Με την Άννα Χατζησοφιά συναντηθήκαμε στα θρανία της Α΄Γυμνασίου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Τυρνάβου το 1969. Οι απρόβλεπτες τεθλασμένες της παιδικής μας ζωής μας οδήγησαν , από την Θεσσαλονίκη εκείνη και απο την Αθήνα εμένα , στην ξεχωριστή αγροτική κωμόπολη τον “κόκκινο Τύρναβο” όπως αρέσκονταν να αποκαλεί την ιδιαίτερη πατρίδα του ο Κώστας Λουλές ! Στα θρανία της εφηβείας η πολυτάλαντη Άννα έγραφε τις ωραιότερες εκθέσεις οι οποίες ανάγκαζαν την φιλόλογο κ. Ζαρμακούπη να αναφωνεί : “προσωπικά υποκλίνομαι !”… . Η Άννα πέρασε στην ΑΣΟΕΕ αλλά την κέρδισε η τέχνη της συγγραφής και σήμερα στο διαδίκτυο των εκλογών δεν διάβασα απλώς το άρθρο της αλλά την άκουσα να το απαγγέλλει , με το εφηβικό της πάθος που την τοποθετούσε πάντα αριστερότερα υμών, στο χώρο της μαγείας και της υπέρβασης. Σας παραδίδω στην μαγεία της γραφής της…
Όταν μιλάνε για τις προτάσεις της αριστεράς, γιατί δεν μπορούν πια να ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν, εκτοξεύεται με υποφώσκουσα ειρωνεία και αμφισβήτηση η ίδια ερώτηση: Πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι προτάσεις;
Εμένα πάλι, για να παραφράσω τον Μπρεχτ, όταν ακούω ρεαλισμό, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει. Αν με τη λέξη ρεαλισμός εννοούν κι άλλο πετσόκομμα των μισθών και συντάξεων και τον συναγωνισμό με την Βουλγαρία και την Κίνα για τον τίτλο της Μις Εξαθλίωση, τότε όχι, η δική μας πρόταση δεν είναι ρεαλιστική.
Αν με τη λέξη ρεαλισμό, εννοούν εργασιακές σχέσεις τύπου «σκλάβοι στις γαλέρες», τότε όχι, δεν είμαστε ρεαλιστές. Σ΄ αυτόν τον ρεαλιστικό εργασιακό Καιάδα που μας πετάνε, προσδίδουν και χαριτωμένους χαρακτηρισμούς, όπως «ευέλικτες σχέσεις», ελισσόμενες εύκολα δηλαδή, και από την μεριά του εργοδότη ελισσόμενες, γιατί ο εργαζόμενος με το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο, πού να την βρει την ευελιξία και την χαριτωμενιά της Κομανέτσι;
Αν με την λέξη ρεαλισμό εννοούν να βγαίνουμε στη σύνταξη με το ένα πόδι στον τάφο και το εφ’ άπαξ να αντικατασταθεί με επίδομα κηδείας, τότε όντως, η πρόταση μας είναι μη ρεαλιστική.
Αν είναι ρεαλισμός το να αναγκάζονται οι νέοι με πτυχία και μεταπτυχιακά να μεταναστεύουν, τραγουδώντας σουξέ του ΄60 «μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα», ή να επιστρέφουν άνεργοι στο χωριό τους και να ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία χωρίς διέξοδο, τότε χάρισμά τους.
Αν ρεαλισμός θεωρείται να αυξάνονται κατά 20.000 το μήνα οι άνεργοι, και να πολλαπλασιάζονται οι αυτοκτονίες -στις οποίες αποδίδουν ψυχολογικό υπόβαθρο, λες και η ανεργία και η κοινωνική περιθωριοποίηση θα μπορούσε να παράγει κάτι διαφορετικό, μια χαρά και μια ευεξία ας πούμε-, τότε μακριά από μας αυτή η ρεαλιστική σκέψη.
Αν ρεαλισμός είναι να λιποθυμούν παιδιά από την πείνα, να μετατρέπονται τα παγκάκια σε κρεβάτια αστέγων, να ξαναγίνεται η παιδεία προνόμιο των πλουσίων, να διαλύεται το (όποιο) κοινωνικό κράτος, να κλείνουν νοσοκομεία, τότε όχι, δεν έχουμε καμιά σχέση με τον ρεαλισμό τους.
Αν με τον ρεαλισμό τους ονειρεύονται μια χώρα όπου θα λειτουργεί ο κοινωνικός αυτοματισμός, μια χώρα με σημαία τη μισαλλοδοξία, και μια χώρα που θα θεωρεί τα δημοκρατικά δικαιώματα της απεργίας και της διαμαρτυρίας ενόχληση για τους τουρίστες, τότε όχι, δεν έχουμε ρεαλιστικές προτάσεις.
Εάν αυτό είναι ρεαλισμός, τότε δεν θέλω ρεαλισμό θέλω μαγεία.
Την μαγεία που μπορεί να φέρει η ανατροπή, όχι μόνο με την ψήφο στις 6 Μάη, αλλά με την διαρκή συμμετοχή από την επόμενη μέρα όλων μας στη διακυβέρνηση, μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, και τον έλεγχο της εξουσίας από τα κάτω.
Τότε μπορεί να δημιουργήσουμε μαγεία. Όχι αυτή που βγάζει κουνέλια από το καπέλο, αλλά τη μαγεία της αλληλεγγύης, της συνεταιριστικής αυτοοργάνωσης, του πραγματικά δημοκρατικού σχεδιασμού της κοινωνίας με προοπτική τον σοσιαλισμό. Τη μαγεία ενός αύριο όπου θα συνυπάρχουμε χωρίς διαχωρισμούς – φυλετικούς, σεξιστικούς, θρησκευτικούς, σεξουαλικής προτίμησης. Τη μαγεία ενός αύριο όπου η λέξη «Αγορές» θα σημαίνει τις αλλεπάλληλες συνελεύσεις του Δήμου.
Υ.Γ.: Τη φράση «Δεν θέλω ρεαλισμό θέλω μαγεία», την λέει η Μπλανς Ντυμπουά στο θεατρικό έργο του Τεννεσή Ουίλιαμς «Λεωφορείο ο Πόθος»!
Η Άννα Χατζησοφιά είναι υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Αθήνας