Ένα εξαιρετικό σε επίπεδο τεκμηρίωσης άρθρο του Παντελή Κυπριανού, καθηγητή της ιστορίας της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στην Κυριακάτικη Αυγή της 14ης Φεβρουαρίου, θέτει εξαιρετικά ερωτήματα που προϋπογράφουμε και υπογραμμίζουμε. Με τον αντικειμενικό αρθρογράφο θα διαφωνήσουμε τεκμηριωμένα μόνο στην πεποίθηση του ότι το φροντιστήριο αναδιπλασιάζει τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Θα διαφωνήσουμε ακόμη με τη πρόταση του προς τους γονείς να μη θεωρούν ότι εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στην τύχη τους όταν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την φροντιστηριακή υποστήριξη. Σε κάθε περίπτωση το άρθρο εισάγει τον προβληματισμό στο επίπεδο του ορθολογισμού και της ευπρέπειας παρά σε εκείνο του παραλογισμού στον οποίο παραπέμπει ο τίτλος. Δείτε το και περιμένουμε τα σχόλιά σας.
Η ιστορία και ο παραλογισμός του φροντιστηρίου
Ως κοινωνικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο το φροντιστήριο εμφανίζεται ουσιαστικά το 1922 μετά την ψήφιση του Ν. 2905 (περί οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου) με τον οποίο θεσπίζονται εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι αθηναϊκές εφημερίδες κατακλύζονται από καταχωρήσεις φροντιστηρίων που διαλαλούν τις επιτυχίες τους.
Το 1933, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, αδυνατώντας να ικανοποιήσει τα μισθολογικά τους αιτήματα, επιτρέπει στους «καθηγητές της μέσης» να διδάσκουν ιδιαίτερα μέχρι και τρεις ώρες τη βδομάδα για να συμπληρώσουν το μισθό τους. Όσο διογκώνεται το φροντιστήριο, εκπληρώνει τριπλή λειτουργία: απασχόλησης πτυχιούχων «καθηγητικών» σχολών, ενίσχυσης των εισοδημάτων των διορισμένων εκπαιδευτικών και δραστικό μέσο μη ενασχόλησης με τα «κοινά». Γιατί να διεκδικήσει κάποιος συλλογικά μία αβέβαιη και γλίσχρη μισθολογική αύξηση, όταν μπορεί να βγάλει, γρήγορα και «μαύρα», τα πολλαπλάσια;
Η ακατανόητη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων μεταπολεμικά, μέχρι το 1981, να μην υιοθετήσουν τη διεθνή τάση μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μια συγκυρία οικονομικής ανάπτυξης, τροφοδότησε τόσο τη λεγομένη φοιτητική μετανάστευση στο εξωτερικό όσο και την αστυφυλία, καθώς πολυάριθμοι κάτοικοι μετακινήθηκαν από την επαρχία στην Αθήνα, για να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερες ευκαιρίες για σπουδές.
Ο συγκριτικά μικρός αριθμός των εισακτέων (4.000 κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και 15.000 στα τέλη του 1970), σε μία περίοδο έντονης οικονομικής ανάπτυξης και διόγκωσης των κρατικών υπηρεσιών, εξέθρεψε την αναπαράσταση για το πτυχίο ως το κατεξοχήν κριτήριο αποτίμησης της προσωπικής διαδρομής. Ενισχυμένη από την απουσία οριζόντιας κινητικότητας στο σχολείο και συμπληρωματικών μορφών πρόσβασης στα ΑΕΙ, η εν λόγω αναπαράσταση ξαναζωντάνεψε δοξασίες του 19ου αιώνα, που ήθελαν τον Έλληνα ζηλωτή του σχολείου και των γραμμάτων, πρόθυμο για κάθε θυσία, προσωπική και οικογενειακή, για να προκόψει.
Παραδόξως, η «εξύμνηση» του σχολείου οδήγησε στην απονέκρωσή του. Η άνιση ανάπτυξη των κρατικών υπηρεσιών στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 δεν οδήγησε στη θεμελίωση ενός «κράτους-πρόνοιας», αλλά κατέστησε δυνατή τη γρήγορη απορρόφηση της πλειονότητας των αποφοίτων ΑΕΙ, κατά πρώτο λόγο των «ημετέρων». Έτσι, ενισχύθηκε κι άλλο η εικόνα του πτυχίου-διαβατηρίου για την ανοδική κοινωνική κινητικότητα, η οποία, με τη σειρά της, ανατροφοδότησε τη ζήτησή του. Συνέπεια; Ισχνή συμβολή της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη της χώρας, προσκόλληση στο παρελθόν, διαιώνιση των απαρχαιωμένων σχολικών δομών.
Όλα αυτά εξέθρεψαν το «αναγκαίο κακό», τα φροντιστήρια τα οποία επέτειναν τη διάλυση του δημόσιου σχολείου και δημιούργησαν σειρά από φαινομενικά παράδοξες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με όρους αγοράς, κόστους/οφέλους ή προσφοράς/ζήτησης. Θα περίμενε κανείς ότι ο τετραπλασιασμός των εισακτέων τα τελευταία 30 χρόνια, σε συνδυασμό με τη μείωση του αριθμού των μαθητών, θα οδηγούσε στην αποδυνάμωσή τους. Κάθε άλλο.
