ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗ
22 / 10 /2005
κος Στεφανής: Ξεκινήσαμε σας έλεγα μία προσπάθεια για να αναδείξουμε τις μορφές οι οποίες κόσμησαν, κοσμούν και θα κοσμούν για μας τους νεότερους συναδέλφους, το χώρο των δασκάλων που διακονούν τη φροντιστηριακή παιδεία γιατί κινδυνεύει να συντριβεί αυτός ο χώρος και αυτός ο κόσμος μέσα στις στάχτες και στα σκουπίδια των αφορισμών και των εύκολων επικλήσεων του αναθέματος της φροντιστηριακής παραπαιδείας όταν εμείς λειτουργούμε παράλληλα και υπηρετούμε ένα πολύ λαϊκό θεσμό κι εσείς είστε ένας από αυτούς που έχουν θεμελιώσει στην κυριολεξία αυτό το θεσμό πέραν το ότι είστε ένας διαπρεπείς δάσκαλος εραστής του λόγου και του αρχαίου και του νέου λόγου τον οποίο επίσης διακονείτε για αυτό και κάνουμε αυτή την κουβέντα σήμερα γιατί θέλουμε το επόμενο τεύχος να είναι αφιερωμένο σε μια μορφή όπως η δικής σας. Έτσι, θα αποκατασταθεί και η ισορροπία μετά τον Μανωλκίδη δηλαδή στα κλασσικά γράμματα.
κος Μπελεζίνης: Άλλωστε για ένα χρονικό διάστημα διηύθυνα το θεωρητικό τμήμα των φροντιστηρίων Μανωλκίδη.
κος Χατζητέγας: Το έχω δει σε μία έκδοση του 1967.
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι, ναι.
κος Χατζητέγας: Του φροντιστηρίου που αναφέρετε και το δικό σας όνομα και του κυρίου Μυτιληναίου.
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι και του κυρίου Ανδρακάκου.
κος Χατζητέγας: Και του κυρίου Ανδρακάκου Κων/νου του μεγάλου.
κος Μπελεζίνης: Τον οποίο δυστυχώς χάσαμε προ μηνών.
κος Χατζητέγας: Ναι, του Κων/νου του νεότερου.
κος Μπελεζίνης: Του ανεψιού μου, ναι του Τάσου του Ανδρακάκου.
λίγα λεπτά διακοπή για καφέ
κος Στεφανής: Να συνεχίσουμε λοιπόν τη κουβέντα. Από τις 7 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ.
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι. Και αυτό όχι από απληστία οικονομική. Ήταν δύσκολο κανείς να λέει όχι σε παιδιά που πολλές φορές έρχονταν από τα περιφερειακά χωριά της περιοχής όπου δίδασκα, του Νομού Αχαΐας, λόγου χάρη. Στην αρχή δίδασκα στην Πάτρα, αλλά και στην Αθήνα όταν μάλιστα οι εξετάσεις ήταν το Σεπτέμβριο, κάθε Σεπτέμβριο. Οπότε μαζεύονταν παιδιά στην πρωτεύουσα από την Ιεράπετρα της Κρήτης μέχρι τον Έβρο στο βορρά. Δεν μπορούσε κανείς να πει όχι. Μάλιστα το 1972 περίπου, πρέπει το Θεωρητικό φροντιστήριο Αθηνών να συγκέντρωνε πάνω από 3000 παιδιά. Αυτό εσήμαινε ότι για να στεγάζεται το πλήθος των μαθητών είχαμε νοικιάσει πολλές πολυκατοικίες και μάλιστα με κάποια ντροπή θα πω τώρα ότι υπήρχε μια πολυκατοικία επί της Πανεπιστημίου, την οποία προσωπικά δεν έτυχε να επισκεφτώ ποτέ. Αλλά, επειδή ήταν πολύ καλή η οργάνωση του φροντιστηρίου τα καταφέραμε.
κος Στεφανής: Γιατί επιλέξατε να είστε φροντιστής; Γιατί νομίζω είχατε διοριστεί, για μία 5ετία έχετε περάσει από το δημόσιο.
κος Μπελεζίνης: Ναι, θα πρέπει κανείς να αναφερθεί σε όλο το ιστορικό. Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημά σας θα πρέπει να πει όλο το χρονικό. Τέλειωσα το οκτατάξιο τότε Γυμνάσιο επί Μεταξά, ήταν η μεγάλη μεταρρύθμιση που το τότε καθεστώς είχε προτείνει για την παιδεία. Τις πρώτες 6 τάξεις του Γυμνασίου εκείνου τις έβγαλα στην περίφημη για την εποχή εκείνη, κυρίως για τα Φυσικομαθηματικά της, Μέση Σχολή Πατρών, αλλά εγώ και άλλοι φοβούμενοι τα Μαθηματικά πήγαμε στις 2 τελευταίες τάξεις στο 4ο Γυμνάσιο Αρρένων. Αλλά ήδη, στη Μέση Σχολή είχε βρεθεί ένας φιλόλογος εμπνευσμένος ονόματι Παναγιώτης Γκίνης ο οποίος ενέπνευσε έρωτα στη Φιλολογία και την Λογοτεχνία σχεδόν σε όλη την τάξη, σε σημείο που να τρέχουμε όλοι ομαδικά στην Δημοτική Βιβλιοθήκη και τα Λαϊκά Αναγνωστήρια της πόλης και να διαβάζουμε απλήστως.
