Το Παγκόσμιο Φροντιστήριο

Με τον τίτλο « Το Παγκόσμιο Φροντιστήριο και το Ολοήμερο Σχολείο» ο σημερινός εορταστικός «Κόσμος του Επενδυτή» και στη σελίδα «Παιδεία», δημοσιεύει ένα άρθρο σταθμό στην πορεία μιας δεκαετίας που ξεκίνησε το 2000 με την πρώτη απόπειρα κατάθεσης της άποψης των Φροντιστών στις φιλόξενες στήλες της εφημερίδας.

Στον απολογισμό μιας δεκαετίας αθροίζονται, ελπίζω με ποιοτικά χαρακτηριστικά, 70 και πλέον παρεμβάσεις για μια καλύτερη παιδεία. Δείτε το άρθρο το οποίο συμπυκνώνει και την παρουσίασή μας στο Συνέδριο των Κυπρίων Φροντιστών. Το παγκόσμιο φροντιστήριο ως πανάρχαιος θεσμός έχει μέλλον γιατί όπως λέει και η UNESCO « το φροντιστήριο υπάρχει επειδή υπάρχει το σχολείο!» Όσο Υπάρχεις θα Υπάρχω σύντροφε Οδυσσέα … Καλό Πάσχα!

Με αφορμή μια ειδική έκδοση για το παγκόσμιο φροντιστηριακό φαινόμενο από το Διεθνές Ινστιτούτο για τον Εκπαιδευτικό Σχεδιασμό της UΝESCO, η οποία μπορεί να αναζητηθεί στο σύνολό της στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.iiep.unesco.org, αποδελτιώνουμε καινοφανείς αντιλήψεις προσέγγισης της παράλληλης διδακτικής στήριξης η οποία έχει επιβληθεί «de facto» στην συνδιαχείριση των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο.

Στο πλαίσιο της έκδοσης σημαντικοί ερευνητές και κοινωνιολόγοι της εκπαίδευσης καταθέτουν έρευνες και εκτιμήσεις. Εντυπωσιακός ο Obeegadoo παρατηρεί: «Το φροντιστήριο εξαπλώνεται γοργά πέρα από όλα τα σύνορα και τις κουλτούρες, Ανατολικά και Δυτικά, μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, μέσα στο πλαίσιο μιας ανησυχητικά αλλόκοτης εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Εκπαίδευσης» και συμπληρώνει αναφορικά με την αναγκαιότητα των φροντιστηρίων «Στη σύγχρονη εποχή της γνώσης, η εκπαίδευση και η ακαδημαϊκή επιτυχία ιδιαίτερα θεωρούνται καθοριστικοί παράγοντες για τις ευκαιρίες της ζωής ενός ατόμου και για την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου. Οι μεταβαλλόμενες αγορές εργασίας και η ποικιλότητα των δεξιοτήτων που απαιτούνται από τις τεχνολογικά ωθούμενες οικονομίες μεταφράζονται σε μια δημόσια αναζήτηση για αυξανόμενα ποικίλες εκπαιδευτικές ευκαιρίες και μονοπάτια».

Περισσότερο διεισδυτικός και στοχευμένος ο Glasman γράφει: «Για τους γονείς που μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά ,το φροντιστήριο είναι ένας τρόπος να «αγοράσουν» τη γαλήνη μέσα στην οικογένεια. Το να βοηθήσεις έναν έφηβο που δεν έχει καταλάβει το μάθημα στο σχολείο δεν είναι εύκολο, ακόμα και αν ο γονέας είναι εξειδικευμένος στο ίδιο αντικείμενο. Στέλνοντας κάποιος το παιδί του σε ένα ιδιωτικό φροντιστήριο, που θα τον βοηθήσουν στη μελέτη του, είναι ένας τρόπος να απομακρύνει τις εντάσεις από το σπίτι. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην ειρήνευση των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας».

Επεκτείνοντας το παραπάνω, ο Glasman παρατηρεί: «Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι ευκολότερο σε μια εξωσχολική δομή παρά μέσα στο ίδιο το σχολείο. Μια εξωσχολική δομή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος ενδιάμεσου μέρους, το οποίο δεν είναι ούτε η οικογένεια, με τις υψηλές προσδοκίες και τις εντάσεις ούτε το σχολείο της αυστηρής βαθμολόγησης. Σε ένα τέτοιο ενδιάμεσο μέσο, οι μαθητές μπορούν να παραδεχτούν ότι δεν έχουν καταλάβει και να διαπιστώσουν τα κενά τους. Στο φροντιστήριο προσπαθούν, κάνουν λάθη και ξαναπροσπαθούν, μπορούν να αποκτήσουν ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μακριά από την ανυπομονησία των γονιών τους και το φόβο των σχολικών ετυμηγοριών».

