Το καλοκαίρι του 1974 τέλειωσα την Ε’ Γυμνασίου και όπως τόσοι και τόσοι νέοι βρέθηκα στις πύλες των φροντιστηρίων. Η θεωρητική κατεύθυνση που διάλεξα με έφερε στο “Θεωρητικό Φροντιστήριο” της οδού Κωλέττη, στα Εξάρχεια. Ερχόμουνα από ένα Πρότυπο Γυμνάσιο της εποχής, νεοιδρυθέν το 1971, την “Πρότυπον Ευαγγελικήν Σχολήν Νέας Σμύρνης” που υποτίθεται ότι πληρούσε αυστηρότερες προδιαγραφές στη μάθηση που μας παρείχε μαζί με τον υπερσυντηρητισμό της εποχής. Τρίχες! Τίποτα δεν μας παρείχε. Παπαγαλία και μιζέρια, μιζέρια και παπαγαλία! Και κανείς δάσκαλος να θαυμάσεις και ν’ αγαπήσεις για κάποια χαραμάδα φως που θα σου άνοιγε να ξεστραβωθείς στο χουντικό σκοτάδι. Οι του “Πρακτικού” συμμαθητές μας φαίνονταν ευχαριστημένοι, τους αρκούσε που μάθαιναν τα κόλπα να λύνουν ασκήσεις.
Στριμωχτήκαμε στις μικρές αίθουσες του κτιρίου της οδού Λόντου και περιμέναμε να γνωρίσουμε έναν καινούργιο κόσμο, που εκτός από παραπαιδεία με όλη τη καχυποψία που συνόδευε την προσέγγισή μας, για μας τα παιδιά που τα περισσότερα σχολικά χρόνια τα θητεύσαμε σε ένα αυταρχικό σχολείο, ήταν κι ένας κόσμος ελευθερίας. Ελευθερίας, πρώτα στο ωράριο (7 με 10 το βράδυ), ελευθερία κινήσεων (ταξίδι στο κέντρο της Αθήνας μακριά από τη γονεϊκή επιτήρηση) και φυσικά για μας τ’ αγόρια που ανήκαμε σε γυμνάσιο Αρρένων ήταν και ελευθερία πρωτοβουλιών στην προσέγγισή μας με τα κορίτσια! Όλα συγκλονιστικά!
Καλά όλ’ αυτά, αλλά το πιο συγκλονιστικό για μένα ήταν η αποκάλυψη ότι τα Αρχαία Ελληνικά και η Λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία) μπορούσαν να μου δώσουν, εκτός από την απόλαυση να τα “ξεκλειδώνω” και να επικοινωνώ μαζί τους, μια βαθιά εμπειρία ζωής που μπορούσε πια να διαποτίσει και τον τρόπο σκέψης μου και τον τρόπο της ζωής μου. Κι αυτά όχι περίκλειστα, όχι στεγανά, απομονωμένα από την ιστορία και την σύγχρονη πραγματικότητα. Αξέχαστα θα μου μείνουν τα “πετάγματα” και οι “λοξοδρομήσεις” του Μπελεζίνη στην ιστορία, αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη, κι ας μας δίδασκε αρχαία ελληνική θεματογραφία. Όπως φυσικά και οι αντίστοιχες, δηκτικότατες κι αυτές, στην ζέουσα σύγχρονη πραγματικότητα της μεταπολίτευσης μαζί με τις παραινέσεις του για να παρακολουθούμε ό,τι ενδιαφέρον γινόταν στην πνευματική ζωή της εποχής. Κι όλα αυτά με τον χαρακτηριστικό τρόπο της ομιλίας και της απαγγελίας του, που στους περισσότερους ανόητους και “τυφλούς” έφηβους, τους μεγαλωμένους μέσα στη επτάχρονη νύχτα της πιο γελοίας και μίζερης περιόδου της ζωής μας, φαινόταν από παράξενη μέχρι αστεία και γραφική. Όμως κάτω απ’ αυτόν τον τρόπο κρυβόταν ένα πάθος για τον τόπο και την πατρίδα, για τους ανθρώπους που την κατοικούσαν, για μας που θα την κατοικούσαμε και θα συμμετείχαμε στον ορισμό της μοίρας της. Πέρασα στο πανεπιστήμιο, το φροντιστήριο έπιασε τόπο, έκανα πολλές και διαφορετικές σπουδές αλλά αυτό που κράτησα ζωντανό, ακόμα και τώρα μετά από περίπου 40 χρόνια, είναι η εικόνα του Ανδρέα Μπελεζίνη, του δασκάλου που πάλλεται μπροστά στους μαθητές του, που συγκινεί επειδή συγκινείται σαν τον καλό παραμυθά που παίρνει τα παιδιά και τα ταξιδεύει και αυτά του αφήνονται με ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη…
“Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα,/ την ιδιάζουσα διάλεκτο/ μιας λησμονημένης,/ τώρα πλέον,/ πόλεως,/ της οποίας και είτανε άλλωστε, / ο μόνος νοσταλγός.”
Νίκος Εγγονόπουλος