Λοιπόν, είχα έναν πρώτο έρωτα στην Φιλολογία, δίνω εξετάσεις στην Φιλοσοφική – αν θυμάμαι καλά πέτυχα από τους πρώτους – αλλά, ως φοιτητής αρχίζω την φροντιστηριακή δράση. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην έχω φοίτηση συνεχή και ικανοποιητική, ώστε ενώ έπρεπε να ήμουν εγγραφής του ’47 ή ’48 πτυχίο πήρα μετά 10ετία τουλάχιστον, το 1958. Στο μεταξύ ασκούσα παρανόμως ως ένα σημείο το φροντιστηριακό επάγγελμα και πιστεύω ότι είχα αρκετή απήχηση, γλυκαινόμουν και συνεπώς δεν νοιαζόμουν για το πτυχίο. Αν μάλιστα δεν με πίεζαν και δικαίως οι συνάδελφοι εκ των φροντιστηρίων στην Πάτρα ίσως και να μην έπαιρνα ποτέ πτυχίο.
Παίρνω λοιπόν πτυχίο το ’58 και διορίζομαι στο δημόσιο το 1962 περίπου. Αρχικά στο Γυμνάσιο Κάτω Αχαίας και αργότερα στο 4ο Γυμνάσιο Πατρών από το οποίο αποφοίτησα και στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων που μάλιστα άσκησα παρότι νεαρός τότε Γυμνασιαρχία, ατύπως. Διορίζομαι στο δημόσιο, αλλά δεν θα ήθελα να το αποκρύψω, δεν θα ήταν έντιμο, εξακολουθώ να έχω τμήματα σε διάφορα σπίτια των μαθητών. Θα έλεγα ότι στην ουσία δεν εγκατέλειψα το φροντιστήριο και τις παραδόσεις τις φροντιστηριακές. Είμαι βέβαιος ότι δεν ήμουν απολύτως εν τάξη με τα πράγματα και τους νόμους, αλλά δεν θέλησα να το αποκρύψω. Το 1966 με απόφαση του Υπουργείου τότε, καλούμαι να έρθω στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης για μετεκπαίδευση – ένα είδος μεταπτυχιακόν – ώστε έρχομαι στην Αθήνα και αρχίζω να φοιτώ στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης όπου είχα και κάποιους καλούς καθηγητές. Μάλιστα πρόλαβα τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο στα Νέα Ελληνικά, τον Γιάννη Κακριδή και άλλους.
Ωστόσο, και τότε ακόμη, ιδού μια νέα παρανομία μου – θα είμαι απολύτως ειλικρινής – άρχισα να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα σε φροντιστήρια επίσημα, όπως το φροντιστήριο Θεάκου, επί της πλατείας Κάνιγγος ή Ομονοίας δεν θυμάμαι. Από τα επιφανή τότε θεωρητικά και πρακτικά φροντιστήρια, αλλά σε μια δυο το πολύ βδομάδες με κάλεσε ο διευθυντής, ο εις εκ των αδελφών, και μου είπε ότι απολύομαι. Αυτό με ενεθάρρυνε μεγάλως. Ήταν προφανές ότι ανησυχούσε για την απήχηση που είχαν τα μαθήματά μου στα τμήματα του φροντιστηρίου αυτού. Και προτίμησε καλώς πλέον, ίσως, να με απομακρύνει. Τότε ακριβώς μου έγινε η πρώτη πρόταση από τον Κώστα Μανωλκίδη να διευθύνω το θεωρητικό φροντιστήριο που στεγαζόταν τότε επί της οδού Σταδίου.
Δέχτηκα, αλλά δεν του είπα μολονότι δεν το απήτησε ο ίδιος, ότι θα παραιτηθώ. Και υπέβαλα την παραίτησή μου. Είδα δηλαδή, ότι δεν ήταν τα πράγματα τόσο δύσκολα και μυθικά όπως φανταζόμουν για τους μεγάλους δασκάλους στο χώρο αυτό, όπως ήταν ο Τσαπέκης, όπως ήταν ο Χαντζής και άλλου τότε φιλόλογοι, δεινοί όντως.
κος Χατζητέγας: Να παραιτηθείτε εννοείτε από το δημόσιο.
κος Μπελεζίνης: Τη δημόσια υπηρεσία. Πράγματι υποβάλλω την παραίτησή μου και βεβαίως έγινε δεκτή, εξηγούσα τους λόγους και αρχίζω να διευθύνω το φροντιστήριο Μανωλκίδη. Πρέπει να βρισκόμαστε στο Μάιο του 1966. Στις 21 Απριλίου του ’67 ως γνωστόν κηρύσσεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Εγώ εξακολουθώ να διευθύνω και τα λοιπά, αλλά το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους – του ’67 – αίρεται η άδεια λειτουργίας του φροντιστηρίου Μανωλκίδη, του Ηρακλείτου, συνεπώς και η άδεια που κάλυπτε το θεωρητικό τμήμα.
Για την άρση αυτή δεν μπορώ καθόλου να καυχηθώ, δεν έκανα τίποτα το άξιο αυτής της απόφασης, αλλά βεβαίως ήμουν στο φρόνημα αριστερός χωρίς βεβαίως αυτό να το δεικνύω στους μαθητές μου, αλλά επειδή ο Μανωλκίδης εφέρετο ως χρηματοδότης της ΕΔΑ τότε και λοιπά, το καθεστώς αποφάσισε να μας κλείσει. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθώ, με εκάλεσε ο Μανωλκίδης ο οποίος έφευγε για το Παρίσι και μου είπε ότι μπορώ να χειριστώ όπως θέλω το τμήμα του θεωρητικού φροντιστηρίου. Ήδη στην οδό Σταδίου και στο θεωρητικό τμήμα του φροντιστηρίου είχα γνωρίσει 3 εκλεκτούς συναδέλφους, το Ντίνο Ανδρακάκο, τον κύριο Μυτιληναίο – θα το διαγράψουμε αυτό γιατί μας χρεώνουν το όνομα και είναι αστείο. Είναι αυτό που λέει η ψυχανάλυση, ο φροϋδισμός και το λένε στα λατινικά lapsus linguae – λάθος γλωσσικό – ή το λένε ελλιπή ενέργεια, όπου κάπου μπλοκάρει η συνείδηση και αυτό είναι η αιτία όπου δεν συνειδητοποιεί κανείς αμέσως.
Και είναι απίστευτο, γιατί τη στιγμή αυτή δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του κου Μυτιληναίου τον οποίο εκτιμώ και θαυμάζω απεριορίστως. Μήπως είναι ένα είδος ζήλιας; Είναι απίστευτο. Ορφέας. Ναι ο Ορφέας Μυτιληναίος. Γνωρίζω λοιπόν, τρεις εκλεκτούς φιλολόγους, το Κωνσταντίνο Ανδρακάκο, τον Ορφέα Μυτιληναίο και τον Σταύρο Πάντο. Δεν ήταν σύνηθες να βρεθούν στον ίδιο χώρο τόσο εκλεκτοί δάσκαλοι. Ο καθένας με την κύρια αρετή του και άλλες. Ο Κων/νος Ανδρακάκος είχε φοβερή επαφή με τα παιδιά, μεγάλη λατινομάθεια και ελληνομάθεια και την αρετή να επιβάλλεται σε ζητήματα πειθαρχίας στους νέους ανθρώπους και με μόνη την παρουσία του.
Ο Ορφέας Μυτιληναίος είχε ένα απέραντο ψυχικό βάθος, ελληνομάθεια σπανιοτάτη και αρκετά καλή επαφή με τους μαθητές και ο κος Πάντος στον οποίο υπερείχε η ηδύτητα του χαρακτήρα και γινόταν εξαιρετικά και δικαίως αγαπητός από τους μαθητές. Λοιπόν, προτείνω στους λοιπούς συναδέλφους – εφόσον άλλωστε δεν είχαμε άδεια – να βρούμε ένα νέο χώρο και εκεί να στεγάσουμε το νέο φροντιστήριο το οποίο θα ονομαζόταν Θεωρητικό Αθηνών. Βγήκαμε λοιπόν, στους δρόμους εκεί κοντά και ψάχναμε για διαθέσιμο χώρο κάποια πολυκατοικίας και τελικώς βρήκαμε στην Κωλέττη, στην Κωλέττη 12, την πατρική οικία του γνωστού βουλευτή Γεωργίου Μαγκάκη. Αλλά δεν ήταν παρά μόνο 2-3 χώροι ελεύθεροι. Στον άλλο χώρο κατοικούσε αν θυμάμαι καλά η αδελφή του κου Μαγκάκη και πολλά δωμάτια του κάτω ορόφου ήταν ήδη νοικιασμένα. Πάντως εγκαθιστάμεθα εκεί και αρχίζουμε μεταφέροντας κάποιους μαθητές από την Σταδίου 60, δηλαδή από το παλαιό θεωρητικό φροντιστήριο Μανωλκίδη οι οποίοι μας ακολούθησαν όταν έγινε γνωστή η άρση της αδείας.
1967, ’68 ,’69 ήδη αν όχι από το τρίτο έτος από το τέταρτο, έχουμε πλέον τα πρωτεία σε κίνηση και απήχηση μέσα στην Αθήνα. Οπότε βεβαίως καταφέραμε να απελευθερώσουμε τον πάνω όροφο, όταν καταφέραμε να πείσουμε ενοίκους από τον κάτω όροφο να μας αφήσουν το χώρο και στη συνέχεια αρχίσαμε να νοικιάζουμε την μία πολυκατοικία μετά την άλλη. Αυτό που έχει το δικό μας επάγγελμα, η δική μας προσφορά – θα έλεγα και το λειτούργημα – και το οποίο δυσκολεύονται πολύ να κατανοήσουν, ότι είμαστε ίσως από τις λίγες επαγγελματικές κατηγορίες που δεν χρειαζόμαστε καμιά έξωθεν βοήθεια, εύνοια ή προτίμηση. Φυσικοί κριτές μας είναι τα παιδιά και τουλάχιστον από την άποψη αυτή έχουμε μυσταγωγική άσκηση παιδείας. Ο φροντιστής ήτανε μία αναγκαιότητα στη χώρα και εξακολουθεί να είναι διότι αποτέλεσε την γέφυρα μεταξύ της μέσης και της ανωτάτης παιδείας.
