Με ευθείες ερωτήσεις μερικής άγνοιας γνωστός δημοσιογράφος ρωτούσε και ξαναρωτούσε σε τηλεοπτική εκπομπή τον πολυπράγμονα, επί του καταρρέοντος ασφαλιστικού, εκπρόσωπο της συνομοσπονδίας των εργαζομένων, για τα μαύρα ιδιαίτερα της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.
Πώς θα ξεσκεπάσουμε την εκπαιδευτική παραοικονομία που υπερβαίνει το 1,5 δις ευρώ ετησίως;
Απάντηση δεν έλαβε ο συμπαθής δημοσιογράφος καθώς ο Έλληνας απαλλάσσει εαυτόν συστηματικά και γκρινιάζει κατά κανόνα για τους άλλους. Τα επιχειρήματα της απενοχοποίησης είναι γνωστά κατά περίπτωση και μάλιστα προβάλλονται ανερυθρίαστα και δημόσια από τους εκπροσώπους των συντεχνιών. Ο μισθός ενός διορισμένου καθηγητή είναι μικρός, οι απαιτήσεις της αξιοπρεπούς διαβίωσης μεγάλες και τα ιδιαίτερα μαθήματα αποτελούν μια αναγκαστική πράξη. Ο αδιόριστος καθηγητής, ο επί μακρόν πολιορκητής του ΑΣΕΠ, ο περιπλανώμενος στην ωρομίσθια και την αναπλήρωση, ο μερικώς και περιστασιακώς απασχολούμενος στα φροντιστήρια, ο αιώνιος επί πτυχίω φοιτητής και πλείστοι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας σχετικοί και μη, έχουν τα ιδιαίτερα μαθήματα ως κύρια ή συμπληρωματική απασχόληση και ισχυρίζονται δικαίως ότι καταφεύγουν σε πράξεις αναγκαστικής παρανομίας για την επιβίωσή τους. Το εύκολο επιχείρημα της μηδενικής κερδοφορίας οδηγεί στην φοροδιαφυγή «της μισής απόδειξης» και στην εισφοροδιαφυγή της υπασφάλισης των εργαζομένων τους πολλά φροντιστήρια.
Η οικονομική δυσπραγία είναι το κοινό πρόσχημα όλων και επιβάλλει την εκπαιδευτική παραοικονομία, η οποία αποτελεί το 71,4 % των δαπανών της ελληνικής οικογένειας για την μη τυπική εκπαίδευση σύμφωνα με τη Γ.Σ.Ε.Ε.
Αν συνειδητοποιήσουμε ότι ζούμε σε μια χώρα στην οποία μετά βίας 30.000 πολίτες έχουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 100.000€ και 4.000.000 πολίτες εισόδημα χαμηλότερο των 30.000€ και με επίγνωση της ανταμοιβής που μπορεί να έχει ο απασχολούμενος ως περιπλανώμενος οικοδιδάσκαλος ετησίως, καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η εκπαιδευτική παραοικονομία ασκείται από τους μη προνομιούχους. Η ταξική αυτή καταγραφή όμως ουδόλως νομιμοποιεί την πειρατεία των ιδιαιτέρων. Κανένας αθλούμενος στη φοροδιαφυγή δε δικαιούται να γκρινιάζει για τους άλλους. Το «ζητείται απόδειξη» έχει υπόσταση και βάση δικαίου όταν όλοι μας χωρίς καμία εξαίρεση, κοινωνία, πολίτες και συντεχνίες αποφασίσουμε ότι δεν θα ανεχθούμε την παρανομία κανενός, πολλώ δε μάλλον την ηθική της νομιμοποίηση. Αυτό όμως επιβάλλει πλάϊ στις άμεσες προτάσεις μιας αποτελεσματικής εισπρακτικής πολιτικής, να προστεθούν διαρθρωτικά μέτρα που θα μετασχηματίσουν υπαρκτές επαγγελματικές κατηγορίες της γκρίζας ζώνης σε νόμιμα φροντιστήρια και τους επαγγελματίες των ιδιαιτέρων σε νόμιμους και διαπιστευμένους επιτηδευματίες στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα η κοινωνία των πολιτών στο πλαίσιο μιας νέας ηλεκτρονικής διακυβέρνησης οφείλει να ελέγχει μέσω των δημοσίων μητρώων τη νομιμότητα των δασκάλων που εκπαιδεύουν τα τέκνα της και την κοινωνική τους συνεισφορά με απτές και αναμφισβήτητες αποδείξεις. Το παράδειγμα της γαλλικής και της βρετανικής οικονομικής πολιτικής απέναντι στα ιδιαίτερα και τα πάσης φύσεως φροντιστήρια, η οποία κινήθηκε στους παραπάνω άξονες απέφερε καρπούς και για την κοινωνία και για την οικονομία.
Η ιδιότυπη φορολογική ασυλία της εκπαιδευτικής παραοικονομίας απαιτεί πολιτική τόλμη, αναμέτρηση με τις συντεχνιακές λογικές της προστασίας των ημετέρων και πρέπει να διδαχθεί στους νέους ένα νέο ήθος από δασκάλους που εκπληρώνουν στο ακέραιο το κοινωνικό τους χρέος.