Ο διάλογος ξεκίνησε από τις στήλες και τα ένθετα πολλών εφημερίδων και μας δίνει –εκτός από τα παραδοσιακά συνθήματα και τις χρόνιες αοριστίες της εκπαιδευτικής normality–εξαιρετικά χρήσιμες αποδελτιώσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν την δυναμική όχι για μια ψευδώνυμη «μεταρρύθμιση» αλλά για μια καταστατική αλλαγή στην εκπαιδευτική δυσπραγία του «ελληνικού μοντέλου»
Η πρώτη αποδελτίωση είναι η απολύτως ορθή άποψη της Υπουργού Παιδείας σε πρόσφατη συνέντευξη της στην οποία υπογραμμίζει μεταξύ των άλλων ότι «…έχουμε πάρα πολλούς εκπαιδευτικούς που δίνουν πραγματικά τη ζωή τους και θα πάμε μαζί τους…». Υπάρχουν πραγματικά χιλιάδες εκπαιδευτικοί που δίνουν καθημερινά τη μάχη της ποιοτικής παιδείας και της εκπαιδευτικής καινοτομίας. Η κρίσιμη αυτή μάζα αποτελεί μια εκπαιδευτική πρωτοπορία η οποία υπερασπίζεται της αξιοπρέπεια του δασκάλου σ’ ένα αναχρονιστικό πλαίσιο και υπάρχει παντού και σε σχολεία και σε φροντιστήρια και σε ερευνητικά κέντρα χωρίς όμως να έχει βρει τον βηματισμό της καθώς τελικά εγκλωβίζεται στην αδιέξοδη τροχιά ενός νοσηρού εξισωτισμού που βολεύει τους επιτήδειους και τους ακάματους των παρασιτικών δομών.
Η δεύτερη αποδελτίωση χρονολογικά παλαιότερη αλλά υψίστης σημασίας είναι ή άποψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος στις 26 Μαΐου του 2004 σε δημόσια ομιλία του είπε «…από το κράτος που είναι παράγωγος παιδείας πρέπει να πάμε σ’ ένα κράτος που να αγοράζει την παιδεία από μια αγορά την οποία πρέπει να πιστοποιεί και να ελέγχει ώστε να διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών υπηρεσιών…» . Η θαρραλέα αυτή τοποθέτηση –η οποία καθόλου δεν άρεσε στους οπαδούς της κρατικής κουλτούρας τους οποίους εξέθρεψε ο κρατικοδίαιτος κομματισμός– είναι ένα δεύτερο ζητούμενο.
Η απελευθέρωση της παιδείας από τα κρατικά δεσμά και μια νέα μορφή χρηματοδότησης μπορεί αναμφίβολα να γίνει με την ταυτόχρονη κατοχύρωση του κοινωνικού αγαθού και της κοινωνικής αξίας. Η νομοτελειακή συνεπαγωγή ότι κάθε κοινωνική αξία και κάθε δημόσιο αγαθό πρέπει να παρέρχεται από το κράτος πρέπει να μετασχηματισθεί στην αντίληψη ότι η πολιτεία ως εντολοδόχος της κοινωνίας οφείλει να εξασφαλίσει ισοτίμως ένα ποιοτικό σχολείο για όλους χωρίς να απεμπολεί την στρατηγική εποπτεία και τον αξιολογικό έλεγχο που πρέπει να πραγματώνεται με αδιάβλητες και αξιόπιστες διαδικασίες.
Σ’ ένα σχολείο στο οποίο η μοναδική παράμετρος αυτονομίας είναι η ωριαία διαμόρφωση του προγράμματος των μαθημάτων–με αποτέλεσμα να έχουμε την πρωτοκαθεδρία στις σχετικές έρευνες του ΟΟΣΑ ως το πλέον υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο καθώς μόνο το 13% των αποφάσεων λαμβάνεται από το ίδιο το σχολείο –κάτι πρέπει να γίνει. Σ’ αυτή ακριβώς την κατεύθυνση ενός αυτόνομου σχολείου μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά οι πρωτοπόροι εκπαιδευτικοί καταθέτοντας τις απόψεις τους όχι μόνο με την συντεταγμένη τους αντιπροσωπεία αλλά και με το προσωπικό στίγμα του μάχιμου δασκάλου.
Παράλληλα με την καταχώρηση της αυτονομίας και ελευθερίας της διδασκαλίας πρέπει πρωτίστως να καταπολεμηθεί η ανισότητα που αναπαράγεται και διευρύνεται σήμερα μέσω προσιτών διδάκτρων για τους έχοντες και διατακτικών για τους οικονομικά ασθενέστερους με κίνητρα αμοιβής και διάκρισης για το δάσκαλο και επιλογής για τον γονέα και τον μαθητή.