Το Νέο Σύστημα Πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί μια ρεαλιστική πρόταση, η οποία έρχεται ως απάντηση σε μια τραγική διαπίστωση που συνοψίζεται στην επισήμως διατυπωθείσα φράση: «Η χώρα δεν έχει Λύκειο».
Το πρώτο σημαντικό και συναινετικό βήμα, καθώς κανένας δεν καταθέτει διαφορετική άποψη, είναι η καθιέρωση ενός αξιόπιστου και αδιάβλητου Απολυτηρίου κατά τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική, για όσους πιθανόν δεν το γνωρίζουν, υπάρχουν απολυτήριες εξετάσεις σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, οι οποίες αποτελούν «διαβατήριο» για την επόμενη βαθμίδα. Συμβαίνει στη Γαλλία από το 1808 και εντεύθεν με το Baccalaureate, στη Γερμανία με το Abitur, στην Ιταλία με τις Maturita και στην Ισπανία με τις Selectividad. Ακόμα και στη Βαλκανική μας περιφέρεια το Απολυτήριο οδηγεί στα Πανεπιστήμια. Μόνο τα αδύναμα και τριτοκοσμικά εκπαιδευτικά συστήματα, που δεν εμπιστεύονται τις σχολικές αξιολογήσεις, οδηγούν τους μαθητές τους σε εθνικές εξετάσεις ολίγων μαθημάτων που δεν έχουν καμία σχέση ως ύλη και περιεχόμενο με τα διδασκόμενα στο σχολείο. Υπό αυτό το πρίσμα, η καθιέρωση ενός προσμετρήσιμου Απολυτηρίου εισάγει μια θετική προοπτική στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, το οποίο αποπειράται –ανεπιτυχώς– από την εποχή του Παπανούτσου να βαθμολογήσει τους μαθητές του.
Το δεύτερο θετικό της πρότασης του Υπουργείου Παιδείας είναι το γεγονός ότι ο διαχρονικός και αδιάβλητος θεσμός των Πανελλαδικών Εξετάσεων, που απολαμβάνει την αποδοχή της κοινωνίας, παραμένει ως κυρίαρχη διαδικασία επιλογής για τις Σχολές. Το αφήγημα της ελεύθερης πρόσβασης παραμένει ιστορικό ζητούμενο του μέλλοντός μας, τουλάχιστον για τις περιζήτητες Σχολές με τα «σκληρά» επαγγελματικά δικαιώματα.
Το τρίτο μερικώς θετικό των εξαγγελιών είναι η καθιέρωση στην πράξη ενός προπαρασκευαστικού έτους, υπό την έννοια ότι εξορθολογίζει το σύστημα και αποτρέπει τον δυϊσμό και την υποκρισία περί της Γενικής Παιδείας. Όλοι όσοι διακονούμε τη μάχιμη λυκειακή εκπαίδευση είμαστε μάρτυρες μιας διαλυμένης τελευταίας τάξης, η οποία ουδόλως υπηρετεί, υπό την παρούσα μορφή, κανέναν απολύτως στόχο. Η απόφαση επιπροσθέτως της καθιέρωσης προπαρασκευαστικού έτους με πολύωρη διδασκαλία των 4 μαθημάτων μεταφέρει ευθύνες στους Καθηγητές της τελευταίας τάξης, οι οποίοι θα κληθούν να αναζωογονήσουν τη λυκειακή ζωή και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους. Γιατί η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη με το διαχρονικό και ανθεκτικό στις μεταρρυθμίσεις εκπαιδευτικό θεσμό του φροντιστηρίου.
Το αδύναμο σημείο του Νέου Συστήματος Πρόσβασης είναι αναμφίβολα η διασφάλιση του αδιάβλητου και του ισότιμου των θεμάτων του Απολυτηρίου, για να μην εξελιχθεί μια διαγνωστική εξέταση σε έναν διαγωνισμό εύκολων θεμάτων με τοπικό χαρακτήρα. Η διαφύλαξη μάλιστα του αδιάβλητου των Απολυτήριων Εξετάσεων θα απομονώσει μια υπαρκτή και ισχυρή μειοψηφία επιόρκων που συστηματικά «αθλείται» στην ανήθικη «μαύρη παιδεία» των ιδιαιτέρων, με το δέλεαρ του προφορικού και του γραπτού βαθμού.
Τέλος, το αφήγημα της ελεύθερης πρόσβασης σε περιφερειακές Σχολές χαμηλής ζήτησης θα πρέπει να τύχει πιλοτικής εφαρμογής και ευελπιστούμε ότι θα αποδειχθεί χρήσιμο για τους μαθητές που θα τις επιλέξουν συνειδητά, ως αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής διαδικασίας συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού. Ταυτόχρονα και τα ίδια τα τμήματα χαμηλής ζήτησης θα έχουν μια τελευταία ευκαιρία επιβίωσης. Γιατί η ελεύθερη πρόσβαση επιτυγχάνεται και σήμερα σε σωρεία τμημάτων με οριακά απαράδεκτες βαθμολογίες, αλλά κανένας από όσους επιτυγχάνουν δεν φαίνεται πρόθυμος να φοιτήσει και να αποπερατώσει τις σπουδές του σε αυτές.
Γιώργος Χατζητέγας
Εκπαιδευτικός Φροντιστής