Χωρίς την δική μας συμβολή οι μαθητές και οι πρωτοετείς φοιτητές θα προσέρχονταν στα έδρανα των αμφιθεάτρων και των πανεπιστημιακών χώρων σε κατάσταση που δεν θα επέτρεπε να παρακολουθήσουν πανεπιστημιακού επιπέδου παραδόσεις. Συνεπώς από την άποψη αυτή ο φροντιστής ήταν και εξακολουθεί να είναι απαραίτητος. Ότι βεβαίως είχαμε απολαβές οικονομικές μεγαλύτερες από τους άλλους συναδέλφους που αρκούνταν στην πενιχρή εμμισθία δεν μπαίνει ρώτημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να καταλογιστεί εις βάρος των φροντιστών.
κος Στεφανής: Μυσταγωγική άσκηση παιδείας λοιπόν.
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι. Διότι ποιο ήταν και είναι και θα είναι το ουσιωδέστερο στην παιδευτική σχέση; Το ουσιωδέστερο είναι και θα εξακολουθεί να είναι ο έρωτας ο παιδευτικός, η επιλογή των δασκάλων. Και στο δημόσιο βέβαια τελείται με μυσταγωγία, αλλά υπό άλλους όρους. Εκεί δεν εξασφαλίζεται πάντοτε η επιλογή των δασκάλων. Δεν είναι ελεύθερη η σχέση δασκάλου και μαθητή. Στα φροντιστήρια επιλέγεται ο δάσκαλος, και όχι μόνο επιλέγεται το σχολείο – δηλαδή το φροντιστήριο – αλλά είναι πολλές φορές που τρόφιμοι του φροντιστηρίου απαιτούν τον α’ ή β’ συνάδελφο. Συνεπώς υπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση μαθητή και δασκάλου.
κος Στεφανής: Νιώσατε ποτέ ότι διακονείτε στο χώρο της παραπαιδείας όπως αρέσκονται να λένε κάποιοι; ‘Η ότι προσφέρετε ουσιαστική παιδεία;
κος Μπελεζίνης: Όχι, ειλικρινώς ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι. Το άκουγα που και που και από έντυπα και από κανάλια και λοιπά. Όχι ήταν ουσιαστική η σχέση της παιδείας, συνεπώς δεν το αισθάνθηκα. Ειλικρινώς όχι. Δεν το αισθάνθηκα ποτέ. Βέβαια, ούτε καν θα έλεγα ότι με στενοχωρούσε. Είχε μάλιστα γόητρο ο φροντιστής. Δεν ξέρω τώρα πως έχουν τα πράγματα. Είχε γόητρο. Βέβαια προσωπικά δεν ήμουν ένας τυπικός φροντιστής θα τολμούσα να πω.
Έτσι, ενώ βασικά δίδασκα Αρχαία Ελληνικά – τη θεματογραφία που λέμε στο χώρο μας …
κος Χατζητέγας: Από στήθους, χωρίς ανάγνωση. Υπάρχει αυτή η πληροφορία, ότι γινόταν αυτό από στήθους.
κος Μπελεζίνης: Αυτό είναι αλήθεια. Δηλαδή, συνέβαινε να έχω πολύ δυνατή – θα το έλεγα κειμενική μνήμη – συνεπώς, όταν ας πούμε τα παλιά χρόνια υπαγόρευε ο καθηγητής το αρχαίο κείμενο δεν χρειαζόταν να έχω το στερεότυπο. Αυτό είναι αλήθεια. Να καυχηθώ γι’ αυτό; Ναι, μολονότι επαναλαμβάνω η αρετή δεν είναι από τις ουσιώδεις, η μνήμη, έστω η κειμενική μνήμη, αλλά και τώρα – ευτυχώς συμβαίνει σπανίως – έχω αϋπνίες, δε χρειάζεται να σηκωθώ από την κλίνη και να πάω στο γραφείο για να ανοίξω τον Πλάτωνα ή τον Θουκυδίδη. Μένω στο κρεβάτι και αρχίζω να κάνω εκλογή από χωρία του Θουκυδίδη. Αν θέλω σικελικά, βρίσκω στη μνήμη μου σικελικά. Εάν θέλω περιγραφή του λοιμού, έχω στη μνήμη μου περιγραφή του λοιμού.
Αυτό βέβαια βοήθησε, δεν θα το αποκρύψω, βοήθησε στη γρήγορη προσωπική επιβολή στην Αθήνα. Γιατί αυτό δεν το είχαν ξαναδεί τα παιδιά. Δεν είχε άλλον από όσο μπορώ να ξέρω. Βεβαίως την ίδια αρετή είχε και ο κύριος Μυτιληναίος. Επίσης, φοβερή κειμενική μνήμη. Είχε βάθος φιλολογικό, τεράστιο φιλολογικό βάθος. Λοιπόν, είναι αλήθεια και στην αρχή τα παιδιά έτσι κάπως εκβιάζονταν – μάλιστα συνέβη όχι λίγες φορές – να έχουνε φέρει μαζί τους βιβλία ώστε εάν – Θουκυδίδη, Ισοκράτη και τα λοιπά – και με ρωτούσαν τεχνηέντως ποιο χωρίο είναι τους έλεγα περίπου τα στοιχεία του χωρίου και το άνοιγαν στα κρυφά να δουν αν θα κάνω αναγνωστικό λάθος ή όχι. Υποθέτω ότι αυτό σπάνια συνέβαινε, αλλά αν και τα παιδιά νόμιζαν ότι είναι λάθος μπορεί να έσφαλλαν, διότι όπως ξέρουμε υπάρχουν πολλές γραφές στις εκδόσεις των κειμένων.
