Οι επικείμενες αλλαγές στα ζητήματα αξιολόγησης των μαθητών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επαναφέρουν για πολλοστή φορά στο προσκήνιο τη σύγκρουση εκείνων που οραματίζονται ένα σχολείο χωρίς εξετάσεις και μια Παιδεία χωρίς διαγωνισμούς και εκείνων που παιδαγωγικά εμπιστεύονται το ρόλο των εξετάσεων και της αξιολόγησης ως κίνητρο μάθησης για την κατάκτηση γνώσεων.
Παρά το γεγονός ότι η εξετασιοφοβία των οπαδών της κουλτούρας του εξισωτισμού υποκρύπτει τελικά την αντίσταση σε μια συνολική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και την ανάδειξη της διασύνδεσης της πραγματικότητας με τις αναπαραστάσεις της άρα και με τον αναμφισβήτητο ρόλο των φροντιστηρίων που συνδιαμορφώνουν το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, μπορούμε να υπερβούμε τις «αντιθέσεις» με αφετηρία κοινές διαπιστώσεις και οραματισμούς.
- η αξιολόγηση προαγωγής από τη μία βαθμίδα στην άλλη, είναι αναγκαία και πρέπει να έχει πρώτιστα τη διάσταση της διαγνωστικής διαπίστωσης ενός ελάχιστου επιπέδου γνώσεων χωρίς απαραίτητα την αυστηρή αξιολογική κατάταξη. Τα θέματα των εξετάσεων αυτών πρέπει να είναι τέτοια ώστε το ποσοστό της σχολικής αποτυχίας και της συνακόλουθης μαθητικής διαρροής να μην υπερβαίνει τα διεθνή standards του 3 – 5% των μαθητών.
-
ο τίτλος γενικής υποχρεωτικής δωδεκάχρονης Παιδείας για όλους είναι πλέον κοινωνικά επιβεβλημένος και από την ανάγκη ενός ευρύτερου φάσματος γνώσεων στο πλαίσιο της «δια βίου εκπαίδευσης» αλλά και από την χρήσιμη θαλπωρή της σχολικής ζωής κυρίως για τα παιδιά που ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερα προβλήματα όπως οι τσιγγανόπαιδες και τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών.
-
ο τίτλος πρόσβασης στην τριτοβάθμια με αδιάβλητες, αξιοκρατικές, διαφανείς διαδικασίες δημοσίου και κοινωνικού ελέγχου. Τα θέματα αυτού του διαγωνισμού πρέπει να έχουν τον απαιτούμενο βαθμό δυσκολίας για να μην παρατηρείται το φαινόμενο σε ένα τμήμα υψηλής ζήτησης 100 εισακτέων, η διαφορά του πρώτου από τον τελευταίο αποτυπώνεται σε 40 μόρια! σε μια κλίμακα 20.000 μορίων, με προφανή την αδυναμία της αξιοκρατικής κατάταξης και της διαβάθμισης των υποψηφίων.
Ατυχώς, οι εξετάσεις προαγωγής και απόλυσης στο υπάρχον σύστημα αλλά και στο ευαγγελιζόμενο, εμπλέκονται με τη διαδικασία επιλογής και πρόσβασης στην τριτοβάθμια η οποία είναι χωρίς αμφιβολία ένας διαγωνισμός με ποιοτικά χαρακτηριστικά και φιλοσοφία που πόρρω απέχει από τον παιδαγωγικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η ενδοσχολική αξιολόγηση.
Η εμπλοκή αυτή καταστρέφει αφ’ ενός την παιδαγωγική αξία των ενδοσχολικών εξετάσεων και διαστρέφει αφ’ ετέρου την χρησιμότητα της διαδικασίας επιλογής καθιστώντας την, έναν επαχθή και άδικο διαγωνισμό αστάθμητων παραγόντων.
Ο επικείμενος διάλογος μπορεί να οδηγήσει στον λειτουργικό διαχωρισμό που μπορεί να αποτρέψει την απαξίωση του Λυκείου με αξιολογήσεις κύρους από διαβαθμισμένες τράπεζες θεμάτων και ταυτόχρονα να αποβάλλει από το σώμα της εκπαίδευσης τη λογική της ήσσονος προσπάθειας η οποία κυριάρχησε στην μετά Αρσένη εποχή. Οι υπουργικές επισημάνσεις για τον πήχη των επιδόσεων, είναι απολύτως ορθές και συνάδουν με το παραδοσιακό απόφθεγμα ενός μεγάλου και χαρισματικού Φροντιστή, ο οποίος έλεγε ότι «κατεβάζοντας τον πήχη, δε δημιουργούμε πρωταθλητές αλλά αγράμματους».