Το ιστολόγιο παρουσιάζει σήμερα την εισήγηση του συναδέλφου Μιχάλη Ηλιάδη φροντιστή από την Άμφισσα, αντιπροσώπου της ΟΕΦΕ στην Φωκίδα στην ημιημερίδα του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πευκακίων που πραγματοποιήθηκε στις 31/1/2010 στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Μεταξύ των εισηγητών εκτός από τον Μιχάλη και ο δικό μας Σαράντος Καργάκος
Σχολική Εκπαίδευση και Φροντιστήριο
«Μύθοι και πραγματικότητα»
Η ρήση του Αριστοτέλη «Όσοι μελέτησαν την τέχνη της διοίκησης, έχουν πειστεί ότι η τύχη των κρατών, εξαρτάται κυρίως από τη εκπαίδευση των νέων» παραμένει πάντα επίκαιρη.
Ένα από τα θεμελιώδη θεσμικά προβλήματα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, είναι ότι το Λύκειο λειτουργεί σαν προθάλαμος του Πανεπιστημίου, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την σε μεγάλο βαθμό απαξίωσή του.
Παιδεία είναι η συστηματική παροχή γνώσεων, η διαδικασία αγωγής, που στοχεύει στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου.
Εκπαίδευση είναι η συστηματική διαδικασία μετάδοσης γνώσεων και ανάπτυξης δεξιοτήτων σχετικά με συγκεκριμένο αντικείμενο.
Οι έννοιες σαφώς και δεν είναι ταυτόσημες, η Παιδεία αφορά ανθρώπους, ενώ Εκπαίδευση δέχονται και τα ζώα.
Το φροντιστήριο είναι μία πραγματικότητα στην Ελληνική Κοινωνία κι αν δεν θέλουμε να κλείνουμε τα μάτια, πρέπει νηφάλια να εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο. Έτσι, θα προσπαθήσω να απαντήσω σε μία σειρά εύλογων ερωτημάτων όπως, γιατί υπάρχουν, πότε ξεκίνησε αυτό το φαινόμενο στην πατρίδα μας, αν υπάρχουν φροντιστήρια σε άλλες χώρες και στη συνέχεια να εξετάσουμε, τα όποια πλεονεκτήματα μπορεί να έχει η φροντιστηριακή εκπαίδευση και πώς αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο Δημόσιο Ελληνικό σχολείο.
Ο όρος φροντιστήριο προέρχεται από το ρήμα «φροντίζω» και οι σημασίες του είναι νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ.
Το φροντιστήριο πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι περίπου το 1928 ουσιαστικά προετοίμαζε τους υποψηφίους για την εισαγωγή σε μία ανώτατη σχολή, μία διαδικασία που σαφώς αφορούσε λίγους. Τα πρώτα οργανωμένα φροντιστήρια ιδρύθηκαν όταν διώχθηκαν πολλοί εκπαιδευτικοί λόγω φρονημάτων από το Δημόσιο σχολείο, επί Ελ. Βενιζέλου, επί δικτατορίας Θ. Πάγκαλου αλλά και επί δικτατορίας Ι. Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί νόμοι του Μεταξά διέπουν μέχρι και σήμερα τη λειτουργία των φροντιστηρίων. Διώξεις λόγω φρονημάτων είχαμε και μετά το 1947. Οι αποκλεισμένοι από το Δημόσιο σχολείο εκπαιδευτικοί αλλά και το σύστημα των κατά σχολήν εξετάσεων που ίσχυε έως το 1964 τα πολλαπλασίασαν. Τέλος την ισχυρότερη ώθηση έδωσε η επί Γ. Παπανδρέου μεταρρύθμιση του Ε. Παπανούτσου το 1965 αυτή του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου, όπου μεταβιβάστηκαν οι εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο στο Λύκειο. Στη συνέχεια ήρθε η δικτατορία του 1967 όπου το φροντιστήριο διώχθηκε σκληρά. Έτσι φτάσαμε στο 1974 και στα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα.
Τι είναι ένα επίσημο Φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης σήμερα;
Εκπαιδευτικός Οργανισμός θεσμοθετημένος και εποπτευόμενος από το Υ.Π. που η λειτουργία του και τα προγράμματα σπουδών του αφορούν στην ενίσχυση των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην κάλυψη των μαθησιακών τους αναγκών, στη βελτίωση των επιδόσεων τους, στον σπουδαστικό και επαγγελματικό τους προσανατολισμό και στην επίτευξη των στόχων τους για επιτυχή μετάβαση στην επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης. Ο ορισμός ανήκει στον Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) ο οποίος είναι ένας καθαρά κρατικός οργανισμός, ο μόνος αρμόδιος και υπεύθυνος να παράγει Εθνικά Ποιοτικά Πρότυπα και να απονέμει τα αντίστοιχα Εθνικά Σήματα Ποιότητος.
Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα επίσημα, περίπου 2500 φροντιστήρια Μ.Ε. στα οποία φοιτούν κάθε χρόνο περίπου 150000 μαθητές και εργάζονται περίπου 20000 επιστήμονες καθηγητές νέοι στην πλειονότητά τους. Το 1999 η Le Monde de l’ Education προσέγγισε το φροντιστηριακό φαινόμενο στην Ελλάδα με τον τίτλο «Όταν το σχολείο τελειώνει το σχολείο συνεχίζεται» και θεώρησε το απογευματινό μάθημα, μία παράλληλη στήριξη στο πλαίσιο του ολοήμερου σχολείου.
Η ίδια η διαχρονική πραγματικότητα απαντά ότι τα φροντιστήρια καλύπτουν ανάγκες, έχουν σοβαρό έρεισμα στους ανθρώπους που αφορούν και απευθύνονται, αλλιώς δεν θα υπήρχαν. Ακούγεται συχνά ότι το φροντιστήριο είναι αποτέλεσμα του κακού, του ανεπαρκούς σχολείου. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε οι μαθητές των καλύτερων ιδιωτικών σχολείων και κολεγίων της χώρας δεν θα χρειάζονταν φροντιστήριο κι όμως κάνουν. Αυτό που ισχύει είναι ότι, όσο πιο απαιτητικό είναι ένα σχολείο τόσο περισσότερες φροντιστηριακές ώρες κάνουν οι μαθητές του.
Οι μαθητές πηγαίνουν στο σχολείο γιατί είναι υποχρεωμένοι και στο φροντιστήριο γιατί το επιλέγουν. Και γιατί ένας μαθητής επιλέγει να πάει στο φροντιστήριο; Γιατί εκεί θα λύσει τις απορίες του θα γίνει καλύτερος μαθητής και θα πετύχει τους στόχους του. Το σχολείο άραγε, δεν αρκεί για τα ανωτέρω; Όχι όπως θα δούμε, ειδικότερα αν οι μαθητές έχουν απαιτήσεις ή υπάρχουν μαθησιακά προβλήματα. Αλήθεια πόσους μαθητές ξέρετε, οι οποίοι έδωσαν Πανελλαδικές εξετάσεις με σχετική επιτυχία, χωρίς φροντιστηριακή υποστήριξη; Στη μεγάλη έρευνα της ΓΣΕΕ τον Μάιο – Ιούνιο του 2004 για τις απόψεις των εκπαιδευτικών – βαθμολογητών Πανελλαδικών εξετάσεων, φάνηκαν ανομολόγητες αλήθειες, οι οποίες συνήθως αποκρύπτονται επιμελώς από συντεχνιακές και συνάμα πολιτικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικά:
- Το 72,6% των ερωτηθέντων βαθμολογητών εκτιμούν ότι είναι αναγκαία η εξωσχολική βοήθεια για να επιτύχει κανείς την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Το 82% των έμπειρων αυτών εκπαιδευτικών θεωρεί ότι στο άριστο γραπτό συμβάλλει καθοριστικά η φροντιστηριακή υποστήριξη του υποψηφίου.
- Το 86% των ιδίων εκτιμά ότι η εξειδίκευση που απαιτούν οι εξετάσεις καθιστά αναγκαία την παράλληλη φροντιστηριακή προετοιμασία.
Το Υπουργείο Παιδείας τη δεκαετία του ’80 θεσμοθετεί το κρατικό φροντιστήριο με την ίδρυση των Μεταλυκειακών Κέντρων και η Ενισχυτική Διδασκαλία και η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη (Π.Δ.Σ) αργότερα, δίνουν την κρατική διάσταση ενός φαινομένου το οποίο η Ελληνική κοινωνία γνώριζε και στήριζε δεκαετίες πριν.