Με το χρόνο ο αριθμός των μαθητών στα φροντιστήρια αυξάνει. Μπορεί κάποιες κυβερνητικές πολιτικές, όπως η «μεταρρύθμιση Αρσένη», να συνέτειναν σ' αυτό, δεν εξηγούν, όμως, το φαινόμενο. Πώς γίνεται να κάνουν φροντιστήριο, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους, οι μαθητές των «καλύτερων» και «ακριβότερων» γυμνασίων και λυκείων της χώρας; Πώς γίνεται να κάνουν τα παιδιά φροντιστήρια, ακόμη κι από το νηπιαγωγείο, το οποίο με τη σειρά του σχολειοποιείται;
Είναι προφανές ότι ο κόσμος του φροντιστηρίου συνιστά ένα σύμπαν με δικούς του κανόνες και κώδικες αμοιβαίας αλληλο-αναγνώρισης (η υψηλή τιμή μαρτυρά τον καλό φροντιστή και συνάμα την ευμάρεια της οικογένειας), από το οποίο σύμπαν ζουν χιλιάδες άνθρωποι. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να το διαλύσει, και ενδεχόμενα δεν θα είχε λόγο να το αγγίξει, αν δεν υπομόνευε το δημόσιο σχολείο, τις αρχές και τους ρυθμούς του. Ενδεικτικά, το φροντιστήριο φαντάζει ως θεσμός πιο φιλελεύθερος, λιγότερο καταθλιπτικός και λιγότερο αυστηρός.
Τα προαναφερθέντα δεν είναι από μόνα τους κακά, εφόσον κάποια θα μπορούσε να τα κάνει κτήμα του και το δημόσιο σχολείο, για να καταπολεμήσει την πλήξη και την απώθηση που αισθάνονται πολλά παιδιά γι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι, καθώς τα όρια ανάμεσα στους δύο θεσμούς είναι διαπερατά, λόγω κυρίως της εμπλοκής των εκπαιδευτικών και στους δύο, το σχολείο παραχωρεί όλο και περισσότερο αρμοδιότητές του υπέρ του φροντιστηρίου (όπως ο επαγγελματικός προσανατολισμός), ουσιαστικά δηλαδή αυτό-ακυρώνεται. Έτσι, απονευρώνονται και απο-νομιμοποιούνται μέτρα ορθά, όπως η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη και το Ολοήμερο.
Γιατί δεν αντιδρούν εντονότερα οι γονείς που πληρώνουν ένα τεράστιο τίμημα; Οι λόγοι είναι πολλοί, αρχής γενομένης από την προαναφερθείσα αναπαράσταση του πτυχίου. Ως σημαντικότερο θεωρώ την κοινωνική πίεση, που οδηγεί τους γονείς, ακόμη και τους πιο άπορους, να ταυτίσουν το φροντιστήριο με την τύχη των παιδιών τους και να πιστεύουν ότι αν δεν τα στείλουν τα αφήνουν στη μοίρα τους και τα καταδικάζουν στην αποτυχία. Εδώ ακριβώς έγκειται ο παραλογισμός του φροντιστηρίου.
Ξέρουμε ότι το σχολείο αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το φροντιστήριο, το οποίο λειτουργεί με βασικό γνώμονα το κέρδος: οι εύποροι, οικονομικά και γνωστικά, μαθητές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων, μαθητεύουν στα καλά φροντιστήρια και τους ακριβούς φροντιστές, οι λιγότερο εύποροι στα ανάλογα. Με τον τρόπο αυτό αναδιπλασιάζονται οι αρχικές ανισότητες. Το φροντιστήριο, με άλλα λόγια, δεν βοηθά όλους τους υποψήφιους να μπούνε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντίθετα, διευρύνει τις πιθανότητες αυτών που έχουν ήδη τις περισσότερες πιθανότητες να περάσουν. Έτσι, νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων τα τελευταία χρόνια, παρά την αύξηση του αριθμού των εισακτέων.
Κανένα σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα περιορίσει από μόνο του δραστικά τις κοινωνικές ανισότητες και δεν θα καταλύσει τα φροντιστήρια. Μπορεί, όμως, να κάνει δύο πράγματα: να συμβάλλει ώστε να βγουν οι γονείς από το δίλημμα «μη φροντιστήριο = εγκατάλειψη των παιδιών»∙ και να μην ιεραρχεί θεσμούς και επαγγέλματα, όπως ακριβώς κάνει το ισχύον σύστημα εισαγωγικών με την επικουρία των φροντιστηρίων, οδηγώντας έτσι τους νέους και τις νέες σε επιλογές ασύμβατες με τις δεξιότητες και τις προτιμήσεις τους.
*Ο Παντελής Κυπριανός διδάσκει ιστορία της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών