Απένταροι. Φουκαράδες. Αλλά στο κιμπαρλίκι πρώτοι! Και κιμπάρηδες όχι μόνο μεταξύ μας, στην παρέα. Μα και ως κράτος. Από τότε που πρωτοπήγα σχολείο, έως την ημέρα που το τελείωσα, τα βιβλία ήταν τζάμπα. Τα έβγαζε ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, ο ΟΕΣΒ, και τα αγοράζαμε από τα βιβλιοπωλεία με ελάχιστα χρήματα. Σχεδόν δωρεάν (και πολύ σωστά). Ποτέ κανείς δεν μας είπε, όμως, «μην καταστρέφετε τα βιβλία σας, μην τα μουτζουρώνετε, μην κόβετε σελίδες. Κρατήστε τα σε καλή κατάσταση για να τα πάρουν κι άλλα παιδιά του χρόνου». Άρθρο του Λεύτερη Παπαδόπουλου στα Νέα.
Κιμπάρηδες, καλά το λέω. Δανειζόμασταν και τότε, από δω κι από κει, οι δραχμές μας δεν είχαν αξία, αλλά για οικονομία, για συμμάζεμα η Πολιτεία, το υπουργείο, ούτε καν σκέψη! Την ίδια ώρα, Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Οθωμανοί μείωναν τα έξοδά τους όσο γινόταν περισσότερο. Κι ας είχαν στερλίνες και φράγκα να φάν’ κι οι κότες. Θυμάμαι μια κοπέλα πανέμορφη, 18 ετών, όχι πλούσια. Σπούδαζε στη Γενεύη. Μια μέρα, μπήκε σε ένα χαρτοπωλείο για να αγοράσει δύο τετράδια. Βγάζοντας το πορτοφολάκι της για να πληρώσει, είδε πως της έπεσε ένα κέρμα. Μια δεκαρίτσα. Δεν έσκυψε να τη σηκώσει. «Σας έπεσαν χρήματα», της είπε ο χαρτοπώλης. Η κοπέλα χαμογέλασε κι έκανε μια χειρονομία, «δεν πειράζει». Και ο Ελβετός παρατήρησε: «Με συγχωρείτε δεσποινίς, αλλά η αδιαφορία σας γι’ αυτή τη δεκαρίτσα με πείθει ότι ποτέ δεν θα γίνετε πλούσια…».
Κιμπάρηδες. Σαν τον φίλο μου τον Χάρη, ηθοποιό, που συνήθως είναι άνεργος και ζει με τρεις κι εξήντα. Πίνουμε καφέ αραχτοί στο Θησείο και… φιλοσοφούμε! Γύρω μας, πολλοί ξένοι. Μου λέει ο Χάρης: «Εμείς οι Ελληνες είμαστε άλλος λαός. Φταίει ο ήλιος, ίσως, που μας έχει κάνει μυστήριους. Εμείς δεν θα έπρεπε να δουλεύουμε. Θα έπρεπε, όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια σε αυτή τη γειτονιά, να αράζουμε και να συζητάμε. Ετσι, με τη συζήτηση, βγήκαν όλα αυτά τα ωραία πράγματα – ποίηση, γλυπτική, αρχιτεκτονική κ.λπ. – που τα θαυμάζουν οι πάντες. Αμα δουλεύεις σαν τον Γερμανό ή τον Νορβηγό, πού να βρεις κουράγιο να σκεφτείς, να ονειρευτείς και να κουβεντιάσεις!..»
Στα χρόνια τα δικά μου, τα σχολικά, οι δάσκαλοι δεν μας έλεγαν να μην καταστρέφουμε τα βιβλία μας, αλλά οι γονιοί μας, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, νοικοκύρηδες, μας μάθαιναν να ντύνουμε με μπλε κόλλα ή εν ανάγκη και με εφημερίδα τα τετράδια, το Αναγνωστικό, την Αριθμητική, τη Φυσική, για να είναι καθαρά και να μη φθείρονται. Πώς να το πεις αυτό σε ένα σημερινό παιδί, που ποτέ δεν στερήθηκε κάτι, που πάντοτε έσπαγε τα παιχνίδια του σε δυο μέρες και αξίωνε χαρτζιλίκι από τα έξι του χρόνια;
Στην Ελλάδα – διάβαζα – ξοδεύει το κράτος κάθε χρόνο 45 εκατ. ευρώ για σχολικά βιβλία, τα οποία μετά τη λήξη της χρονιάς πετιούνται στα σκουπίδια! Στη Δανία, όμως, τα βιβλία επιστρέφονται και χρησιμοποιούνται επί 7 χρόνια συνήθως! Στη Γαλλία και την Αγγλία, τα βιβλία επιστρέφονται στο τέλος του έτους. Και αν είναι κουρελιασμένα, βρώμικα, άχρηστα, οι γονείς των μαθητών υποχρεώνονται να τα πληρώσουν. Κιμπαρλίκια, όμως, δεν περνάνε…