Το 2006 έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με θέμα το Ελληνικό σχολείο καταλήγει μεταξύ άλλων ότι προτεραιότητα του εκπαιδευτικού σχεδιασμού αποτελεί η «εφαρμογή γενικευμένου προγράμματος ενισχυτικής διδασκαλίας και φροντιστηριακών μαθημάτων…». Από απόφαση του Υ.Π. στις 4.9.2008 με θέμα «Οργάνωση και λειτουργία της ΠΔΣ» διαβάζουμε μεταξύ άλλων «σκοπός του θεσμού είναι οι μαθητές να ενισχυθούν μαθησιακά μέσω της παρακολούθησης μαθημάτων σε ώρες διαφορετικές από αυτές που αναπτύσσεται το ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου, με απώτερο στόχο, να αποφύγουν την σχολική αποτυχία, να μην εγκαταλείψουν πρόωρα το σχολείο με μειωμένα προσόντα, με ενδεχόμενο, στην περίπτωση αυτή, να οδηγηθούν σε αποκλεισμό από την αγορά εργασίας αλλά και να αυξήσουν τις πιθανότητες πρόσβασής τους στην ανώτατη Εκπαίδευση.
Το πρωινό σχολείο λοιπόν από μόνο του δεν αρκεί και το ίδιο το Υ.Π. θεσπίζει εδώ και δεκαετίες το κρατικό φροντιστήριο για να βελτιώσει το παρεχόμενο εκπαιδευτικό έργο.
Το συμπέρασμα αυτό, ότι δηλαδή το πρωινό σχολείο δεν αρκεί ώστε να εξασφαλιστεί ποιοτική εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές δεν είναι Ελληνικό φαινόμενο. Φροντιστήρια υπάρχουν σε όλο τον κόσμο: Learning Centers λέγονται στις Η.Π.Α., τον Καναδά, την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία, Juku λέγονται στην Ιαπωνία όπου αριθμούν περίπου 50000. Nachhilfe στη Γερμανία, Soutien Scolaire στη Γαλλία, όπου σε έρευνα του 2007 αναφέρεται ως «εκρηκτική» η ανάπτυξη του φροντιστηριακού κλάδου, ενώ το 75% των μαθητών των μεγάλων λυκείων του Παρισιού έκαναν φροντιστήριο το 2008. Στην Ιταλία λέγονται Preparazione Universitaria, Explicacoes στην Πορτογαλία, Grind Schools στην Ιρλανδία, Crammers και Tutor Agencies στην Μ. Βρετανία, Hagwon στην Κορέα, Buxiban στην Κίνα, Tutorial Schools στο Χονγκ Κονγκ, Cursiho-prevestibular στη Βραζιλία, Dershane στην Τουρκία, Preuniversitario σε όλη τη Λατινική Αμερική, Finishing Schools στην Ινδία.
Το φροντιστήριο στον κόσμο, δηλαδή η εξωσχολική εκπαιδευτική στήριξη είναι μία πραγματικότητα. Υπάρχει με διάφορες μορφές σε όλες σχεδόν τις χώρες οι οποίες διαθέτουν ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα και φιλόδοξους μαθητές. Όπου οι άνθρωποι βλέπουν την εκπαίδευση ως τον κυριότερο παράγοντα προσωπικής προόδου, ανάπτυξης και ευημερίας, κάτι που πιστεύει ακράδαντα και η Ελληνική οικογένεια. Το φροντιστήριο δεν είναι υποκατάστατο του σχολείου ούτε ανταγωνιστής του. Λειτουργεί συμπληρωματικά με το πρωινό σχολείο.
Ίσως ρωτήσει ο ακροατής ακούγοντας αυτά, εμείς στην Ελλάδα ακούμε εδώ και δεκαετίες ότι τα φροντιστήρια, δηλαδή η παραπαιδεία φταίει για την κατάντια της Ελληνικής παιδείας. Θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε μήπως το ιδιωτικό φροντιστήριο, μια και όπως είδαμε η πολιτεία ιδρύει και χρηματοδοτεί τα κρατικά φροντιστήρια, είναι ο εύκολος στόχος, μήπως είναι απλώς ο αποδιοπομπαίος τράγος της κοινωνίας, μήπως αυτά είναι ένας έντεχνα καλλιεργημένος μύθος. Ο απαξιωτικός όρος παραπαιδεία σίγουρα δεν μπορεί να αφορά τα νόμιμα φροντιστήρια. Στην παραοικονομία, την παραπληροφόρηση ή το παραεμπόριο όλα κινούνται στο σκοτάδι, χωρίς άδειες, χωρίς Α.Φ.Μ., χωρίς ταμπέλες, χωρίς στέγη. Κάποιος που νοσηλεύεται σε μια ιδιωτική κλινική ή μισθώνει ένα ταξί δεν νομίζω ότι χρησιμοποιεί την παραϊατρική ή την παρασυγκοινωνία. Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της ΓΣΣΕ το 2005, πάνω από το 70% του συνόλου των δαπανών της Ελληνικής οικογένειας για την εκπαίδευση αφορούσαν τα παράνομα ιδιαίτερα μαθήματα κυρίως μιας μειοψηφίας διορισμένων καθηγητών του δημόσιου σχολείου, αλλά και άλλων ανεξέλεγκτων, πράγμα που συν τοις άλλοις, μαστίζει και την κρατική οικονομία σε χαλεπούς καιρούς. Μήπως αυτή είναι η πραγματική παραπαιδεία; Σε νέα πρόσφατη έρευνα της Γ.Σ.Σ.Ε., τα προαναφερθέντα ποσοστά διαφοροποιούνται, ίσως γιατί η ελληνική οικογένεια, δεν μπορεί στην δύσκολη οικονομική συγκυρία, να αντεπεξέλθει στα πανάκριβα ιδιαίτερα.
Ας επανέλθουμε όμως στην Ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γερμανία, οι ενώσεις των φροντιστηρίων και απογευματινών σχολείων όπως η VNN, που είναι η μεγαλύτερη αντιπροσωπεύοντας πάνω από 2000 φροντιστήρια, έχουν επαφές με θεσμικά όργανα του κράτους στην προσπάθεια για την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά και τακτικές επαφές με καθηγητές από δημόσια σχολεία όπου ανταλλάσσουν απόψεις, ιδέες και υλικό.
Στις Η.Π.Α. από το 2002 υλοποιείται το πρόγραμμα NCLB (No Child Left Behind) που στοχεύει στην βελτίωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων των μαθητών στα δημόσια σχολεία. Αξιολογείται το σχολείο, μαθητές και εκπαιδευτικό προσωπικό με ειδικά τεστ διαγνωστικού χαρακτήρα και όσοι μαθητές κρίνεται απαραίτητο εντάσσονται στο πρόγραμμα. Οι δικαιούχοι του προγράμματος παίρνουν ένα ποσό χρημάτων με τη μορφή κουπονιού και με αυτό επιλέγουν και απευθύνονται κυρίως σε ιδιωτικά, αλλά και κρατικά φροντιστηριακά κέντρα για να βοηθηθούν.
Έχουμε λοιπόν την κατάρρευση του ελληνικού μύθου περί φροντιστηρίου. Τι είναι όμως διαφορετικό στον τρόπο λειτουργίας του Δημόσιου σχολείου σε σχέση με ένα νόμιμο οργανωμένο φροντιστήριο; Να ξεκαθαρίσουμε ότι το Δημόσιο σχολείο πρέπει να παρέχει παιδεία, δηλαδή πέραν της μετάδοσης γνώσεων, έχει ρόλο να ανεβάζει το πνευματικό επίπεδο των μαθητών, να διδάσκει αρετή.
Είναι σαφές ότι η ψυχή μίας τάξης είναι ο δάσκαλος. Ο δάσκαλος που πρώτα πρέπει να είναι παιδαγωγός, διδάσκει με όλο το είναι του. Οι γνώσεις του, το ενδιαφέρον του, η αγάπη του για τη δουλειά του και τους μαθητές του, ο τρόπος που μιλάει, που ντύνεται, που αντιδρά, που αντιμετωπίζει τους μαθητές του, διδάσκουν τα παιδιά, γιατί αυτός λειτουργεί γι’ αυτά ως πρότυπο. Αξιολογείται καθημερινά κι όλοι μας ξέρουμε πως οι μαθητές είναι αυστηροί μα δίκαιοι κριτές. Είναι προφανές ότι αξιόλογοι εκπαιδευτικοί υπάρχουν τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική φροντιστηριακή εκπαίδευση. Σε ένα ιδιωτικό φροντιστήριο όμως ο δάσκαλος αξιολογείται καθημερινά για την όλη παρουσία αλλά και σαφώς την επάρκειά του, τόσο από τους μαθητές όσο και από τη διεύθυνση, πράγμα που δεν συμβαίνει στο Δημόσιο σχολείο. Αξιολογείται λοιπόν ο εκπαιδευτικός, αλλά αξιολογείται και το εκπαιδευτικό έργο, το αποτέλεσμα. Ένας ανεπαρκής καθηγητής δεν μπορεί να σταθεί, γιατί απλούστατα μένει χωρίς μαθητές.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου, είναι θεωρώ το σημαντικότερο αίτιο, που δικαιολογεί την σαφώς καλύτερη επίδοση των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων έναντι αυτών των δημοσίων όπως αποδεικνύει η πολύ πρόσφατη έρευνα της ΓΣΣΕ το Νοέμβριο του 2009.
Ένας άλλος πολύ σημαντικός τομέας, στον οποίο έχουμε σαφή υπεροχή του φροντιστηριακού μαθήματος, είναι αυτός της εξατομικευμένης μάθησης που προσφέρεται σε ένα νόμιμο οργανωμένο φροντιστήριο. Με τον όρο αυτό, δεν εννοούμε μόνο μικρά στον αριθμό τμήματα. Ο μέσος όρος στα ιδιωτικά φροντιστήρια είναι περίπου 6 μαθητές ανά τμήμα. Εννοούμε και ομοιογενή τμήματα, δηλαδή τμήματα με μαθητές περίπου ίδιων δυνατοτήτων. Αυτό σαφώς βοηθά την ομοιόμορφη μετάδοση της γνώσης, δεν δημιουργεί καθυστερήσεις και βελτιώνει την επίδοση των μαθητών. Αν προσθέσω στα ανωτέρω, ότι σε ένα νόμιμο οργανωμένο φροντιστήριο, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο τρόπο, τόσο οι πολύ αδύνατοι μαθητές, όσο και αυτοί με ιδιαίτερα προσόντα και εννοώ επιπλέον ώρες για επίλυση αποριών, διαφοροποιημένο ασκησιολόγιο κ.α. τότε έχουμε μία πλήρη εικόνα της εξατομικευμένης μάθησης που προανέφερα.
Η προσωπική επαφή που συνήθως αναπτύσσεται μεταξύ καθηγητών και μαθητών σ’ ένα φροντιστήριο, βοηθά ιδιαίτερα στην ψυχολογία των μαθητών και συνήθως αποτελεί γι’ αυτούς κίνητρο για επιπλέον προσπάθεια και βελτίωση. Σε πλήρη αναντιστοιχία με αυτό, βρίσκουμε αρκετές φορές, την έλλειψη επικοινωνίας και επαφής με πολλούς καθηγητές του Δημόσιου σχολείου, είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω του απροσπέλαστου χάσματος της καθηγητικής αυθεντίας. Ένα νόμιμο οργανωμένο φροντιστήριο, εντοπίζει και καταγράφει τους εκπαιδευτικούς στόχους κάθε μαθητή. Παρακολουθεί συστηματικά την πρόοδο των μαθητών και συντονίζει την όλη τους προσπάθεια καθώς υπάρχει συνεργασία μεταξύ των καθηγητών που διδάσκουν. Ο μαθητής αξιολογείται αντικειμενικά μέσω διαγωνισμάτων και προετοιμάζεται με θέματα ανάλογα των εκάστοτε εξετάσεων. Επιπλέον ο μαθητής ενημερώνεται αξιόπιστα και ολοκληρωμένα για το όποιο εξεταστικό σύστημα και μέσω των προγραμμάτων του επαγγελματικού προσανατολισμού που συνήθως παρέχονται, επιλέγει και σχεδιάζει το μέλλον του.
Από την άλλη μεριά ο αντίλογος εστιάζει την επιχειρηματολογία του κυρίως σε δύο τομείς. Αυτόν της «μηχανιστικής» όπως λέγεται μάθησης που παρέχεται στα φροντιστήρια αλλά και του γεγονότος ότι η ιδιωτική φροντιστηριακή μάθηση δεν περιέχεται στην «δωρεάν παιδεία» την οποία θα έπρεπε το κράτος να παρέχει στους μαθητές, δημιουργώντας έτσι κοινωνικές ανισότητες.
Το αποτέλεσμα μίας ορισμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, ποτέ δεν μετριέται σε απόλυτες τιμές. Ο βασικός στόχος της εκπαίδευσης, είναι η βελτίωση του εκπαιδευομένου και το μαθησιακό αποτέλεσμα, είναι τόσο καλύτερο, όσο πιο μεγάλη είναι η θετική διαφορά του μαθητή ανάμεσα στις στιγμές εισόδου και εξόδου του από την διαδικασία μάθησης. Επειδή το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα δεν αξιολογείται, ας καταφύγουμε σε μελέτες του ΟΟΣΑ και το πρόγραμμα «PISA – Programme for International Student Assessment», ένα πρόγραμμα για την διεθνή εκτίμηση σπουδών, το οποίο αξιολογεί μαθητές από διάφορες χώρες του κόσμου. Το πρόγραμμα αυτό, δεν είναι το ιδανικό για την αξιολόγηση του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, μια και έχει σαν σημείο αναφοράς Αγγλοσαξονικά εκπαιδευτικά πρότυπα, πλην όμως μας δίνει τις μόνες επιστημονικές μετρήσεις που έχουμε στην διάθεσή μας. Εκεί θα δούμε ότι οι απόφοιτοι του Ελληνικού Γυμνασίου έχουν πολύ χαμηλές επιδόσεις καταλαμβάνοντας τις τελευταίες θέσεις του πίνακα αξιολόγησης, ενώ παρατηρείται σε αυτούς έλλειψη συνδυαστικής ικανότητας και κριτικής σκέψης. Μετά από λίγα χρόνια, οι Έλληνες μαθητές, έχοντας στόχο την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ της χώρας, βελτιώνουν θεαματικά τις επιδόσεις τους κι επιτυγχάνουν στις εξετάσεις. Αυτό που μεσολάβησε, πλην του στόχου, είναι το συστηματικό, οργανωμένο και νόμιμο φροντιστήριο που παρακολουθούν οι μαθητές τα τελευταία δύο χρόνια του Λυκείου. Αν αυτό ξενίζει προσέξτε τι έγραψε στα ΝΕΑ το 1973 ο Ευαγγ. Παπανούτσος: «Η δικαιοσύνη μάλιστα απαιτεί να αναγνωρίσουμε ότι τα φροντιστήρια, όχι μόνο βοήθησαν και βοηθούν τα παιδιά μας να ανεβούν τις σκάλες του Πανεπιστημίου, αλλά και το Πανεπιστήμιο το βοήθησαν και το βοηθούν να διατηρήσει σε κάποιο επίπεδο τις σπουδές του. Αν έμπαιναν οι νέοι στις ακαδημαϊκές αίθουσες με τα χάσματα της γυμνασιακής μας παιδείας, το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας μας θα ήταν ακόμα πιο οξύ απ’ όσο είναι σήμερα».
Όσον αφορά στη μηχανιστική μάθηση και στις τεχνικές αντιμετώπισης των θεμάτων στις Πανελλαδικές εξετάσεις, σίγουρα τα φροντιστήρια στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν το εκπαιδευτικό τους αποτέλεσμα, με μαθητές τους οποίους παρέλαβαν συνήθως τα τελευταία δύο χρόνια του Λυκείου, χρησιμοποιούν και μεθοδολογία και διαδικασίες και τεχνικές αντιμετώπισης των θεμάτων των εξετάσεων. Αυτό δεν είναι αρνητικό, από την στιγμή που συμβάλλει στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους και άρα στην εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θα ήταν άδικο να χρεώσουμε την όποια έλλειψη κριτικής σκέψης και ικανότητας των μαθητών, σε εκπαιδευτικούς χώρους, που ποτέ δεν εργάστηκαν μαζί τους, τις χρονικές περιόδους που αυτοί, οι μαθητές δηλαδή, διαμόρφωναν τον τρόπο σκέψης τους.
Ας δούμε όμως στην πράξη αν η ύπαρξη του φροντιστηρίου δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες. Ένα ιδιαίτερο μάθημα για τις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, συνήθως παράνομο και αφορολόγητο, κοστίζει πάνω από 30 ευρώ την ώρα. Στα φροντιστήρια η ώρα κοστίζει από 5 μέχρι 7 ευρώ συνήθως. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι περίπου 2000 άποροι μαθητές, σύμφωνα με την Ομοσπονδία των Φροντιστών φοιτούν δωρεάν στα φροντιστήρια της χώρας, και για πολλούς ακόμα που προέρχονται από ανίσχυρες οικονομικά οικογένειες γίνονται ειδικές τιμές, είναι σαφές ότι τα φροντιστήρια, βοηθούν κυρίως τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, να σπουδάσουν τα παιδιά τους, δίνοντας συγχρόνως αποδείξεις για τις υπηρεσίες τους.
Αναφερόμενοι πλέον σε χρήματα, καλό θα είναι να δούμε το θέμα ή το σύνθημα καλύτερα, της «δωρεάν παιδείας», που έχει καταντήσει «δωρεάν αμάθεια» για να χρησιμοποιήσω τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Γ. Παπανδρέου. Το ελληνικό κράτος δαπάνησε περίπου 7,5 δις ευρώ το 2008 για την εκπαίδευση. Περίπου 4000 ευρώ κοστίζει κάθε μαθητής Γυμνασίου – Λυκείου στον εθνικό προϋπολογισμό. Πάνω από το 90% των χρημάτων αυτών διατίθενται για τις ανάγκες της μισθοδοσίας, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με την έρευνα, την καινοτομία και την προώθηση αλλαγών, οι οποίες είναι απαραίτητα συστατικά στην κατεύθυνση της βελτίωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Από την άλλη μεριά, η ποιότητα της εκπαίδευσης δεν εξασφαλίζεται αποκλειστικά με την αύξηση της χρηματοδότησης. Η οργάνωση, η διοίκηση και η δομή, η ποιότητα των εκπαιδευτικών, η συμμετοχή των γονέων και των τοπικών κοινωνιών, είναι σημαντικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να βελτιώσουν θεαματικά την απόδοση μιας εκπαιδευτικής μονάδας χωρίς διαφοροποίηση στο κόστος λειτουργίας της.
Το φροντιστηριακό μάθημα αποτελεί διεθνώς όπως είδαμε, βασικό συστατικό της μαθητικής προόδου και η Ελληνική πολιτεία το έχει αποδεχτεί, όπως επίσης το διαπιστώσαμε με τα κρατικά φροντιστήρια της Π.Δ.Σ. όπως λέγονται τα τελευταία χρόνια. Ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα για ολοσέλιδες διαφημίσεις στον τύπο του «δωρεάν» φροντιστηρίου, δόθηκαν μάχες στα σχολεία για να πεισθούν οι μαθητές να το παρακολουθήσουν. Το μέτρο σημειώνει μικρή επιτυχία, πλην εξαιρέσεων που αφορούν κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές της πατρίδος μας, όπου δεν υπάρχουν οργανωμένα φροντιστήρια. Γονείς και μαθητές στην μεγάλη τους πλειοψηφία επιλέγουν τα ιδιωτικά φροντιστήρια, ενδιαφερόμενοι για την ποιότητα της παρεχόμενης φροντιστηριακής εκπαίδευσης, και όχι αν αυτή παρέχεται δωρεάν. Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στις παθογένειες του συστήματος της Π.Δ.Σ, όπως ότι συχνά δεν προσλαμβάνονται όσοι πραγματικά έχουν ανάγκη ή ότι χρεώνονται πλασματικές ώρες και εμφανίζονται στις καταστάσεις τμήματα-φαντάσματα ότι δήθεν λειτουργούν, πληρώνονται όμως από τον Εθνικό προϋπολογισμό σε χαλεπούς καιρούς.
Μήπως όμως τα χρήματα που διατίθενται για την Π.Δ.Σ., διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση; Πως γίνεται αυτό –ίσως αναρωτηθεί κάποιος – από τη στιγμή που όλοι οι μαθητές μπορούν δωρεάν να την παρακολουθήσουν; Ο εύπορος γονιός θα επιλέξει για το παιδί του τα πανάκριβα ιδιαίτερα και σαφώς δεν θα επιλέξει ούτε το κρατικό ούτε το ιδιωτικό φροντιστήριο. Η πολιτεία όμως θα μπορούσε να εξαιρέσει τους μαθητές των οποίων οι οικογένειες έχουν εισόδημα μεγαλύτερο από ένα όριο και ακολούθως να επιμερίσει το ποσό που δαπανά για την Π.Δ.Σ. στους ασθενέστερους οικονομικά μαθητές. Να χρηματοδοτήσει την ασθενέστερη οικονομικά οικογένεια, ανάλογα πάντοτε με το εισόδημά της, δίνοντας σε αυτήν, την οικογένεια δηλαδή, ένα οικονομικό βοήθημα το όποιο θα χρησιμοποιήσει για την απαραίτητη, όπως η ίδια η πολιτεία θεωρεί, φροντιστηριακή ενίσχυση των παιδιών της. Τα χρήματα αυτά, με την μορφή ενός κουπονιού, θα είναι τα δίδακτρα για το φροντιστήριο που η ίδια οικογένεια θα επιλέγει, ιδιωτικό ή κρατικό, ωθώντας τους καθηγητές που θέλουν να εργαστούν στην Π.Δ.Σ. να γίνουν περισσότερο αποδοτικοί. Έτσι ενισχύεται η λογική των ίσων ευκαιριών που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε σύγχρονο και δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα. Το θέμα μας δεν είναι εν κατακλείδι αν πληρώνουμε για την εκπαίδευση των παιδιών μας, μιας και η «δωρεάν παιδεία» είναι άλλος ένας μύθος, αν συνυπολογίσει κανείς τα περίπου 5 δις ευρώ που δαπάνησε το 2007 η ελληνική οικογένεια για την εκπαίδευση, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΓΕΣΕΕ (Νοέμβριος 2009). Το ότι πληρώνουμε είναι δεδομένο. Το ερώτημα είναι αν αυτό που αγοράζουμε αξίζει τα χρήματα που πληρώνουμε, αν δηλαδή τα διαθέσιμα κονδύλια αξιοποιούνται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κάποια στιγμή πρέπει η όλη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης να είναι σταθμισμένη και να στρέφεται άμεσα προς την οικογένεια με κριτήρια, κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά. Το μέτρο εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες. Στη Σουηδία, περισσότερα από 1000 ιδιωτικά σχολεία, λειτουργούν με μαθητές των οποίων οι οικογένειες χρηματοδοτούνται άμεσα από το κράτος και επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους. Ο δε Υπουργός Παιδείας της Σουηδίας ισχυρίζεται ότι το μέτρο ωφέλησε συνολικά την εκπαίδευση της χώρας, αφού τα κρατικά σχολεία βελτιώθηκαν πολύ, προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στο συναγωνισμό που δημιούργησε η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής σχολείου από μαθητές και γονείς. Αντίστοιχα συστήματα χρηματοδότησης λειτουργούν στην Φινλανδία, τη Νορβηγία, τη Δανία, τις Η.Π.Α. και αλλού.
Θα συμφωνήσω με την άποψη ότι η κοινωνική εκπαιδευτική απαίτηση στον αιώνα μας, θα εστιασθεί στην εξατομικευμένη μάθηση αλλά και στην εξατομικευμένη χρηματοδότηση.
Θα συμφωνήσω επίσης με τις απόψεις πανεπιστημιακού, ενός εκ των συντονιστών, στον εθνικό διάλογο για την Παιδεία, στο «Βήμα της Κυριακής» στις 6/12/2009 : «Η μόρφωση που παρέχεται από το Ελληνικό δημόσιο σχολείο στα Ελληνόπουλα είναι ελάχιστα ικανοποιητική, είναι ανεπαρκής, καθόλου ελκυστική για τους μαθητές, υποβαθμισμένη στην συνείδηση των γονέων και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα». Όπως θα συμφωνήσω μαζί του και με τον βασικό στόχο που θέτει στη διαδικασία αναδιοργάνωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος που είναι η ποιότητα. Μια ποιότητα η οποία επίμονα ζητείται από την Ε.Ε. να διασφαλιστεί (θυμίζω Μπολόνια 1999, Βερολίνο 2003, Μπέργκεν 2005) μέσα από τα εκπαιδευτικά πρότυπα. Πιθανότατα οι Έλληνες Υπουργοί Παιδείας που υπέγραψαν τις αντίστοιχες διακηρύξεις στις ανωτέρω πόλεις, δεν θα είχαν στο μυαλό τους, ότι ο πρώτος εκπαιδευτικός χώρος που θα κάνει πράξη αυτές τις διακηρύξεις, είναι αυτός της ιδιωτικής φροντιστηριακής εκπαίδευσης, καθώς κάποια φροντιστήρια σε όλη τη χώρα είναι ήδη πιστοποιημένα και πολύ περισσότερα βρίσκονται σε διαδικασία πιστοποίησης από τον ΕΛΟΤ και όχι μόνο από αυτόν. Η Ελληνική κοινωνία πρέπει να επενδύσει τόσο στην παιδεία όσο και στην εκπαίδευση των νέων της. Σ’ αυτή την προσπάθεια κάθε καλός δάσκαλος είναι απαραίτητος. Η λογική των διαχωρισμών σε «πατρικίους» και «πληβείους», «δημόσιους» και «ιδιωτικούς» είναι άσκοπη και αναχρονιστική. Το 2004 ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου είχε κάνει την εξής πρόταση: «Από το κράτος που είναι παραγωγός παιδείας πρέπει να πάμε σε ένα κράτος που αγοράζει παιδεία από μια αγορά την οποία πιστοποιεί, την οποία ελέγχει και στην οποία θέτει κανόνες για να είναι υψηλού επιπέδου».
Ο Ι. Καποδίστριας, ο πρώτος μαρτυρικός κυβερνήτης της πατρίδας μας, έλεγε ότι «τα σχολεία δεν είναι απλώς τόπος προεκτάσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια Ηθικής, Χριστιανικής και Εθνικής αγωγής».
Ας αναρωτηθούμε τι σχολεία έχουμε σήμερα;
Εν κατακλείδι πρέπει να στοχεύουμε σε μία ποιοτική παιδεία που θα δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους που θα διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες κι όχι μόνο τεχνοκράτες και θα μεταφέρει την Ελληνορθόδοξη παράδοση.