Η έκδοση της UNESCO προτρέπει τους σχεδιαστές των εκπαιδευτικών πολιτικών να μαθαίνουν από την «σκιά». Ο καθ’ ύλην αρμόδιος Mark Bray αναφορικά με την παγκόσμια «σκιώδη εκπαίδευση» προτείνει: «Οι σχεδιαστές πολιτικών δε θα πρέπει να θεωρούν το φροντιστήριο ως ένα αρνητικό και μόνο φαινόμενο – ένα είδος ζιζανίου που εισβάλλει σε ένα τακτοποιημένο κήπο. Αντίθετα, θα πρέπει να αναρωτηθούν γιατί οι γονείς είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σημαντικά χρηματικά ποσά για να συμπληρώσουν την εκπαίδευση που λαμβάνεται από το δημόσιο σχολείο. Για ποιο λόγο στην πραγματικότητα κάποιοι γονείς θέλουν ιδιαίτερα μαθήματα και γιατί άλλοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τάξεις που μπορεί να έχουν 100 ή ακόμα και 1000 συμμετέχοντες; Τι μπορούν να μάθουν τα δημόσια σχολεία από το γεγονός ότι σε συγκεκριμένες περιόδους, οι τάξεις τους μπορεί να είναι άδειες επειδή οι μαθητές πληρώνουν «μίζες» σε γιατρούς για να δώσουν πιστοποιητικά ασθένειας για να μπορούν να παρακολουθούν τα μαθήματα στα φροντιστήρια; Και τι μπορούν να μάθουν οι σχεδιαστές των πολιτικών από τους φροντιστές που παρέχουν φροντιστηριακά μαθήματα με τη χρήση των νέων τεχνολογιών;»

Η έκθεση της UNESCO φέρνει πιο κοντά λύσεις εκπαιδευτικής συναίνεσης και συνεργασίας ανάμεσα στο πρωινό σχολείο και το απογευματινό φροντιστήριο καθώς αποδεικνύει ότι η αναπόφευκτη συνύπαρξή τους επιγράφεται με το δόκιμο και επίκαιρο τίτλο «Το ολοήμερο σχολείο».

 Γιώργος Χατζητέγας

 

 

Φροντιστήριο: Μύθοι & Πραγματικότητα

Άρθρο της Δήμητρας Αλαμπάνου Μαθηματικού, Γενικής Διευθύντριας του Εκπαιδευτικού Οργανισμού «ΡΟΜΒΟΣ», στο περιοδικό «Go2school» της Απογευματινής της Κυριακής 21/3/2010 το οποίο εκδίδεται με την επιμέλεια της φιλόξενης στους φροντιστές και τις απόψεις τους Λίας Νικητάκη. Η τεκμηρίωση των απόψεων της Δήμητρας προδίδει την απλή τετράγωνη λογική που απαιτείται για τον εξορθολογισμό των εκπαιδευτικών μας ζητημάτων αναφορικά με το φροντιστήριο.

“Η δικαιοσύνη απαιτεί να αναγνωρίσουμε ότι τα φροντιστήρια όχι μόνο βοήθησαν και βοηθούν τα παιδιά μας να ανεβούν τις σκάλες του Πανεπιστημίου, αλλά και το Πανεπιστήμιο το βοήθησαν και το βοηθούν να διατηρήσει σε κάποιο επίπεδο τις σπουδές του”.

Ε. Παπανούτσος

Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, ακούγεται εξαιρετικά αληθινή και επίκαιρη η παραπάνω αναφορά του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, παιδαγωγού και πολιτικού Ευάγγελου Παπανούτσου.

Όλα αυτά τα χρόνια και ενώ έγιναν άπειρες εξαγγελίες,  συντελέστηκαν πολλές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα -τέσσερις φορές, μάλιστα, άλλαξε το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση- συνοδευόμενες από μεγαλεπήβολες ρυθμίσεις για την καθιέρωση της «Δωρεάν Παιδείας», το ιδιωτικό φροντιστήριο κατ’ επανάληψη λοιδορήθηκε και λιθοβολήθηκε, παρόλο που λειτουργεί νόμιμα με άδεια του υπουργείου Παιδείας και, σε πείσμα όλων των στερεοτύπων, έχει ξεπεράσει έναν αιώνα ζωής και προσφοράς στην ελληνική κοινωνία.

Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το υπουργείο Παιδείας θεσμοθετεί το κρατικό φροντιστήριο, που σήμερα υλοποιείται μέσα από την Ενισχυτική Διδασκαλία και την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη.

Ποια είναι, όμως, η ουσιαστική ανταπόκριση και αποδοχή του κρατικού φροντιστηρίου; Σύμφωνα με έρευνα την οποία διενήργησε το 2009 η Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας (ΟΕΦΕ), μόνο το 3,2% των μαθητών το εμπιστεύεται. Αντίθετα, σε αντίστοιχη έρευνα της ΟΕΦΕ (Μάρτιος 2008) από την «Metron Analysis» σε δείγμα φοιτητών, το 84% των ερωτηθέντων απάντησε ότι είχε παρακολουθήσει ιδιωτικό φροντιστήριο για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.

Γιατί, λοιπόν, μας εμπιστεύονται οι μαθητές και οι οικογένειές τους; Ποιοι είμαστε όλοι εμείς οι φροντιστές που επιλέξαμε το «δύσκολο» δρόμο;

1. Αποτελεί επιλογή ενός Εκπαιδευτικού να γίνει φροντιστής ιδρύοντας μια νόμιμη μονάδα με τις απαιτήσεις της πολιτείας, προσφέροντας θέσεις εργασίας, πληρώνοντας φόρους και εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.

2. Αγαπάει αυτό που κάνει, έχει τη δύναμη, το πάθος, την ευαισθησία το μεράκι, δίνει κατάθεση ψυχής καθημερινά για να σταθεί δίπλα στους μαθητές του, δουλεύοντας μέσα από πολλαπλούς ρόλους, άπειρες ώρες που δεν μπαίνουν σε κανένα ωράριο.

3. Είναι ένας δημιουργικός και τολμηρός άνθρωπος που αντλεί δύναμη και ζωτικότητα από τη φρεσκάδα, τα όνειρα και τους στόχους των μαθητών του που καλείται να τα μετουσιώσει σε πράξη ζωής, μέσα από τον, παιδαγωγικό πρωτίστως, ρόλο του.

Τι πραγματικά αισθάνεται ο μαθητής που μετά το σχολείο έρχεται αρκετές ώρες την εβδομάδα στο φροντιστήριο, για να καλύψει τα κενά του, να βοηθηθεί  για να προοδεύσει στο σχολείο του και να προετοιμαστεί για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο;

1. Στήριξη, υποκίνηση, θετική παρότρυνση ώστε να κατανοήσει το μάθημα, να καλύψει τα κενά, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι έχει την υποδομή και τις γνώσεις για να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου ή των πανελλαδικών εξετάσεων.

2. Μαθαίνει να μην πανικοβάλλεται από τα λάθη του, αντίθετα να διδάσκεται μέσα από αυτά, να αξιολογεί τον εαυτό του, να απομυθοποιεί τις γραπτές εξετάσεις και να μη φορτίζεται συναισθηματικά, να διαχειρίζεται δημιουργικά το άγχος του, να οργανώνεται και να δουλεύει μεθοδικά και αποτελεσματικά, κάτι που θα τον βοηθήσει και στη ζωή του.

3. Νιώθει πως από την πρώτη στιγμή που είναι μαζί μας ενδιαφερόμαστε  γι’ αυτόν ανθρώπινα, ειλικρινά. Μέσα από σεμινάρια και τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού, προσωπικές συναντήσεις και εξειδικευμένες εκδηλώσεις προς τους μαθητές μας και τους γονείς τους, προσπαθούμε να αφουγκραστούμε τα όνειρα κάθε μαθητή μας, να «βρούμε» τις κλίσεις και τους στόχους του καθενός και να δουλέψουμε από κοινού γι’ αυτά.

Αξιολογούμαστε καθημερινά και δεν έχουμε δικαίωμα να αποτύχουμε.  Αν δεν ήμασταν αληθινοί, ουσιαστικοί και αποτελεσματικοί σε αυτό που κάνουμε, δεν θα μας εμπιστεύονταν ούτε θα μας πλήρωναν οι γονείς. Με απόλυτο σεβασμό στο δημόσιο σχολείο και τους λειτουργούς του και πιστεύοντας πως ο ρόλος μας είναι συμπληρωματικός στο γνωστικό αντικείμενο, διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές γίνεται ουσιαστικός σε πολλά επιμέρους θέματα, όπου δεν μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα το σχολείο (επαγγελματικός προσανατολισμός, επικοινωνία, ψυχολογική υποστήριξη).

Σήμερα, 10.000 εκπαιδευτικοί λειτουργούν 2.500 νόμιμες φροντιστηριακές μονάδες στη χώρα μας. Παράλληλα, 50.000 επαγγελματίες καθηγητές εργάζονται και ζουν αξιοπρεπώς τις οικογένειές τους, ενώ 150.000 μαθητές μικρομεσαίων οικογενειών μάς εμπιστεύονται κάθε χρόνο και καταφέρνουν να γίνουν επιστήμονες.

Τα φροντιστήρια καταβάλλουν ετησίως αμοιβές στους καθηγητές τους που ξεπερνούν τα 300.000.000€, ενώ από τη νόμιμη αυτή εκπαιδευτική δραστηριότητα αποδίδονται στα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία κάθε χρόνο 200.000.000€ και σε φόρους τουλάχιστον 60.000.0000€.

Μπροστά στις κρίσιμες καταστάσεις που διέρχεται σήμερα η οικονομία της χώρας είναι επιτακτικό να καταπέσουν όλοι οι μύθοι, οι αγκυλώσεις και τα αναχρονιστικά στερεότυπα του παρελθόντος, που εξυπηρετούσαν συντεχνίες και συμφέροντα και να λεχθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Κάθε κρίση αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία να θέσουμε όλα τα ζητήματα σε άλλη βάση, να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε πολύπλευρα, να βρούμε νέες δυναμικές, αλληλεγγύη μεταξύ μας και να πράττουμε αποτελεσματικά.

Οι φροντιστές δεν σταματάμε ποτέ τις προσπάθειές μας να γίνουμε καλύτεροι, να παρέχουμε ποιοτικότερες και αποτελεσματικότερες υπηρεσίες. Με τη συνδρομή της ΟΕΦΕ και της Ομοσπονδίας των Φροντιστηρίων Ξένων Γλωσσών, το 2008 ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) δημιούργησε την Τεχνική Προδιαγραφή 1433: «Υπηρεσίες Εκπαίδευσης – Κριτήρια Αξιολόγησης και ποιότητας υπηρεσιών Φροντιστηρίων Μέσης Εκπαίδευσης και Κέντρων Ξένων Γλωσσών».

Μέσα στο 2009 δεκάδες φροντιστήρια έχουν πιστοποιηθεί και πολλά βρίσκονται ήδη στη διαδικασία πιστοποίησης.

Εμείς, οι εκπαιδευτικοί φροντιστές που πιστεύουμε πως γίναμε φροντιστές για να γίνουμε πάνω απ’ όλα εκπαιδευτικοί και όχι εκπαιδευτικοί για να γίνουμε φροντιστές, έχουμε προτείνει στην επίσημη πολιτεία:

α. Το διαχωρισμό των νόμιμων φροντιστηριακών μονάδων που ελέγχονται από το κράτος ως νόμιμες επιχειρήσεις και ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους και ως προς τα οικονομικά τους.

β. Την εφαρμογή του Πόθεν Έσχες για όλους τους εκπαιδευτικούς και φοροαπαλλαγή της ελληνικής οικογένειας στο ακέραιο των χρημάτων που δαπανά για την εκπαίδευση των παιδιών της.

γ. Να γίνει θεσμοθέτηση των «Κουπονιών Παιδείας» από την Πολιτεία προς τις οικογένειες, οι οποίες θα επιλέγουν πού θα φοιτήσουν τα παιδιά τους για την Ενισχυτική Διδασκαλία και την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη (στα σχολεία ή  νόμιμα πιστοποιημένα φροντιστήρια Μ.Ε.).

δ. Να δοθεί πρόσθετο κίνητρο στους φορολογούμενους για απαλλαγή φόρου, πέραν της κλίμακας, για τις αποδείξεις από τα ιδιαίτερα μαθήματα.

ε. Ένταξη των Φροντιστηρίων Μέσης Εκπαίδευσης στα προγράμματα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Β’ φάση του ΕΣΠΑ.

Στην κοινή συνείδηση το νόμιμο και οργανωμένο φροντιστήριο καταγράφεται ως θεσμός αυξημένης αποδοχής και αξιοπιστίας με έντονο λαϊκό χαρακτήρα. Θεσμός, που λειτουργεί υποστηρικτικά στη μέση ελληνική οικογένεια και εξισορροπητικά στην κοινωνία.

               

 

 

 

 

 

 

Τέσσερις Στόχοι για την Παιδεία

Ο Στέφανος Μάνος στην Καθημερινή της 17ης Μαρτίου 2010 μας δίνει τις μαγικές τέσσερις λέξεις που απουσιάζουν από το εκπαιδευτικό μας γίγνεσθαι ∙ ποιότητα, αποτελεσματικότητα, προσβασιμότητα, εξωστρέφεια…
 

Η εκτίμηση της Δράσης είναι ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υποστηρίζει την έμφυτη τάση των παιδιών να μάθουν, να καταλάβουν και να δημιουργήσουν επειδή επιβραβεύει τον νεκρό τύπο και ποτέ την ουσία. Η εκπαιδευτική και παιδαγωγική πράξη στην Ελλάδα σήμερα, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, είναι, δυστυχώς, ασφυκτικά πνιγερή. Ταυτοχρόνως, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της σπατάλης και της αναποτελεσματικότητας που διέπει το σύνολο της Δημόσιας Διοίκησης στο ελληνικό κράτος.

Με δυο λόγια: το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι επιζήμιο για τα παιδιά και ανοικονόμητο για τους χρηματοδότες του.

Η Δράση προτάσσει τέσσερις στόχους για το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος, τις τέσσερις εκπαιδευτικές βαθμίδες, την επαγγελματική εκπαίδευση και τη διά βίου εκπαίδευση.

Στόχος 1 – Ποιότητα: Θεμελιώδες κριτήριο ποιότητας η ΔΡΑΣΗ θέλει τον βαθμό δημιουργικότητας, πρωτοτυπίας και νέων ιδεών που εκλύεται με τη φροντίδα και συμπαράσταση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Κεντρική αρμοδιότητα για την επίτευξη αυτού του στόχου η Δράση θέλει να έχουν οι εκπαιδευτικοί της πράξης σε κάθε βαθμίδα και κάθε ειδικότητα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αναγνωριστούν ως ειδήμονες παιδαγωγοί, να έχουν σημαντική αυτονομία στην τάξη και αποφασιστικές αρμοδιότητες για την πολιτική και τη διοίκηση της σχολικής τους μονάδας. Πρέπει να έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την επιλογή σχολικών βιβλίων και διδακτικών μεθόδων και πρέπει να υποστηρίζονται στην επαγγελματική τους ωρίμανση συστηματικά σε όλη τους την καριέρα.

Στόχος 2 – Αποτελεσματικότητα: Η οργάνωση και η χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων. Η Δράση προτείνει να μεταφερθεί το διοικητικό επίκεντρο της εκπαίδευσης στη σχολική μονάδα και να χρηματοδοτείται η εκπαιδευτική μονάδα μέσω επιδότησης των γονέων ώστε να γίνει ο γονέας υπεύθυνος και ενεργός συνεργάτης του εκπαιδευτικού ιδρύματος που μεγαλώνει το παιδί του.

Η σημερινή γενική σπατάλη, όπως για παράδειγμα, στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, με την οποία πληρώνονται εκπαιδευτικοί για να αποφεύγουν τη δουλειά τους, πρέπει να σταματήσει.

Στόχος 3 – Προσβασιμότητα (ή ίσες ευκαιρίες): Καμία απολύτως εξαίρεση: ούτε χρώμα ούτε φυλή ούτε φύλο ούτε εθνοτική προέλευση ούτε θρησκεία ούτε κοινωνική θέση ούτε αναπηρία, τίποτα· κανένα παιδί που ζει και κατοικεί στην Ελλάδα, έστω και προσωρινά, δεν μπορεί να εξαιρείται από την πλήρη και ενεργητική φροντίδα του εκπαιδευτικού συστήματος· επιπλέον, με τους ίδιους όρους, κανένας ενήλικος κάτοικος της Ελλάδας, δεν μπορεί να εξαιρείται από οποιαδήποτε εκπαιδευτική υπηρεσία.

Στόχος 4 – Εξωστρέφεια: Το εκπαιδευτικό μας σύστημα οφείλει να ανοίξει στη γεωγραφική γειτονιά μας, στην υπόλοιπη Ευρώπη, στον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός από άριστη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, η αγγλική γλώσσα πρέπει να διδάσκεται ως δεύτερη γλώσσα σε τόσο υψηλό επίπεδο που να εξασφαλίζει στους μελλοντικούς πολίτες της χώρας τη δικαιωματική τους πρόσβαση στις πηγές της παγκόσμιας πληροφορίας και την αβίαστη επικοινωνία με τη διεθνή κοινότητα. Ταυτόχρονα, ο σεβασμός στην εθνοτική ποικιλία της σύγχρονης κοινωνίας της Ελλάδας, επιβάλλει γλωσσική και πολιτισμική διδασκαλία, κατά περίπτωση και κατά την κρίση των υπεύθυνων παιδαγωγών. Το ίδιο πνεύμα πρέπει να εφαρμοστεί και σε όλους τους τομείς· ο εθνοκεντρισμός που κυριαρχεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα αποτελεί περιοριστικό και εκπτωχυντικό παράγοντα.

Στην ιστοσελίδα της Δράσης www.drassi.gr μπορείτε να βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες για τις διαρθρωτικές αλλαγές που προτείνει συνολικά και ανά τομέα και βαθμίδα.

Μην Πυροβολείτε την Παραπαιδεία!

Ένα ενδιαφέρον άρθρο ενός ακόμη πανεπιστημιακού του Βασίλη Κ. Γούναρη, καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. αναφορικά με τα φροντιστήρια. Ο τίτλος του εύγλωττος. Επιτέλους πρυτανεύει η λογική σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους που συνειδητοποιούν τα αδιέξοδα χωρίς να πυροβολούν τους κωπηλάτες της παιδείας. Δείτε το άρθρο και προσέξτε την τελευταία του παράγραφο την οποία την αφιερώνουμε εξαιρετικά σε όλους εκείνους που φοράνε τις αποκριάτικες στολές των εξολοθρευτών της παραπαιδείας όλο τον χρόνο.

Στο δημόσιο λόγο η παραπαιδεία, το φροντιστήριο και τα ιδιαίτερα, παρουσιάζεται ως η ανοιχτή πληγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Όχι μόνον εκτροχιάζει την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά προκαλεί οικονομική αιμορραγία των οικογενειών. Η ιστορία των γενικευμένων ιδιαιτέρων μαθημάτων είναι βραχύβια αλλά των φροντιστηρίων μακρά. Ανέκαθεν λειτουργούσαν και ήταν δύο ειδών: Tα συνοικιακά, που βοηθούσαν τους αδύνατους μαθητές να κατανοήσουν τα μαθήματα της ημέρας και τα κεντρικά, για τους σοβαρούς υποψηφίους. Σκοπό είχαν να καλύψουν και να οργανώσουν την άλλοτε αχανή ύλη των εισαγωγικών εξετάσεων, που μάλιστα δεν διδασκόταν ολόκληρη στα σχολεία της μέσης. Ακόμη και πριν από 30 χρόνια, οι υποψήφιοι που επιτύγχαναν χωρίς διόλου φροντιστήριο ήταν ελάχιστοι και δακτυλοδεικτούμενοι.

Η προσπάθεια να χτυπηθούν τα φροντιστήρια για υποψηφίους, μειώνοντας απλώς την ύλη των εισαγωγικών μόνο στη διδαχθείσα του πλέον βραδυπορούντος λυκείου της χώρας, απέτυχε. Οδήγησε μάλιστα σε γελοία φαινόμενα αφού μια χρονιά, νομίζω το 1984, η ύλη της χημείας ήταν 25 σελίδες! Τελικά –μην με ρωτάτε πότε– η διδακτέα και η διδαχθείσα εξισώθηκαν. Όλοι οι καθηγητές της Γ' Λυκείου οφείλουν να διδάξουν το σύνολο μιας ετησίως οριζόμενης ύλης και το κάνουν απαρέγκλιτα. Αυτή η ύλη δεν ξεπερνά ούτε το 30% της άλλοτε εξεταζόμενης στις εισαγωγικές, όμως, είναι μεγαλύτερη από την άλλοτε ετησίως διδασκόμενη∙ όχι τόσο σε αριθμό σελίδων, όσο στην πυκνότητα των βιβλίων. Οι υποψήφιοι φοιτητές πρέπει να είναι στοιχειωδώς έτοιμοι για το πρώτο έτος στα ΑΕΙ.

Φυσικά στο πρόβλημα εμπλέκονται κι άλλες παράμετροι, όπως η απουσία φιλτραρίσματος των μαθητών επί 12 χρόνια, η ήττα των βιβλίων από τα TV games και η απαξίωση των πτυχίων, θέματα που δεν συνδέονται άμεσα με το εκπαιδευτικό σύστημα ούτε είναι αποκλειστικά ελληνικά φαινόμενα. Όμως, ο βασικός λόγος σταθερής ακμής της ελληνικής παραπαιδείας είναι ότι ο σχολικός χρόνος, σε ημερήσια ή ετήσια βάση, δεν επαρκεί για τη διεξοδική διδασκαλία και εμπέδωση της προβλεπόμενης ύλης σε κανένα μάθημα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η αποτυχία είναι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αλλά ειλικρινά δεν γνωρίζω αν μπορεί ποτέ να βρεθεί χρυσή τομή στο τι πρέπει να ξέρει ένας υποψήφιος π.χ. του Τμήματος Φυσικών Επιστημών ή της Φιλολογίας και στο πόση φυσικοχημεία, αρχαία και λατινικά μπορούν να αφομοιώσουν όλοι οι μαθητές τυχόντος λυκείου με όχι αναγκαστικά χαρισματικούς διδάσκοντες.

