Η ποιοτική εκπαίδευση των νέων, με σεβασμό στις αξίες και στις παραδόσεις του λαού και με εφοδιασμό τους με στέρεες γνώσεις και δεξιότητες, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, καθώς και τα οικογενειακά και ατομικά τους προβλήματα, ήταν, και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι, ένα από τα μεγάλα ζητούμενα στη χώρα μας. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το απαξιωμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα, μετά το οξύτατο δημογραφικό, είναι το μεγαλύτερο εθνικό μας πρόβλημα. Και, δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό όχι μόνο παραμένει άλυτο, αλλά επιδεινώνεται συνεχώς, εξαιτίας μιας καθαρά λαϊκιστικής, μικροκομματικής και περιστασιακής εκπαιδευτικής «πολιτικής», που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων 36 χρόνων, με απεμπόληση θεμελιακών αξιών και παραδόσεων του τόπου. Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε σε ορισμένα από τα όσα συμβαίνουν στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. (Άρθρο του Μανώλη Δρεττάκη στην «Ε»)
Το τελευταίο «επεισόδιο» της κοντόφθαλμης και εθνικά επιζήμιας αυτής πολιτικής ήταν η κατάργηση από τη σημερινή κυβέρνηση της βάσης τού 10 για την είσοδο στα ΑΕΙ/ΤΕΙ της χώρας, με αποτέλεσμα να μπουν σε 28 Τμήματα ΑΕΙ και σε 101 Τμήματα ΤΕΙ υποψήφιοι με βαθμό κάτω από 10 και ορισμένοι με βαθμούς που πλησίαζαν το 0. Κανείς δεν ενδιαφέρεται ότι από τους επιτυχόντες κάθε χρόνο ένα σημαντικό ποσοστό δεν παίρνουν ποτέ πτυχίο, με αποτέλεσμα να αυξάνει συνεχώς ο αριθμός των αιώνιων φοιτητών (βλέπε άρθρο μας στην «Ελευθεροτυπία» της 12.8.10). Το τραγικότερο είναι ότι η αρμόδια υπουργός, που κατάργησε τη βάση του 10, αρνείται να την επαναφέρει και δηλώνει ότι θα φέρει για ψήφιση από τη Βουλή ένα (ακόμη) σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ/ΤΕΙ.
Το επιχείρημα ότι το να «πιάσει» ένας υποψήφιος τη βάση του 10 εξαρτάται από το πόσο δύσκολα είναι τα θέματα που μπαίνουν κάθε φορά, μπορεί να ευσταθεί στην περίπτωση της λαϊκιστικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων. Δεν μπορεί, όμως, να προβληθεί στην περίπτωση που διαχρονικά μπαίνουν θέματα συγκρίσιμης δυσκολίας, όπως συμβαίνει π.χ. στην Αγγλία, στην οποία τη διαχρονική συγκρισιμότητα σε δυσκολία των θεμάτων που δίνονται στις εξετάσεις για τα G.C.Ε. διασφαλίζουν ανεξάρτητες επιτροπές.
Το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που προτείνει η κυβέρνηση λέγεται ότι θα στηρίζεται στο «Εθνικό Απολυτήριο». Πρόκειται για ένα θεσμό, τον οποίο είχα την τιμή να πρωτοπροτείνω σε ένα συνέδριο της ΟΛΜΕ στις 2/3 Απριλίου 1994 και το οποίο ανέπτυξα πλήρως σε άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» στις 29.5.1994 και σε άλλα που ακολούθησαν. Δυστυχώς, αν ισχύουν τα όσα τελευταία έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το σχεδιαζόμενο σύστημα δεν έχει καμία σχέση με το Εθνικό Απολυτήριο, δεδομένου ότι θα στηρίζεται σε εξετάσεις μετά την αποφοίτηση από τη Γ' τάξη Λυκείου σε 4 μαθήματα και επιπλέον θα λαμβάνεται υπόψη η βαθμολογία σε ενδοσχολικές εξετάσεις. Πρόκειται για μια επιστροφή στις εισαγωγικές εξετάσεις της δεκαετίας του '70 σε συνδυασμό με ένα άλλο αποτυχημένο σύστημα που παρήγαγε πληθωρισμό αριστούχων στους βαθμούς των ενδοσχολικών εξετάσεων… Με το «νέο» αυτό σύστημα δεν θα καταργηθεί, αλλά, αντίθετα, θα διαιωνιστεί η παραπαιδεία των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων (και η φοροδιαφυγή που γίνεται με αυτά).
Ο θεσμός του Εθνικού Απολυτηρίου, όπως τον είχα προτείνει (και όπως συμβαίνει με το Baccalaureat στη Γαλλία), στηρίζεται στην προετοιμασία των μαθητών αποκλειστικά μέσα στο σχολείο και σε εξετάσεις που γίνονται σε εθνικό επίπεδο. Είναι, όμως, δυνατό αυτό να γίνει με το προτεινόμενο σύστημα; Ασφαλώς όχι, δεδομένης:
– Της κατάστασης που υπάρχει στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή τους χαμηλούς μισθούς των καθηγητών, τη μη συνεχή μετεκπαίδευσή τους, τις ελλείψεις σε κτηριακή και υλικοτεχνική υποδομή κ.λπ.) και των πολλών προβλημάτων των ΑΕΙ/ΤΕΙ, μια κατάσταση που, λόγω Μνημονίου, θα επιδεινωθεί, και
– της απαξίωσης του σχολείου από γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς και της παγιοποίησης της νοοτροπίας των γονέων για την αναγκαιότητα της παραπαιδείας, ακόμα και για τους μαθητές των ιδιωτικών σχολείων, προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις και να μπουν σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ/ΤΕΙ.
Η νοοτροπία αυτή των γονέων στηρίζεται σε ξεπερασμένες από τα πράγματα ιδέες ότι το πτυχίο οπωσδήποτε εξασφαλίζει μια σταθερή απασχόληση με ικανοποιητικό μισθό. Δυστυχώς, όμως, στηρίζεται και στην πραγματικότητα της διαχρονικά υποβαθμισμένης επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, καθώς και στις συνεχείς αλλαγές σ' αυτήν, οι οποίες, αντί να τη βελτιώνουν, την απαξιώνουν περισσότερο.
Η επιδίωξη μιας θέσης των αποφοίτων Λυκείου σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ/ΤΕΙ οδήγησε και στην επίσης λαϊκιστική και μικροκομματική πολιτική της ίδρυσης νέων ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα οποία διέσπειραν τα Τμήματά τους (πολλά εντελώς άχρηστα) σε διάφορες πόλεις προκειμένου να ενισχύσουν οικονομικά τις τοπικές κοινωνίες (και αυτό θεωρήθηκε «πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης»!). Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τα όσα διαλυτικά φαινόμενα συμβαίνουν στα ιδρύματα αυτά τα τελευταία 30 χρόνια (συναλλαγές καθηγητών – φοιτητικών παρατάξεων, καταλήψεις, βιαιοπραγίες και καταστροφές δημόσιας περιουσίας μέσα στα ιδρύματα) απαξιώνουν συνεχώς την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας.
Ένα κοινό -και βασικό- πρόβλημα όχι μόνο της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας, αλλά και της πρωτοβάθμιας και της προσχολικής εκπαίδευσης είναι η διαχρονική υποχρηματοδότησή τους. Και είναι γνωστό ότι ποιοτική δημόσια εκπαίδευση είναι αδύνατη χωρίς γενναία οικονομική στήριξη από τον τακτικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων.
Πολλές κυβερνήσεις (και η σημερινή) υποσχέθηκαν να αφιερώσουν το 5,0% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση (δηλαδή να πλησιάσουμε τον μέσο όρο της Ε.Ε.), αλλά καμία μέχρι σήμερα δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή της αυτή. Και η σημερινή, όχι μόνο δεν πρόκειται να το κάνει, αλλά και θα αφιερώσει τόσο το 2011 όσο και τα επόμενα έτη μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών. Είναι κατά συνέπεια σαφές ότι τα όσα λέγονται για την αναβάθμιση της παιδείας είναι λαϊκιστικά και κενά περιεχομένου.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι: πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.
Υ.Γ. ιστολογίου: Γιατί είναι «παραπαιδεία» τα νόμιμα φροντιστήρια σύντροφε Μανώλη; Το κράτος πρέπει να παράγει ντε και καλά το αγαθό της παιδείας δίκην σοβιέτ; Γιατί άραγε τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων πάνε φροντιστήριο; Η παγιωμένη νοοτροπία των γονέων είναι υπαίτια; Μήπως σύντροφε της οικονομικής και μαρξιστικής σκέψης το διαχρονικό φροντιστήριο εξυπηρετεί υπαρκτές και αιώνιες ανάγκες;