Επίσης, αυτό με το οποίο τελικά θα μπορούσα να έχω μια μικρή καύχηση ήταν ότι έβρισκα σχεδόν σε κάθε κείμενο την ευκαιρία, σε κάθε χωρίο που δίδασκα ή πρότεινα για ερμηνεία, έβρισκα αφορμές να πετάω στα παιδιά, να διαβάζω στίχους από την νεοελληνική ποιητική παράδοση. Σολωμό, Κάλβο, Σεφέρη, Ελύτη γιατί και εδώ και στα νεοελληνικά κείμενα η μνήμη μου είναι εξίσου ισχυρή. Τα παιδιά στην αρχή ξαφνιάζονταν. Λόγου χάρη εάν τους έκανα ένα χωρίο από τα Σικελικά και τον εγκλεισμό των Αθηναίων αιχμαλώτων στα ορυχεία των Συρακουσσών και της Σικελίας, τότε την κατάλληλη στιγμή τους έλεγα σεφερικό στίχο. Φερειπήν, “…οι γυναίκες μας, οι γυναίκες μας στα κεφαλόβρυσα και οι άντρες μας στα λατομεία. Οι γυναίκες μας στα κεφαλόβρυσα και οι άντρες μας στα λατομεία…”. Έχουμε διακειμενική σχέση εδώ γιατί το πρώτο ημιστίχιο ακουμπάει στην μεγάλη γνώση του Σεφέρη για τους αρχαίους τραγικούς και τις Τρωάδες αιχμαλώτους και τα λοιπά που τους έστελναν για δουλειές στα κεφαλόβρυσα οι νέοι κύριοί τους ή τις έσερναν στα κρεβάτια τους «…οι γυναίκες μας στα κεφαλόβρυσα …». Και το δεύτερο ημιστίχιο ακουμπάει στο Θουκυδίδη, «… και οι άντρες μας στα λατομεία …». Και ούτω καθεξής.
Έχει συμβεί κάποτε μετά από πολλά χρόνια και αυτό είναι καύχησή μου, έχει συμβεί μετά από πολλά χρόνια, δεκαετία ή δεκαετίες ή εικοσαετία ακόμα, να έχω παλιές μαθήτριές μας να με βρουν – μεταξύ των οποίων και πολύ καλές ποιήτριες – και να μου πουν, τώρα καταλαβαίναμε κύριε Μπελεζίνη γιατί πετάγατε στίχους φαινομενικά άσχετους, ενώ ποτέ δεν ήσαν άσχετοι, στην διάρκεια του μαθήματος.
κος Μπελεζίνης: Αλλά φαίνεται ότι περιαυτολογώ.
κος Στεφανής: Προλαβαίνατε να διαβάσετε ως φροντιστής;
κος Μπελεζίνης: Αυτό είναι ένα ερώτημα που με πονάει, γιατί παραλλήλως η φιλοδοξία μου ήταν να γράψω. Όχι βέβαια ποίηση ή μυθιστόρημα, είμαι τελείως ατάλαντος, αλλά να γράψω κριτική της λογοτεχνίας ή θεωρία της λογοτεχνίας. Να γράψω για την ποίηση και την λογοτεχνία.
Βεβαίως το 10ωρο διδασκαλίας, αλλά έβρισκα και ώρες ακόμη και από τον μεσημβρινό ύπνο του οποίου είμαι πολύ φίλος ή το νυχτερινό. Η δράση μου δεν ήταν μικρή στον παράλληλο αυτόν τομέα και κυρίως όταν ήρθα στην Αθήνα. Μάλιστα συνέβη να εκδώσω ένα περιοδικό λόγου και θεωρίας της λογοτεχνίας και ποίησης, το περιοδικό “Σπίρα”, σε τρεις περιόδους. Αλλά και εδώ είναι προβλήματα πια συγχρόνως βίου και χρέους και ηθικής, ότι αυτό που θα ήθελα να είμαι είναι γραφιάς. Συγγραφέας. Βεβαίως έπεσα κοντά, σε κάτι που είναι κοντά. Στην διδασκαλία, στο αρχαίο κείμενο, στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών των οποίων τη διδασκαλία σας είπα επλούτιζα με στοιχεία ποίησης.
κος Χατζητέγας: Τώρα που απομαχείτε από το φροντιστήριο γράφετε όμως.
κος Μπελεζίνης: Ναι κάπως έτσι. Η αλήθεια είναι ότι όταν εκδηλώθηκε προ 5ετίας στην κυρία βάση της η αυχενική νόσος, για λόγους ψυχολογικούς παραδόξως τα δύο πρώτα χρόνια από το 2000 έως το 2003 με βοηθούσε να απέχω από το κάθε τι και από τη συγγραφική δραστηριότητα. Αλλά μετά τα 2-3 τελευταία χρόνια με έπιασε αμόκ γραψίματος. Να τώρα που μιλάμε οφείλω να παραδώσω μέχρι τη Δευτέρα κείμενα σε 3 περιοδικά και 2 εφημερίδες.
Έχω όλο το χρόνο στη διάθεσή μου, αλλά βεβαίως σε λίγες μέρες την 28η Οκτωβρίου συμπληρώνω το 67ο, τι λέω; Το 76ο έτος – πάλι lapsus linguae – της ηλικίας μου.