Εδώ έγκειται το δεύτερο μέρος του προβλήματος. Ακόμη κι αν οι καθηγητές έχουν την καλή διάθεση και τα προσόντα, οι μαθητές κατά κανόνα δεν την έχουν. Δεν προσέχουν όλοι ούτε ρωτούν ό,τι δεν έχουν καταλάβει. Εκ φύσεως ή ηλικίας οι έφηβοι αποκλείεται να είναι τόσο συγκεντρωμένοι όσο απαιτείται. Η απουσία τακτικών διαλειμμάτων δεν τους βοηθά. Άλλωστε, καμία ουσιαστική απειλή δεν επικρέμαται. Ακόμη όμως κι αν είναι οι μαθητές υποδειγματικοί, οι καθηγητές τους δεν έχουν τον χρόνο να παρακολουθήσουν (πόσο μάλλον να εκμαιεύσουν) και να λύσουν τις απορίες τριάντα εφήβων, ενδεχομένως προϊόντα αδιαφορίας ετών. Ούτε πρόκειται κανείς (γονιός, διευθυντής ή σύμβουλος) να τους εγκαλέσει γι’ αυτό, ακόμη κι αν αδιαφορήσουν απροκάλυπτα.

Το φροντιστήριο, λοιπόν, είναι απαραίτητο και δεν έχει σημασία πλέον αν είναι συνοικιακό ή κεντρικό. Το έμψυχο υλικό και τα ζητούμενα είναι κοινά. Οι μαθητές είναι λίγοι και χωρίς εναλλακτική λύση, οι γονείς αποφασισμένοι να δεχτούν την «καταπίεση» των παιδιών τους γιατί πληρώνουν, και οι διδάσκοντες ανήσυχοι γιατί διακυβεύεται το εργασιακό μέλλον τους. Όλο και κάτι καλύτερο από το σχολείο θα βγει∙ και πράγματι βγαίνει. Είναι η τελευταία γραμμή της εκπαιδευτικής άμυνας σε μια λυσσώδη επίθεση άλωσης του πανεπιστημίου και επιτελεί σωστά ό,τι υπόσχεται. Διδάσκει εξ αρχής και δεν υποστηρίζει απλώς. Γι’ αυτό οι γονείς αισθάνονται ανασφαλείς αν τα παιδιά τους δεν φοιτήσουν στην παραπαιδεία∙ ακόμη κι αν τα στέλνουν σε περιώνυμα ιδιωτικά. Ας σημειωθεί ότι η πληθώρα των πτυχιούχων και ο ανταγωνισμός των ιδιαιτέρων έχει κρατήσει τις τιμές των διδάκτρων σχετικά χαμηλά, ικανοποιώντας έτσι τις αφελείς και παρωχημένες προσδοκίες μιας ολόκληρης κοινωνίας για επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση, μέσω ενός πτυχίου ΑΕΙ.

Στο σημείο αυτό αναγκαστικά ο συλλογισμός μας πρέπει να γίνει συνθετότερος. Το πρόβλημα της δυσαναλογίας ύλης-χρόνου δεν είναι μόνο των υποψηφίων. Για να φτάσει ο μαθητής στο συγκεκριμένο γνωστικό επίπεδο πριν από τις εισαγωγικές των ΑΕΙ χρειάζεται –τυπικά τουλάχιστον— να του προσφερθούν και να αφομοιώσει κατά τα προηγούμενα χρόνια των εγκυκλίων σπουδών του συγκεκριμένες γνώσεις. Ο τρόπος που αυτές συνωστίζονται ετησίως προκαλεί τα ίδια μαθησιακά προβλήματα. Τα τεχνικά ζητήματα (αριθμός μαθητών, διαθέσιμος χρόνος, ποιότητα διδασκόντων) και τα πάμπολλα γνωστικά αντικείμενα εμποδίζουν την εμπέδωση, η οποία όμως είναι απαραίτητη, εφόσον –κακώς— όλοι οι μαθητές κατευθύνονται προς τα ΑΕΙ. Το φροντιστήριο λοιπόν προβάλλει –και είναι– ως η μόνη αξιόπιστη λύση, μάλιστα από την Α΄ Γυμνασίου.

Πρέπει να ομολογήσουμε ότι, στην προσπάθεια να λύσουμε επιμέρους προβλήματα της εκπαίδευσης και της κοινωνίας μας, δημιουργήσαμε ένα φαύλο κύκλο. Η ουσιαστική παράταση της γενικής εκπαίδευσης για 12 χρόνια και η συναφής καταστροφή της τεχνικής καλλιεργούν προσδοκίες για ανώτερες σπουδές σε όλους. Αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά αρνητικό, αν είχε διατηρηθεί το επίπεδο της εκπαίδευσης. Όμως η χαλάρωση, λόγω έλλειψης κοσκίνων, μείωσε τη μαθητική επιμέλεια ανεπανόρθωτα. Τα πολλά γνωστικά αντικείμενα (δεύτερη γλώσσα, οικιακή οικονομία, τεχνικά, μουσική, καλλιτεχνικά και τα συναφή) έδωσαν επαγγελματική διέξοδο σε πολλούς πτυχιούχους, αλλά δημιούργησαν συνωστισμό στο πρόγραμμα. Το πενθήμερο οδήγησε στην περιορισμένη διάρκεια κάθε διδακτικής ώρας. Ήταν αναπόφευκτο πως θα δημιουργούνταν κενά και ότι αυτά τα κενά θα έπρεπε να καλυφθούν τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα.

