 

Η Διαίρεση ως Πράξη Παιδείας [Άρθρο στον Κόσμο του Επενδυτή]

Πράξη πολιτικής ευθύνης και δείγμα γραφής της νέας ηγεσίας της παιδείας υπήρξε η ακύρωση των αδιαφανών προεκλογικών προσλήψεων χιλιάδων εκπαιδευτικών στο πρόγραμμα της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης. Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει: 45 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο ξοδεύονται στον βωμό των κρατικών φροντιστηρίων. Χωρίς καμία επίσημη αξιολόγηση το πρόγραμμα έχει εξελιχθεί την τελευταία δεκαετία σε μέσο απόκτησης ψιχίων προϋπηρεσίας χιλιάδων αδιόριστων καθηγητών. Το πολιτικό μας σύστημα έχει μετατρέψει τον άνεργο απόφοιτο των καθηγητικών σχολών σε επαίτη μιας ελάχιστης προϋπηρεσίας με πενιχρές αποδοχές που καταβάλλονται στην καλύτερη περίπτωση ένα χρόνο αργότερα. Πέρα από την απαράδεκτη αυτή πελατειακή ομηρία με το απατηλό όνειρο του διορισμού η Π.Δ.Σ. λειτουργεί ερήμην των μαθητών και της κοινωνίας. Κανένας μαθητής και κανένας γονιός δεν επιλέγει με εμπιστοσύνη ως προς το αποτέλεσμα τα κρατικά φροντιστήρια, ιδίως στην τελευταία λυκειακή τάξη που είναι κρίσιμη για τις πανελλαδικές εξετάσεις και την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η συνολική αναθεώρηση του προγράμματος είναι αναγκαία με στόχο και την οικονομική ανακούφιση της οικογένειας αλλά και την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, καθώς από τα περιζήτητα τμήματα της τριτοβάθμιας απουσιάζουν τα παιδιά που προέρχονται από τις ασθενέστερες τάξεις και τα φτωχά στρώματα.

Η δημόσια δαπάνη για τα ψευδεπίγραφα «δωρεάν» κρατικά φροντιστήρια μπορεί να διαιρεθεί, με το πλήθος των υποψηφίων από δοκιμαζόμενες οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων για να προκύψει μια ουσιαστική συνδρομή υπέρ αδυνάτων, μέσω διατακτικών.

Η εποχή της ομοιομορφίας στη χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και οι διατυμπανιζόμενες πανταχόθεν «ίσες ευκαιρίες» μπορούν να διασφαλισθούν μόνο με την επιλεκτική ενίσχυση των αδυνάτων.

Χαρακτηριστικό και επίκαιρο είναι το παράδειγμα της καθολικής χρηματοδότησης των μαθητών της Α’ Γυμνασίου για την αγορά φορητών υπολογιστών. Δε μπορούμε ως κοινωνία να επιδοτούμε εξ ίσου πλούσιους και φτωχούς. Το ποσό δεν επαρκεί για τους φτωχούς και περισσεύει για τους πλούσιους που μετατρέπουν την διατακτική των φορητών σε ψυχαγωγικά «γκάτζετ».

Η βούληση να επιδοτούμε δημόσιες αξίες που παράγονται στην ιδιωτική παιδεία της γνώσης δεν απουσιάζει από την πολιτική φιλοσοφία του πρωθυπουργού και πολλών στελεχών της νέας κυβέρνησης.

Όσο για τα κρατικά φροντιστήρια ας λειτουργήσουν στη βάση του υγιούς ανταγωνισμού, της ισότιμης και δημοκρατικής επιλογής.

Η διαίρεση ως πράξη παιδείας οφείλει να γίνεται με διαιρετέο το ποσό της δημόσιας δαπάνης και διαιρέτη τον αριθμό των δοκιμαζόμενων συμπολιτών μας.

Η διαιρετότητα σε κάθε περίπτωση αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα της παιδείας μας, καθώς εμείς οι ταπεινοί φροντιστές που δεν καταγράφουμε εκπαιδευτική προϋπηρεσία δημοσίως αναγνωριζόμενη αλλά κοινωνικώς επιλεγόμενη, υποδεχόμαστε κάθε Σεπτέμβρη μαθητές στη Β’ Λυκείου που αδυνατούν να κάνουν την πράξη της διαίρεσης …      

Γ. Χατζητέγας

 

 

Ο Φόβος της Κριτικής

Γιατί είναι τόσο δύσκολο για πολλούς εκπαιδευτικούς να αντιμετωπίσουν την κριτική; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει η Jeannette Otto με επιχειρήματα που αναδεικνύουν την ομοιότητα των προβλημάτων της εκπαίδευσης και το φόβο της κριτικής και της αξιολόγησης σε όλο τον κόσμο… Δείτε το σχετικό άρθρο.

