“Υπάρχει μια χυδαιότητα στην παραπαιδεία και η νέα πολιτική στις χρεώσεις την απεικονίζει . Ο έμπορος γνώσεων δεν κοστολογεί τις υπηρεσίες του αλλά κοιτάει την τσέπη του γονιού . Πόσα αντέχει να πληρώσει προκειμένου να μάθει το παιδί του μια γλώσσα ή να μπει στο πανεπιστήμιο ; Η τιμή διαμορφώνεται από το πόσα περισσότερα μπορεί να δώσει ο πελάτης . Να τον ξεζουμίσουν . Το ίδιο γίνεται και στα ιδιαίτερα (τα αφορολόγητα) με την πλειονότητα των διδασκόντων να μην δίνει τιμή από το τηλέφωνο : περιμένει πρώτα να δει το σπίτι και κατόπιν ανακοινώνει τη χρέωση ανά ώρα , από 20 ως 50 ευρώ , αναλόγως τα τετραγωνικά και τη γειτονιά .” Η Λώρη Κέζα στο “Βήμα” προσπαθεί να κατανοήσει την χυδαιότητα της παραπαιδείας η οποία συνίσταται πρωτίστως στην νομιμότητα της συναλλαγής . Το νόμιμο εμπόριο της γνώσης και των αγαθών της , το οποίο στις αστικές δυτικές δημοκρατίες γεννιέται με την προσφορά και μεγαλώνει με την ζήτηση , δεν αποτελεί κοινωνική μομφή . Η συμπαθής αρθρογράφος ας μην διολισθαίνει στην αντιδραστική θέση περί της κρατικής και μονοπωλιακής παιδείας την οποία ο πελάτης πολίτης δεν την αγοράζει αλλά μόνο την πληρώνει .