Καμία από αυτές τις επιλογές δεν αναιρείται πλέον. Εκτός κι αν κάποιος θέλει να προκαλέσει μια κοινωνική επανάσταση∙ ή να προτείνει ένα ευχάριστο, «φινλανδικό» σχολείο γενικών και πρακτικών γνώσεων, αποκομμένο εντελώς από το πανεπιστήμιο, επιλογή όμως που πάλι θα ευνοούσε τα φροντιστήρια. Με αυτά τα δεδομένα η ριζική μείωση των μαθητών ανά τμήμα, στο 1/3 ας πούμε, η επαναφορά αυστηρότερων κριτηρίων αξιολόγησης και η μείωση των υποχρεωτικών μαθημάτων θα ήταν ίσως ή μόνη λύση, πολυέξοδη βέβαια για το κράτος, που θα βοηθούσε όμως παράλληλα στην απορρόφηση των απασχολουμένων στην παραπαιδεία. Γιατί η παραπαιδεία είναι μεν κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα αλλά οι εργαζόμενοι σ’ αυτήν και μάλιστα πολύ σκληρά είμαστε εμείς οι ίδιοι, τα αδέρφια, τα παιδιά και οι φίλοι μας.

 

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ενημερωτικό portal www.newstime.gr

 

 

 

 

 

Ο Παραλογισμός του Φροντιστηρίου

Ένα εξαιρετικό σε επίπεδο τεκμηρίωσης άρθρο του Παντελή Κυπριανού, καθηγητή της ιστορίας της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στην Κυριακάτικη Αυγή της 14ης Φεβρουαρίου, θέτει εξαιρετικά ερωτήματα που προϋπογράφουμε και υπογραμμίζουμε. Με τον αντικειμενικό αρθρογράφο θα διαφωνήσουμε τεκμηριωμένα μόνο στην πεποίθηση του ότι το φροντιστήριο αναδιπλασιάζει τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Θα διαφωνήσουμε ακόμη με τη πρόταση του προς τους γονείς να μη θεωρούν ότι εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στην τύχη τους όταν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την φροντιστηριακή υποστήριξη. Σε κάθε περίπτωση το άρθρο εισάγει τον προβληματισμό στο επίπεδο του ορθολογισμού και της ευπρέπειας παρά σε εκείνο του παραλογισμού στον οποίο παραπέμπει ο τίτλος. Δείτε το και περιμένουμε τα σχόλιά σας.

Η ιστορία και ο παραλογισμός του φροντιστηρίου

Ως κοινωνικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο το φροντιστήριο εμφανίζεται ουσιαστικά το 1922 μετά την ψήφιση του Ν. 2905 (περί οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου) με τον οποίο θεσπίζονται εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι αθηναϊκές εφημερίδες κατακλύζονται από καταχωρήσεις φροντιστηρίων που διαλαλούν τις επιτυχίες τους.

Το 1933, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, αδυνατώντας να ικανοποιήσει τα μισθολογικά τους αιτήματα, επιτρέπει στους «καθηγητές της μέσης» να διδάσκουν ιδιαίτερα μέχρι και τρεις ώρες τη βδομάδα για να συμπληρώσουν το μισθό τους. Όσο διογκώνεται το φροντιστήριο, εκπληρώνει τριπλή λειτουργία: απασχόλησης πτυχιούχων «καθηγητικών» σχολών, ενίσχυσης των εισοδημάτων των διορισμένων εκπαιδευτικών και δραστικό μέσο μη ενασχόλησης με τα «κοινά». Γιατί να διεκδικήσει κάποιος συλλογικά μία αβέβαιη και γλίσχρη μισθολογική αύξηση, όταν μπορεί να βγάλει, γρήγορα και «μαύρα», τα πολλαπλάσια;

Η ακατανόητη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων μεταπολεμικά, μέχρι το 1981, να μην υιοθετήσουν τη διεθνή τάση μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μια συγκυρία οικονομικής ανάπτυξης, τροφοδότησε τόσο τη λεγομένη φοιτητική μετανάστευση στο εξωτερικό όσο και την αστυφυλία, καθώς πολυάριθμοι κάτοικοι μετακινήθηκαν από την επαρχία στην Αθήνα, για να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερες ευκαιρίες για σπουδές.

Ο συγκριτικά μικρός αριθμός των εισακτέων (4.000 κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και 15.000 στα τέλη του 1970), σε μία περίοδο έντονης οικονομικής ανάπτυξης και διόγκωσης των κρατικών υπηρεσιών, εξέθρεψε την αναπαράσταση για το πτυχίο ως το κατεξοχήν κριτήριο αποτίμησης της προσωπικής διαδρομής. Ενισχυμένη από την απουσία οριζόντιας κινητικότητας στο σχολείο και συμπληρωματικών μορφών πρόσβασης στα ΑΕΙ, η εν λόγω αναπαράσταση ξαναζωντάνεψε δοξασίες του 19ου αιώνα, που ήθελαν τον Έλληνα ζηλωτή του σχολείου και των γραμμάτων, πρόθυμο για κάθε θυσία, προσωπική και οικογενειακή, για να προκόψει.

Παραδόξως, η «εξύμνηση» του σχολείου οδήγησε στην απονέκρωσή του. Η άνιση ανάπτυξη των κρατικών υπηρεσιών στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 δεν οδήγησε στη θεμελίωση ενός «κράτους-πρόνοιας», αλλά κατέστησε δυνατή τη γρήγορη απορρόφηση της πλειονότητας των αποφοίτων ΑΕΙ, κατά πρώτο λόγο των «ημετέρων». Έτσι, ενισχύθηκε κι άλλο η εικόνα του πτυχίου-διαβατηρίου για την ανοδική κοινωνική κινητικότητα, η οποία, με τη σειρά της, ανατροφοδότησε τη ζήτησή του. Συνέπεια; Ισχνή συμβολή της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη της χώρας, προσκόλληση στο παρελθόν, διαιώνιση των απαρχαιωμένων σχολικών δομών.

Όλα αυτά εξέθρεψαν το «αναγκαίο κακό», τα φροντιστήρια τα οποία επέτειναν τη διάλυση του δημόσιου σχολείου και δημιούργησαν σειρά από φαινομενικά παράδοξες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με όρους αγοράς, κόστους/οφέλους ή προσφοράς/ζήτησης. Θα περίμενε κανείς ότι ο τετραπλασιασμός των εισακτέων τα τελευταία 30 χρόνια, σε συνδυασμό με τη μείωση του αριθμού των μαθητών, θα οδηγούσε στην αποδυνάμωσή τους. Κάθε άλλο.

Με το χρόνο ο αριθμός των μαθητών στα φροντιστήρια αυξάνει. Μπορεί κάποιες κυβερνητικές πολιτικές, όπως η «μεταρρύθμιση Αρσένη», να συνέτειναν σ' αυτό, δεν εξηγούν, όμως, το φαινόμενο. Πώς γίνεται να κάνουν φροντιστήριο, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους, οι μαθητές των «καλύτερων» και «ακριβότερων» γυμνασίων και λυκείων της χώρας; Πώς γίνεται να κάνουν τα παιδιά φροντιστήρια, ακόμη κι από το νηπιαγωγείο, το οποίο με τη σειρά του σχολειοποιείται;

Είναι προφανές ότι ο κόσμος του φροντιστηρίου συνιστά ένα σύμπαν με δικούς του κανόνες και κώδικες αμοιβαίας αλληλο-αναγνώρισης (η υψηλή τιμή μαρτυρά τον καλό φροντιστή και συνάμα την ευμάρεια της οικογένειας), από το οποίο σύμπαν ζουν χιλιάδες άνθρωποι. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να το διαλύσει, και ενδεχόμενα δεν θα είχε λόγο να το αγγίξει, αν δεν υπομόνευε το δημόσιο σχολείο, τις αρχές και τους ρυθμούς του. Ενδεικτικά, το φροντιστήριο φαντάζει ως θεσμός πιο φιλελεύθερος, λιγότερο καταθλιπτικός και λιγότερο αυστηρός.

Τα προαναφερθέντα δεν είναι από μόνα τους κακά, εφόσον κάποια θα μπορούσε να τα κάνει κτήμα του και το δημόσιο σχολείο, για να καταπολεμήσει την πλήξη και την απώθηση που αισθάνονται πολλά παιδιά γι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι, καθώς τα όρια ανάμεσα στους δύο θεσμούς είναι διαπερατά, λόγω κυρίως της εμπλοκής των εκπαιδευτικών και στους δύο, το σχολείο παραχωρεί όλο και περισσότερο αρμοδιότητές του υπέρ του φροντιστηρίου (όπως ο επαγγελματικός προσανατολισμός), ουσιαστικά δηλαδή αυτό-ακυρώνεται. Έτσι, απονευρώνονται και απο-νομιμοποιούνται μέτρα ορθά, όπως η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη και το Ολοήμερο.

Γιατί δεν αντιδρούν εντονότερα οι γονείς που πληρώνουν ένα τεράστιο τίμημα; Οι λόγοι είναι πολλοί, αρχής γενομένης από την προαναφερθείσα αναπαράσταση του πτυχίου. Ως σημαντικότερο θεωρώ την κοινωνική πίεση, που οδηγεί τους γονείς, ακόμη και τους πιο άπορους, να ταυτίσουν το φροντιστήριο με την τύχη των παιδιών τους και να πιστεύουν ότι αν δεν τα στείλουν τα αφήνουν στη μοίρα τους και τα καταδικάζουν στην αποτυχία. Εδώ ακριβώς έγκειται ο παραλογισμός του φροντιστηρίου.

Ξέρουμε ότι το σχολείο αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το φροντιστήριο, το οποίο λειτουργεί με βασικό γνώμονα το κέρδος: οι εύποροι, οικονομικά και γνωστικά, μαθητές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων, μαθητεύουν στα καλά φροντιστήρια και τους ακριβούς φροντιστές, οι λιγότερο εύποροι στα ανάλογα. Με τον τρόπο αυτό αναδιπλασιάζονται οι αρχικές ανισότητες. Το φροντιστήριο, με άλλα λόγια, δεν βοηθά όλους τους υποψήφιους να μπούνε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντίθετα, διευρύνει τις πιθανότητες αυτών που έχουν ήδη τις περισσότερες πιθανότητες να περάσουν. Έτσι, νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων τα τελευταία χρόνια, παρά την αύξηση του αριθμού των εισακτέων.

Κανένα σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα περιορίσει από μόνο του δραστικά τις κοινωνικές ανισότητες και δεν θα καταλύσει τα φροντιστήρια. Μπορεί, όμως, να κάνει δύο πράγματα: να συμβάλλει ώστε να βγουν οι γονείς από το δίλημμα «μη φροντιστήριο = εγκατάλειψη των παιδιών»∙ και να μην ιεραρχεί θεσμούς και επαγγέλματα, όπως ακριβώς κάνει το ισχύον σύστημα εισαγωγικών με την επικουρία των φροντιστηρίων, οδηγώντας έτσι τους νέους και τις νέες σε επιλογές ασύμβατες με τις δεξιότητες και τις προτιμήσεις τους.

*Ο Παντελής Κυπριανός διδάσκει ιστορία της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών