Οι πανελλαδικές δοκιμασίες εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν διαχρονικά τον πλέον αξιόπιστο και αντικειμενικό διαγωνισμό που γίνεται στον τόπο μας. Τα αποτελέσματα αυτού του διαγωνισμού δημιουργούν μια κατάταξη των υποψηφίων με κριτήριο τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους. Η ανάγκη ύπαρξης αυτής της διαγωνιστικής διαδικασίας είναι αναμφισβήτητη καθώς σε ολόκληρο τον κόσμο η μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γίνεται μέσω δομημένων κριτηρίων αξιολόγησης. Μέσω εξετάσεων σε ολόκληρο τον κόσμο τα πανεπιστήμια διερευνούν την προαπαιτούμενη γνώση και επιλέγουν τους άριστους. Οι πανελλαδικές, ωστόσο, εξετάσεις αποτελούν κάθε χρόνο αντικείμενο σκληρής κριτικής η οποία ξεκινάει από τα λάθη των θεμάτων και φθάνει μέχρι τον λαϊκισμό της κατάργησής τους. Στις φετινές Πανελλαδικές συνέβησαν και τα δύο. Επιστημονικά λάθη της θεματοδοσίας μπήκαν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο επιστημονικών ενώσεων και δεν ξέφυγαν από τον καταγγελτικό ξύλινο λόγο με τον οποίο έχουμε ανατραφεί. Οι ιθύνοντες αντέδρασαν με προχειρότητα και οι μαθητές και οι γονείς τους αναστατώθηκαν για μια ακόμα χρονιά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μέσα στη σύγχυση οι εχθροί της αξιολόγησης στην εκπαίδευση θυμήθηκαν ξανά τον μύθο της ελεύθερης πρόσβασης και δεν έχασαν την ευκαιρία να υποσχεθούν την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων μεσούσης της προεκλογικής περιόδου. Πέρα όμως από την προχειρότητα των θεωρήσεων το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, παλιό και νέο, θα πρέπει να εντρυφήσει στα αδίδακτα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων και να αναρωτηθεί σε πόσα κρατικά σχολεία του κέντρου και της περιφέρειας το επίπεδο της διδασκαλίας έφθασε στο υψηλό, πράγματι, επίπεδο των θεμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων της Φυσικής ή των Μαθηματικών; Σε πόσες αίθουσες, άραγε, κρατικών λυκείων διδάχθηκαν δοκίμια απαιτητικά όπως αυτό που δόθηκε στην εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας; Ποια σχολικά εγχειρίδια προσεγγίζουν τις απαιτήσεις των θεμάτων που συναντάει ο υποψήφιος στις εξετάσεις; Ποια άτυπη βαθμίδα εκπαίδευσης προετοιμάζει εκπαιδευτικά τους έφηβους μαθητές της χώρας για να διαπρέψουν αρκετοί εξ αυτών στις πανελλαδικές εξετάσεις; Αν απαντήσουμε με ειλικρίνεια στα παραπάνω ερωτήματα τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε και το τεράστιο πρόβλημα της καθολικής αποδιοργάνωσης της λυκειακής βαθμίδας αλλά και το θλιβερό γεγονός ότι οι μισοί από τους εισακτέους μας στα πανεπιστήμια δεν περατώνουν ποτέ τις σπουδές τους. Αν επιθυμούμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να παρέχει τίτλους σπουδών με ουσιαστικό αντίκρισμα στην πραγματική ζωή οφείλουμε να αναδιοργανώσουμε τα σχολειά μας με την παγκόσμια αποδεκτή και την αδιαπραγμάτευτη αρχή της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και του αξιοκρατικού καταμερισμού. Η ελεύθερη πρόσβαση που ιστορικά έγινε πράξη το σκοτεινό έτος 1942 ενέγραψε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας 8.590 φοιτητές ήτοι το 72% των αποφοίτων των Γυμνασίων εκείνης της χρονιάς. Η ελεύθερη πρόσβαση στην γνώση αποτελεί το πρώτιστο ζητούμενο εν μέσω της πρωτόγνωρης κρίσης και η μόνη κοινωνικά δίκαιη πολιτική που μπορεί να εξασφαλίσει τις ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση είναι μια σταθμισμένη, υπέρ των αδυνάτων, χρηματοδότηση. Γιατί οι έχοντες σε αυτή τη χώρα έχουν πάψει προ πολλού να στέλνουν τα παιδιά τους στον διαγωνισμό των αδίδακτων πανελλαδικών θεμάτων.