Στη Γερμανία το επάγγελμα του εκπαιδευτικού βάλλεται τα τελευταία χρόνια από πολλές κατευθύνσεις. Πρώτο πλήγμα ήταν η μέτρια αξιολόγηση των Γερμανών μαθητών από την έρευνα Pisa . Στη συνέχεια είδαμε ένα βιβλίο με τίτλο Το βιβλίο του εχθρού των δασκάλων (Lehrerhasser-Buch) να γίνεται μπεστ σέλερ. Επιπλέον, στο YouTube κυκλοφορούν βιντεάκια γυρισμένα από μαθητές μέσα σε σχολικές τάξεις, αλλά και πολλά άλλα δυσφημιστικού ή απειλητικού περιεχομένου με στόχο εκπαιδευτικούς. Τελευταία, στο portal με όνομα «Spickmich», οι μαθητές βαθμολογούν τους δασκάλους και τους καθηγητές τους, ενώ στην ιστοσελίδα «Schulradar» γονείς «ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους» με τα σχολεία των παιδιών τους.

Η ανωνυμία που προσφέρει το Διαδίκτυο κάνει πάρα πολύ εύκολη την άσκηση κριτικής παντός είδους και την εκτόνωση κάθε είδους συναισθημάτων. Οι εκπαιδευτικοί παρακολουθούν με λιγότερη ή περισσότερη ψυχραιμία τις εξελίξεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αισθάνονται φοβισμένοι και αβοήθητοι. Πολλοί κλείνονται στον εαυτό τους. Άλλοι απειλούν να βγάλουν κι αυτοί με τη σειρά τους βαθμολογίες μαθητών στο Διαδίκτυο ή αποφασίζουν να κάνουν μήνυση στο «Spickmich». Συγκεκριμένα, σε σχέση με το «Spickmich», πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι αξιόπιστο, γιατί δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν οι βαθμοί που δίνονται προέρχονται όντως από μαθητές ούτε αν κάθε μαθητής έχει βαθμολογήσει μία μόνο φορά. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί νιώθουν ότι στο «Spickmich» προσβάλλεται η προσωπικότητά τους και τα προσωπικά τους δεδομένα.

Οι αντιδράσεις αυτές κρίνονται ίσως υπερβολικές αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Die Zeit, το 64% των ερωτηθέντων κρίνουν καλό έως πολύ καλό το έργο των εκπαιδευτικών. Επιπλέον, το 50% των βαθμών που έδωσαν οι μαθητές –900.000 σε σύνολο– στους δασκάλους τους στο «Spickmich» τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είναι πολύ καλοί.

Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι του «Spickmich» υποστηρίζουν ότι προσφέρουν στους μαθητές τη δυνατότητα αξιολόγησης των καθηγητών τους, γιατί αυτοί (δηλαδή οι μαθητές) είναι οι πλέον ειδικοί. Οι εκπαιδευτικοί κατατάσσονται σε κατηγορίες όπως «κάνει καλό μάθημα», «προσιτός και αστείος», «καλά καταρτισμένος», «βάζει καλούς βαθμούς», «καλά προετοιμασμένος», «ανθρώπινος» κ.ά.

Η αλήθεια είναι πως οι εκπαιδευτικοί έχουν συνηθίσει να αξιολογούν και όχι να αξιολογούνται, να ασκούν και όχι να δέχονται κριτική. Υπάρχουν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις σχολείων, όπου η διεύθυνση έχει πάρει πρωτοβουλία για την οργάνωση κάποιου συστήματος ανατροφοδότησης των καθηγητών (π.χ. με ερωτηματολόγια προς μαθητές και γονείς). Εξαίρεση αποτελεί η Βαυαρία, όπου οι καθηγητές αξιολογούνται συστηματικά από τους ιθύνοντές τους. Κατά τα άλλα, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των εκπαιδευτικών που επιδιώκουν από μόνοι τους την αξιολόγηση από μαθητές και γονείς. Ίσα ίσα, πολλοί από αυτούς ενοχλούνται όταν λαμβάνουν σημειώματα με επισημάνσεις από μαθητές ή γονείς. Σπάνια δίνεται στους μαθητές η δυνατότητα να εκφράσουν τη δική τους γνώμη, με αποτέλεσμα η κριτική τους να εκτονώνεται ανώνυμα σε sites όπως το «Spickmich».

Στο σχολείο οι μαθητές φοβούνται να εκφραστούν. Οι καθηγητές είναι αυτοί που θα αποφασίσουν για ποιο είδος σχολείου είναι κατάλληλος κάθε μαθητής , οπότε οι μαθητές φοβούνται μήπως δυσαρεστήσουν τους καθηγητές τους ασκώντας τους κριτική και θέσουν με αυτό τον τρόπο εν αμφιβόλω το μέλλον τους. Για τους ίδιους λόγους σιωπούν και οι γονείς. Όπως αναφέρει η συγγραφέας του βιβλίου Το βιβλίο του εχθρού των δασκάλων (Lehrerhasser-Buch), η ελευθερία έκφρασης των μαθητών «καταστέλλεται» με τιμωρίες και κακούς βαθμούς. Και αντί να ενθαρρύνεται η ασυμβίβαστη σκέψη και το αίσθημα συλλογικότητας, στα σχολεία οι μαθητές γίνονται πιο ντροπαλοί.

Σύμφωνα με τη Marianne Demmer, εκπρόσωπο του συλλόγου Εκπαίδευση και Επιστήμη (Erzeihung und Wissenschaft), ιστοχώροι όπως το «Spickmich» δεν είναι κατάλληλοι για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και, σε τελική ανάλυση, το site αυτό επηρεάζει αρνητικά τη σχολική ζωή. Είναι μεν απαραίτητος ο εκμοντερνισμός του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος, που δεν προνοεί για την ανατροφοδότηση των εκπαιδευτικών, η αλλαγή αυτή όμως πρέπει να γίνει μέσα στα σχολεία, με στενότερη συνεργασία εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων, και όχι απρόσωπα και ανώνυμα μέσω ενός site.

Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι στην περίπτωση των εκπαιδευτικών δεν υπάρχουν μέτρα ή μεγέθη αναφοράς για την αξιολόγηση της επίδοσής τους. Οι απαιτήσεις που έχει κανείς από ένα δάσκαλο είναι πολύ διαφορετικές και τα όρια της ευθύνης του θολά. Αυτό καθιστά τους εκπαιδευτικούς εύκολα θύματα κριτικής, καθώς θα μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς για το καθετί. Οι εκπαιδευτικοί βέβαια γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τους πάντες. Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, είναι πολύ δύσκολο για έναν καθηγητή να παραδεχτεί τις αδυναμίες του. Κάθε διδακτική ώρα είναι γι’ αυτούς μια περιπέτεια και υπάρχει πάντα ο υποσυνείδητος φόβος της αποτυχίας. Περιέργως όμως, αντί να προετοιμάζουν το μάθημα σε ομάδες και να ζητούν τις συμβουλές των μαθητών και της διεύθυνσης του σχολείου για να κάνουν το μάθημά τους πιο ενδιαφέρον, συνήθως δεν επιδιώκουν τη συνεργασία και την ανανέωση των μεθόδων τους. Αυτή η περίπλοκη ψυχολογική κατάσταση περιγράφεται ως «νόσος των εκπαιδευτικών» (ή ως «ναρκισσισμός των εκπαιδευτικών»).

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι περίπλοκος και γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικός. Εκτός από δάσκαλοι, πρέπει να είναι παιδαγωγοί και συμβουλάτορες, να οργανώσουν ημερήσια σχολεία, να κατευθύνουν τα παιδιά στην προετοιμασία εθνικών ή ευρωπαϊκών projects. Επίσης, η νέα φιλοσοφία της εκπαίδευσης κατεβάζει τους εκπαιδευτικούς από το βάθρο τους και περιμένει από αυτούς να ενισχύουν την αυτοπεποίθηση των μαθητών τους και να γίνουν συνοδοιπόροι τους στη ζωή και στη μάθηση. Τα τελευταία πέντε χρόνια, λοιπόν, η πολιτεία προσπαθεί να πείσει τους εκπαιδευτικούς να ανανεώσουν τις μεθόδους τους. Και πάλι όμως οι εκπαιδευτικοί –στην πλειονότητά τους– αντιδρούν αρνητικά ή αμυντικά. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί ότι, αν δε συνεργαστούν, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να αντεπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις, επιβαρύνοντας έτσι συνεχώς την ψυχολογία τους.

Ο Peter Meidinger, πρόεδρος της Ένωσης Φιλολόγων, υποστηρίζει ότι ένα 10% των εκπαιδευτικών δε θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει το επάγγελμα. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζει ότι πρέπει να εισαχθούν τεστ καταλληλότητας στη διαδικασία επιλογής των υποψήφιων δασκάλων. Ωστόσο, η μεγάλη έλλειψη εκπαιδευτικών στη Γερμανία καθιστά το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πολύ ελκυστικό ακόμη και σε άτομα που δεν το αγαπούν, μια και θα τους εξασφαλίσει μια σταθερή θέση στο Δημόσιο.