Η παλίρροια της μνήμης και των προβλημάτων

Η λέξη της χρονιάς «το κύμα του λιμανιού», το καταστροφικό και ανθρωποκτόνο «τσουνάμι» πέρα από την δοκιμασία των ανυπεράσπιστων θέτει με έμφαση τα ερωτήματα: Ποιο ποσοστό από το περίσσευμα της δυτικής ευαισθησίας θα φθάσει τελικά στους αποδέκτες της καταστροφής; Ποια πολιτική θα προστατέψει στο μέλλον τον πλανήτη όχι μόνο από μια απρόβλεπτη φυσική καταστροφή αλλά από την ανισότητα, τον υποσιτισμό και την αμάθεια;Με αυτές τις σκέψεις στο πνεύμα των ημερών και των γεγονότων μπορούμε να επιστρέψουμε στα πλανόδια  χρόνια μικροκύματα της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας.Η ουσιαστική, ριζοσπαστική και εν τέλει δημιουργική ανάπλαση της Παιδείας μας απαιτεί πρωτίστως την συναίνεση των μεγάλων κομμάτων και των εκπαιδευτικών φορέων για να οδηγηθούμε επιτέλους σε ένα διάλογο σύνθεσης χωρίς τις συντεχνιακές λογικές που οδηγούν στην ανάδειξη των προσχηματικών αντιθέσεων και των παράλληλων μονολόγων. Ποιες είναι όμως οι σύγχρονες επιταγές και οι ρεαλιστικές λύσεις που μπορούν να μας καθιερώσουν στην κοινωνία και την οικονομία της γνώσης;

  • Σαρωτική αναδιάταξη του τοπίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με το άνοιγμα του δημόσιου πανεπιστημίου στον ανταγωνισμό και την αξιολόγηση. Η σύγκλιση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τα τρία συν δύο έτη σπουδών θα ήταν καταστροφικό να αποτελέσουν αιτία  συγκρούσεων με τις αστείες θεωρίες του «πτυχίου των φτωχών» όταν όλοι μας γνωρίζουμε την πραγματικότητα με τις ελάχιστες ποιοτικές εξαιρέσεις. Το οριστικό κλείσιμο δεκάδων προβληματικών τμημάτων που παγιδεύουν τις φιλοδοξίες των εφήβων στο όνομα των σπουδών απαιτεί τη θαρραλέα υπέρβαση του πολιτικού κόστους.
  • Το διαχρονικό εξεταστικό ζήτημα της πρόσβασης πρέπει να αποδεσμευθεί από την κοντόφθαλμη επιδίωξη της εξαφάνισης των φροντιστηρίων γιατί οι αλχημιστές αενάως διαψεύδονται καθώς δε γνωρίζουν και δεν έχουν κατανοήσει την παιδευτική και μαθησιακή λειτουργία ενός κοινωνικού θεσμού που πραγματώνει ουσιαστικά δεκαετίες τώρα το ολοήμερο σχολείο. Η διαδικασία της πρόσβασης πρέπει να αποδεσμευθεί από την προαγωγή και την απόλυση χωρίς όμως το Λύκειο ως εκπαιδευτική βαθμίδα να απαξιωθεί.
  • Οι εξετάσεις στο δημοτικό και στο γυμνάσιο είναι απολύτως αναγκαίες αν αναλογισθεί κανείς τις επιδόσεις των 15χρονων μαθητών μας στον καθιερωμένο διεθνή διαγωνισμό Pisa. Η Ελλάδα είναι η τελευταία από τις χώρες – μέλη της Ε.Ε. στον σχετικό πίνακα στα μαθηματικά. Η τραγική αυτή κατάσταση βελτιώνεται βέβαια στο Λύκειο με την φροντιστηριακή κυρίως συνδρομή – καθώς ο διεθνής αυτός διαγωνισμός γίνεται σε τελειόφοιτους γυμνασίου – αλλά η μη ύπαρξη βαθμολογικής βάσης για την πρόσβαση έχει επιδοτήσει τη λογική της μικρότερης προσπάθειας με αποτέλεσμα να εισάγονται σε πανεπιστημιακές σχολές υποψήφιοι με απαράδεκτα χαμηλές επιδόσεις.
  • Η δημιουργία μιας ανεξάρτητης αρχής αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων αλλά και των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων είναι επιβεβλημένη σε μια ανοιχτή κοινωνία που δεν ανέχεται τις συντεχνιακές λογικές του παρελθόντος.

Αν σ’ όλα αυτά προστεθούν ο διαχωρισμός της κατάρτισης από την εκπαίδευση, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, οι εναλλακτικοί τύποι λυκείου και η κατάργηση των Τ.Ε.Ε. από τα επαγγελματικά λύκεια, έχει κανένας διαμορφώσει την ατζέντα του 2005. Χρόνια προβλήματα που για να πάψουν δίκην παλίρροιας να επανακάμπτουν περιοδικά πρέπει να τύχουν ισχυρής πολιτικής συναίνεσης για να εφαρμοσθούν οι ορθές λύσεις που ενοχλούν τους απανταχού βολεμένους. 

[video] Πρόσθετη Διδακτική Αποτυχία

Η διαφήμιση των “πέτρινων” χρόνων.

Βήμα Εθνικού Διαλόγου

  Με το "διαλόγου βήμα" μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη η Γ.Σ.Ε.Ε. επιχείρησε τον Δεκέμβριο μια ουσιαστική παρέμβαση στο κρίσιμο ζήτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο πλαίσιο της διημερίδας αυτής αναδείχθηκαν ευρωπαϊκά συστήματα πρόσβασης και κατατέθηκαν τα σημαντικά ευρήματα μιας πρόσφατης εγχώριας έρευνας για τις απόψεις των εκπαιδευτικών βαθμολογητών πανελλαδικών εξετάσεων αναφορικά με το θέμα.

  Η καινοτομία της έρευνας είναι το γεγονός ότι ετέθησαν καίρια ερωτήματα τα οποία υπερέβησαν τις συνήθεις συντεχνιακές σκοπιμότητες και οι απαντήσεις κατέδειξαν ανομολόγητες αλήθειες της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας. Σταχυολογούμε τις πλέον χαρακτηριστικές :

  • Το 72,6% των ερωτηθέντων βαθμολογητών εκτιμούν ότι είναι αναγκαία η εξωσχολική βοήθεια για να επιτύχει κανείς την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
  • Το 82% των έμπειρων αυτών εκπαιδευτικών θεωρεί ότι στο άριστο γραπτό συμβάλλει καθοριστικά η φροντιστηριακή υποστήριξη του υποψηφίου
  • Το 86% των ιδίων εκτιμά ότι η εξειδίκευση που απαιτούν οι εξετάσεις καθιστά αναγκαία την παράλληλη φροντιστηριακή προετοιμασία.

  Μέσα από την ίδια έρευνα αναδεικνύεται η πεποίθηση των γονέων για την ανάγκη της εξωσχολικής υποστήριξης ως προϋπόθεση επιτυχίας αλλά και η επιτακτική πλέον ανάγκη αποδέσμευσης της διαδικασίας προαγωγής και απόλυσης από την διαδικασία πρόσβασης. Είναι πλέον ολοφάνερο ότι η εμπλοκή αυτή διαστρέφει και αποδυναμώνει τον παιδαγωγικό ρόλο του Λυκείου αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να επιβραβεύεται η καλή πορεία στις λυκειακές τάξεις με αντικειμενικά κριτήρια όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες.

  Στο πλαίσιο της ίδιας συνδιάσκεψης – από την οποία ατυχώς απουσίαζαν αδικαιολόγητα σημαντικοί φορείς – αναδείχθηκαν και τα φαινόμενα που τραυματίζουν την αξιοπιστία του σημερινού εξεταστικού συστήματος και τα οποία πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθούν. 

  Οι αρνητικές όψεις έχουν πολλές φορές επισημανθεί και από τους Έλληνες Φροντιστές οι οποίοι έχουν την εμπειρία πολλών εξεταστικών συστημάτων τα οποία μπορούν να συνοψισθούν στην πρόχειρη επιλογή και την άτυχη στάθμιση των θεμάτων, στα υψηλά ποσοστά των αναβαθμολογήσεων, στα φαινόμενα της αντιγραφής καθώς έχουμε διολισθήσει σε χαλαρές επιτηρήσεις και στην παραμόρφωση που επιφέρει η προφορική βαθμολογία.

  Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η επισήμανση πολλών με προεξάρχουσα την πολιτική ηγεσία για την ανάγκη ύπαρξης βαθμολογικής βάσης μπορούμε να ελπίζουμε όχι μόνο στην αναμφίσβητη και απαραβίαστη αδιαβλητότητα αλλά και στην οριστική απαλοιφή των παραμέτρων της άνισης μεταχείρισης.

  Το χρήσιμο επιμύθιο ανάλογων πρωτοβουλιών υπογραμμίζει κατηγορηματικά την ανάγκη του ανοιχτού διαλόγου χωρίς ποσοστώσεις και αποκλεισμούς γιατί η Παιδεία μας είναι υπόθεση όλων των δασκάλων και όλης της κοινωνίας και αυτό ακριβώς υπογράμμισε η αντιπροσωπεία της ΟΕΦΕ στην Υπουργό Παιδείας κατά την πρόσφατη συνάντηση. 

  Η εποχή των γενικόλογων αφορισμών έχει παρέλθει ανεπίστρεπτι και ήρθε η ώρα για την διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων για την καθημερινότητα του σχολείου και οι Έλληνες Φροντιστές είναι  από καιρό έτοιμοι να συμβάλλουν δημιουργικά στον επικείμενο διάλογο.

 

Καταστατικές αλλαγές στο «ελληνικό μοντέλο»

Ο διάλογος ξεκίνησε από τις στήλες και τα ένθετα πολλών εφημερίδων και μας δίνει –εκτός από τα παραδοσιακά συνθήματα και τις χρόνιες αοριστίες της εκπαιδευτικής normality–εξαιρετικά χρήσιμες αποδελτιώσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν την δυναμική όχι για μια ψευδώνυμη «μεταρρύθμιση» αλλά για μια καταστατική αλλαγή στην εκπαιδευτική δυσπραγία του «ελληνικού μοντέλου» 
                Η πρώτη αποδελτίωση είναι η απολύτως ορθή άποψη της Υπουργού Παιδείας σε πρόσφατη συνέντευξη της στην οποία υπογραμμίζει μεταξύ των άλλων ότι «…έχουμε πάρα πολλούς εκπαιδευτικούς που δίνουν πραγματικά τη ζωή τους και θα πάμε μαζί τους…». Υπάρχουν πραγματικά χιλιάδες εκπαιδευτικοί που δίνουν καθημερινά τη μάχη της ποιοτικής παιδείας και της εκπαιδευτικής καινοτομίας. Η κρίσιμη αυτή μάζα αποτελεί μια εκπαιδευτική πρωτοπορία η οποία υπερασπίζεται της αξιοπρέπεια του δασκάλου σ’ ένα αναχρονιστικό πλαίσιο και υπάρχει παντού και σε σχολεία και σε φροντιστήρια και σε ερευνητικά κέντρα χωρίς όμως να έχει βρει τον βηματισμό της καθώς τελικά εγκλωβίζεται στην αδιέξοδη τροχιά ενός νοσηρού εξισωτισμού που βολεύει τους επιτήδειους και τους ακάματους των παρασιτικών δομών. 
                Η δεύτερη αποδελτίωση χρονολογικά παλαιότερη αλλά υψίστης σημασίας είναι ή άποψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος στις 26 Μαΐου του 2004 σε δημόσια ομιλία του είπε «…από το κράτος που είναι παράγωγος παιδείας πρέπει να πάμε σ’ ένα κράτος που να αγοράζει την παιδεία από μια αγορά την οποία πρέπει να πιστοποιεί και να ελέγχει ώστε να διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών υπηρεσιών…» . Η θαρραλέα αυτή τοποθέτηση –η οποία καθόλου δεν άρεσε στους οπαδούς της κρατικής κουλτούρας τους οποίους εξέθρεψε ο κρατικοδίαιτος  κομματισμός– είναι ένα δεύτερο ζητούμενο.
                Η απελευθέρωση της παιδείας από τα κρατικά δεσμά και μια νέα μορφή χρηματοδότησης μπορεί αναμφίβολα να γίνει με την ταυτόχρονη κατοχύρωση του κοινωνικού αγαθού και της κοινωνικής αξίας. Η νομοτελειακή συνεπαγωγή ότι κάθε κοινωνική αξία και κάθε δημόσιο αγαθό πρέπει να παρέρχεται από το κράτος πρέπει να μετασχηματισθεί στην αντίληψη ότι η πολιτεία ως εντολοδόχος της κοινωνίας οφείλει να εξασφαλίσει ισοτίμως ένα ποιοτικό σχολείο για όλους χωρίς να  απεμπολεί την  στρατηγική εποπτεία και τον αξιολογικό έλεγχο που πρέπει να πραγματώνεται με αδιάβλητες και αξιόπιστες διαδικασίες.
                Σ’ ένα σχολείο στο οποίο η μοναδική παράμετρος αυτονομίας είναι η ωριαία διαμόρφωση του προγράμματος των μαθημάτων–με αποτέλεσμα να έχουμε την πρωτοκαθεδρία στις σχετικές  έρευνες του ΟΟΣΑ ως το πλέον υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο καθώς μόνο το 13% των αποφάσεων λαμβάνεται από το ίδιο το σχολείο –κάτι πρέπει να γίνει. Σ’ αυτή ακριβώς την κατεύθυνση ενός αυτόνομου σχολείου μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά οι πρωτοπόροι εκπαιδευτικοί καταθέτοντας τις απόψεις τους όχι μόνο με την συντεταγμένη τους αντιπροσωπεία αλλά και με το προσωπικό στίγμα του μάχιμου δασκάλου.
                Παράλληλα με την καταχώρηση της αυτονομίας και ελευθερίας της διδασκαλίας πρέπει πρωτίστως να καταπολεμηθεί η ανισότητα που αναπαράγεται και διευρύνεται σήμερα μέσω προσιτών διδάκτρων για τους έχοντες και διατακτικών για τους οικονομικά ασθενέστερους με κίνητρα αμοιβής και διάκρισης για το δάσκαλο και επιλογής για τον γονέα και τον μαθητή.                  

Το εκπαιδευτικό χάσμα διευρύνεται

Τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων αποτελούν ατυχώς μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες αξιολόγησης του πολύπαθου εκπαιδευτικού μας γίγνεσθαι και τις λίγες αφορμές ενός ουσιαστικού αλλά εφήμερου διαλόγου.

Οι βάσεις των φετινών εξετάσεων στέλνουν για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια το μήνυμα ότι οι συχνές αλλαγές και οι λαϊκίστικες εκπτώσεις του πρόσφατου παρελθόντος έχουν επιβάλλει στους έφηβους μαθητές μας την λογική και την ραθυμία της μικρότερης προσπάθειας.

Το παράδοξο των φετινών εξετάσεων – στις οποίες κατά κοινή ομολογία είχαμε δυσκολότερα θέματα – δεν είναι τόσο η κάθετη πτώση των επιδόσεων στις χαμηλόβαθμες σχολές όσο το ευτυχές και παρήγορο γεγονός ότι είχαμε μια εντυπωσιακή αύξηση των αριστούχων με αποτέλεσμα οι βάσεις σε σχολές με υψηλή ζήτηση να ανέβουν σημαντικά.

Το εκπαιδευτικό χάσμα διευρύνεται και αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που οι φροντιστές με την εμπειρία πολλών εξεταστικών συστημάτων υπογραμμίζουν εδώ και πολλά χρόνια: όταν κατεβάζουμε τον πήχη επιδοτούμε τον εφησυχασμό και αποπροσανατολίζουμε τους μαθητές από τον στόχο της γνώσης , αποδυναμώνουμε το κίνητρο της διάκρισης με την καινοφανή θεωρία ότι η αξιολόγηση και η επιβράβευση καταπιέζουν αφόρητα τους νέους.

Το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα που αποτυπώνεται στις βάσεις εισαγωγής πιστοποιεί τις ευθύνες όλων μας και επιβάλλει τομές χωρίς τον φόβο των συγκρούσεων με την κουλτούρα του εξισωτισμού. Το κοινωνικό πρόβλημα δεν θα προκύψει από τον αποκλεισμό που θα επιφέρει η βαθμολογική βάση αλλά από την γνωστική ανεπάρκεια και την αδυναμία των νέων να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Η απαξίωση των σπουδών ως μέσο που οδηγεί στην ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας κινδυνεύει να συντελεσθεί από την ποιοτική τους υποβάθμιση και την αναποτελεσματική σύνδεση τους με την κοινωνία και τις ανάγκες της.

Η «ασθένεια των διπλωμάτων» με την οποία ο Dore επιχειρεί να αμφισβητήσει τον παιδευτικό ρόλο του πανεπιστημίου θα καταστεί πραγματική νόσος όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει υπέρμετρα θεωρητικό, χωρίς στρατηγική, προοπτική, σχεδιασμό και θα εξακολουθεί να παράγει ανέργους.

Οι πρόσκαιρες εκλάμψεις σπουδών και επαγγελμάτων δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα της παραγωγικής ένταξης χωρίς σαρωτικές αναδιατάξεις των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης  σε μια χώρα στην οποία οι προτιμήσεις των υποψηφίων δίκην χρηματιστηρίου παλινδρομούν από την υψηλόβαθμη σχολή της Κοινωνιολογίας την δεκαετία του ’80, στις Παιδαγωγικές και Στρατιωτικές σχολές σήμερα με κριτήριο μια θέση στο δημόσιο.

Το πλαίσιο και οι προτάσεις της συναινετικής αναμόρφωσης υπάρχουν και ως μαχόμενοι δάσκαλοι δε θα κουρασθούμε να τις επαναλαμβάνουμε: λειτουργικός διαχωρισμός των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων από την διαδικασία πρόσβασης με αξιολογήσεις κύρους από διαβαθμισμένες τράπεζες στο Λύκειο οι οποίες θα αποτρέψουν την απαξίωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Το απόμακρα ρομαντικό σκάνδαλο της δεκαετίας του ’60 όταν υποψήφια κόρη υπουργού μπήκε στο Πολυτεχνείο χωρίς να έχει πάρει απολυτήριο είναι πολύ κοντά στο τραγικό φαινόμενο ο τελευταίος επιτυχών σε πανεπιστημιακή σχολή να εισάγεται με γραπτό βαθμό 2,1(!) στην εικοσάβαθμη κλίμακα.