κος Στεφανής: Θα γράψετε και για μας κάποιο κείμενο. Γι’ αυτή τη γεύση ζωής που σας άφησαν τα φροντιστήρια.
κος Μπελεζίνης: Θα ήμουν ευτυχής, αλλά δεν ξέρω τι θα πει η συντακτική επιτροπή του περιοδικού.
κος Στεφανής: Σε έναν Μπελεζίνη η συντακτική επιτροπή του περιοδικού μάλλον θα πρέπει να το θεωρεί τιμή της.
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι θα γράψω γι’ αυτό που λέμε τώρα, το συνδυασμό αρχαίων και νέων ελληνικών στη διάρκεια διδασκαλίας του αρχαίου ελληνικού θέματος, θα σας ενδιέφερε;
κος Στεφανής: Πάρα πολύ ενδιαφέρον, αλλά θα ενδιέφερε η δική σας γραφίδα να κοσμήσει τα έντυπα στα οποία ήδη συνεργαζόσαστε πέραν της δικής μας προσπάθειας, δείγματα της οποίας έχει φέρει ο κος Πρόεδρος. Θα ήταν πολύτιμο ειλικρινά πιστέψτε με και δεν σας τα λέω για να σας κολακέψω, αλλά είναι η αλήθεια οπότε αν η αλήθεια είναι κολακεία δεχτείτε το έτσι. Είναι πολύτιμο για πάρα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι ζουν κύριε Μπελεζίνη αυτή την στιγμή εν αναμονή, αν θέλετε, και είναι συνάδελφοι φροντιστές, άνθρωποι που βγάζουν το ψωμί τους και υπηρετούν αυτό το λαϊκό για εμάς θεσμό – τον οποίο και εσείς επί πάρα πολλά χρόνια – για πόσα αλήθεια; – διακονήσατε;
κος Μπελεζίνης: Από πρωτοετής της Φιλοσοφικής μέχρι το 2000. Σαράντα εννιά. Μισός αιώνας.
κος Στεφανής: Θα ήταν πολύτιμο ένας άνθρωπος ο οποίος είναι πατριάρχης στο χώρο των φροντιστών να γράψει για το ότι το φροντιστήριο είναι μια στάση ζωής. Εγώ το γνώριζα ως φοιτητής. Είχα συμμαθητάς οι οποίοι ερχόντουσαν σε σας, στο φροντιστήριό σας και είχα καθηγητάς εδώ στην Φιλοσοφική Σχολή οι οποίοι – ο κος Κοκολάκης ο οποίος μας έκανε Όμηρο και είχε διακρίνει την έφεσή μου στα Αρχαία – και μου έλεγε «θα μάθεις συντακτικό μόνο όταν σου διαβάζω και συντάσσεις στον αέρα». Κάτι το οποίο με είχε πληγώσει ως και εξοντώσει τον πρώτο χρόνο της φοιτητικής μου ζωής, διότι δεν μπορούσα να το κάνω.
Και μου είπε «δεν πήγαινες στον Μπελεζίνη φροντιστήριο;» Και του λέω όχι, πήγαινα στον Στάθη στην Λαμία. Και μου λέει «πρέπει να μάθεις τι γίνεται με τον Μπελεζίνη» και άρχισα να ψάχνω να ρωτάω ποιος πήγαινε στον Μπελεζίνη και μου είπαν ότι πλειστάκις διάβαζε το κείμενο ο δάσκαλος και ήταν υπόχρεοι οι μαθητές να κάνουν σύνταξη στον αέρα. Όσο πιο γλυκά και πιο όμορφα διάβαζε, τόσο πιο καλά καταλαβαίνανε και τα παιδιά τη μετάφραση. Είναι μια στάση ζωής αυτό το ακαδημαϊκό ήθος, είναι μια στάση ζωής και μια γεύση ζωής αυτή η διάθεση κατάκτησης της γνώσης, χωρίς να φτάνετε σε καταχρήσεις. Γιατί εσείς πάντα υπήρξατε ένας άνθρωπος του μέτρου. Υπήρξατε ένας άνθρωπος ο οποίος λαμπρύνατε τα γράμματα και τις τέχνες εδώ και στην πρωτεύουσα και όχι τις κοσμικές στήλες στων εφημερίδων το παράρτημα.
κος Μπελεζίνης: Ευχαριστώ πολύ, ίσως υπερβάλετε λίγο θα μου επιτρέψετε, αλλά πάμε στην ουσία του πράγματος. Όντως ο χώρος του φροντιστηρίου ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ήταν ο χώρος αυτής της μυσταγωγίας, της παιδείας σε όλο το βάθος της. Μάλιστα, ως προς εμένα ήταν και ο μόνος χώρος βίου που γνώρισα. Και η πρώτη σύζυγός μου με την οποία απέκτησα μια κόρη, υπήρξε μαθήτριά μου. Και δεσμός τον οποίο διατηρώ από το 1972 μέχρι σήμερα με την Άννα Καφέτση, που συμβαίνει να είναι η Διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, υπήρξε επίσης μαθήτριά μου.
Επιπλέον, είχα ισχυρούς πνευματικούς δεσμούς με παλαιούς μαθητές μου οι οποίοι αργότερα υπήρξαν – δεν υπερβάλλω στο παραμικρό – και διδάσκαλοί μου. Λόγου χάρη, ο Σωκράτης Σκαρτσής στην Πάτρα.
κος Χατζητέγας: Έγραψε και το βιβλίο «Ανδρέας Μπελεζίνης, μια ζωή μαρμάρου».
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι. Ο Σκαρτσής υπήρξε μαθητής μου. Όταν έφυγε ήταν να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Μετά φοίτησε στην Φιλοσοφική και λοιπά και μαζί με τον Σκαρτσή – απέναντι στον οποίο αισθανόμουν και εξακολουθώ να αισθάνομαι σε πολλά ως διδάσκαλος, ως δάσκαλο τον αισθάνομαι – οργανώσαμε στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας το Συμπόσιο Ποίησης. Εδώ είναι η παράλληλη δράση, δηλαδή εδώ είχα την ικανοποίηση. Και με ψυχή του Συμποσίου τον Σωκράτη Σκαρτσή και στην αρχή καθηγητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας την εποχή που ήταν αποκλειστικά θετικής κατεύθυνσης, οργανώσαμε το Συμπόσιο Νεοελληνικής Ποίησης και αυτό ήταν μοναδικό στην Ελλάδα.
Δηλαδή, δεν οργάνωσε το συμπόσιο αυτό μια φιλοσοφική σχολή ή μια σχολή θεωρητικής κατεύθυνσης, αλλά βρέθηκαν αυστηροί τότε – ήταν τότε άτεγκτοι τεχνοκράτες – όπως ο Θυμαρόπουλος, διάσημος ανά την υφήλιο για την ευκολία με την οποία έλυνε και έδενε βιομηχανίες ολόκληρες, Ειδικός Μηχανολόγος. Όπως ο Μαθηματικός Άρης Σησσούρας και άλλοι. Είναι απίστευτο, αυτοί κυρίως με, βέβαια, την παρότρυνση του Σωκράτη Σκαρτσή και με μία επιτροπή που κάναμε το 1981 ιδρύσαμε το Συμπόσιο Ποίησης στον χώρο του Πανεπιστημίου Πατρών το οποίο, είναι απίστευτο, συμπλήρωσε φέτος 25 χρόνια δράσης. Και αυτό είναι μοναδικό για πνευματικό θεσμό της Ελλάδας και μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι είναι το μόνο Συνέδριο ή Συμπόσιο που εκδίδει ανελλιπώς επί 25ετία πρακτικά.
Για κάποια πράγματα θα πρέπει να καυχάται κανείς. Από έρευνα που έκανε ο Θυμαρόπουλος – πέθανε δυστυχώς νέος, αυτός ο Μηχανολόγος – σε Αμερικάνικα Πανεπιστήμια, ήταν παντού τα πρακτικά του Συμποσίου Ποίησης της Πάτρας. Και πράγματι σήμερα δεν είναι δυνατόν να γραφτεί διατριβή ή επιστημονική εργασία και λοιπά επί της ελληνικής ποιήσεως χωρίς να υπάρξουνε λίγες ή πολλές παραπομπές στα Πρακτικά του Συμποσίου. Αυτός ο θεσμός, βέβαια και κατά βάθος δεν ήταν παρά μια ανταπόδοση, διότι εάν εγώ έγινα φιλόλογος το οφείλω– τον μνημόνευσα νωρίτερα – στον Παναγιώτη τον μακαρίτη, τον Παναγιώτη Γκίνη, ο οποίος ήταν ένας μοναδικός διδάσκαλος. Ποτέ δεν έκανε ευθέως παρότρυνση ή παρακίνηση και λοιπά. Απλώς εμφανίστηκε από το πρώτο μάθημα και ανέβηκε στην έδρα με το λογοτεχνικό περιοδικό στην τσέπη του σακακιού. Δεν χρειαζόταν να κάνει άλλη σύσταση. Διακριτικότατη. Και μετά με το μάθημά του και τα λοιπά και μετά από μερικές εβδομάδες είχε ξεσηκώσει ολόκληρη την τάξη και όπως είπα μας έβγαλε στις βιβλιοθήκες της πόλης για να ετοιμάζουμε τις αναλύσεις των Νέων Ελληνικών.
κος Στεφανής: Είπατε χώρος βίου το φροντιστήριο.
κος Μπελεζίνης: Χώρος βίου, ναι, ναι. Άλλωστε μετά από 10ωρη απασχόληση ημερησίως, ο μοναδικός.
κος Στεφανής: Μετανιώσατε που υπήρξε χώρος βίου;
κος Μπελεζίνης: Όχι, όχι. Μόνο με την επιφύλαξη αυτή ότι η βαθύτερη και κύρια φιλοδοξία μου ήταν το γράψιμο. Ωστόσο, παρά ταύτα και εκεί έδωσα αρκετές δυνάμεις μου. Πάντως οι δύο αυτές τάσεις και φιλοδοξίες παντρεύονταν κάπου στη διάρκεια του μαθήματος.
κος Στεφανής: Και επειδή ξεκινήσατε, συγνώμη που παρεμβαίνω, να μιλάτε για διαπρεπείς μαθητές σας και είπατε για τον κύριο Σκαρτσή, εμείς είχαμε ακούσει για τον κύριο Λοβέρδο σε μία συγκέντρωση που είχε κάνει η ομοσπονδία πριν δύο χρόνια. Τον Ανδρέα. Για πείτε μας κάποια ονόματα που σας έρχονται στη μνήμη.
κος Μπελεζίνης: Είναι δεκάδες, πιθανώς και εκατοντάδες, αλλά επειδή υπάρχει φόβος να παραλείψω κάποιον, θα αποφύγω τη στιγμή αυτή, ίσως στο περιοδικό εάν δοθεί η ευκαιρία.
κος Στεφανής: Τον Σουφλιά τον είχατε; Τον είχε ο Μανωλκίδης.
κος Μπελεζίνης: Τον Υπουργό; Δεν αποκλείεται. Βέβαια στην αρχή έκανα μόνο – όταν πρωτοήρθα από την Πάτρα – έκανα μόνο Νεοελληνική Λογοτεχνία. Θυμάστε που σε κάποια φάση είχε μπει; Δεν ξέρω τώρα γιατί την έχουν αποκλείσει από την θετική κατεύθυνση. Τότε, θα το πω πάλι, όλοι αυτοί οι τεχνοκράτες – εντός εισαγωγικών και με την καλή σημασία της λέξης – ο Θυμαρόπουλος, ο Σησσούρας και άλλοι πολλοί, είχαν προτείνει το μάθημα της ποίησης να γίνει υποχρεωτικό τουλάχιστον στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Πολυτεχνείου.
Και ήδη από το ’81 δηλαδή, το πρώτο έτος που οργανώσαμε το συμπόσιο, είχε αφιερωθεί μία ημερίδα στην οργάνωση Φιλοσοφικής Σχολής. Από τότε χωρίς να υπάρχει ακόμη προοπτική για φιλοσοφική σχολή και για την διδασκαλία της ποίησης και της γραφής.
κος Χατζητέγας: Συμφωνείτε ότι είναι πολύπαθη η παιδεία μας.
κος Μπελεζίνης: Όντως είναι, όντως.
κος Χατζητέγας: Ποιες τομές δηλαδή, μετά από μία διαδρομή 50 ετών στην τάξη, όπου έχετε ζήσει εξεταστικά συστήματα, βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια πάλι να ξανάρχονται. Όλα τα έχουμε πει, όλα τα έχουμε σκεφτεί, τουλάχιστον γύρω από το εξεταστικό έχουν εξαντληθεί τα πάντα, αλλά το θέμα είναι ότι μετά από μία τέτοια διαδρομή τι έχετε την αίσθηση ότι μας οδηγεί στο συμπέρασμα να λέμε η «πολύπαθη παιδεία» μας; Τον χαρακτηρισμό δηλαδή; Τι είναι αυτό που θα έπρεπε ενδεχομένως να έχει γίνει διαφορετικό;
κος Μπελεζίνης: Θα μου επιτρέψετε τη στιγμή αυτή να προβώ μόνο σε μία σύσταση. Να μην αλλάζει το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και γενικότερα της παιδείας με κάθε αλλαγή κυβέρνησης. Προσωπικά έχω υποστεί στο πετσί μου, όπως και όλοι μας, αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις από την Μεταξική γιατί είμαι παλαιός άνθρωπος, μέχρι πρόσφατα. Να σταματήσουν να κάνουν αλλαγές. Θα πρέπει κάποιος να κατανοήσει, σε άλλες χώρες όπως είναι οι ευρωπαϊκές περνάνε αιώνες για να αλλάξει το σύστημα. Αιώνες ή τουλάχιστον πάρα πολλές δεκαετίες. Προτού δοκιμαστεί καν ένα σύστημα αμέσως κάθε υπουργός θέλει να απαθανατίσει το όνομά του με μία νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
κος Στεφανής: Το βιολί συνεχίζεται αυτό με τις μεταρρυθμίσεις στην πλάτη των μαθητών.
κος Μπελεζίνης: Ναι, μάλιστα τα συστήματα και όλα αυτά τουλάχιστον από το ’91 και πέρα έχω γράψει αλλεπάλληλες επιφοιτίδες στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Διότι, από το ’91 μέχρι το 2003 περίπου επιφυλλογραφούσα στα ΝΕΑ. Και κάποτε με σκληρή γλώσσα, είναι φοβερό δηλαδή με πόση ευκολία, σεις θα πρέπει να ξέρετε καλύτερα αυτά τα πράγματα.
κος Στεφανής: Εμείς είμαστε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Γιατί για όλες τις κακοδαιμονίες της ελληνικής παιδείας υπαίτιοι είναι οι φροντιστές, οι κακοί φροντιστές. Οι μόνοι υπαίτιοι και έχουμε και την αποκλειστική στοχευμένη επίθεση των κυρίων οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους καταλληλότερο να ομιλεί για την παιδεία ως κατέχοντες τη θέση του θεσμικού δασκάλου.
κος Μπελεζίνης: Λέω και αυτό. Και τα δύο δεν εξασφαλίζουν καμία ιδιαίτερη υπεροχή. Η παιδεία είναι ενιαία.
κος Στεφανής: Συμβουλές προς ναυτιλομένους. Σε νέους φροντιστές τι θα λέγατε; Αξίζει να γίνει κάποιος φροντιστής, δάσκαλος μάχιμος, γόνιμος; Είναι γόνιμη η διδασκαλία του φροντιστηρίου;
κος Μπελεζίνης: Ασφαλώς, είναι γονιμοτάτη. Τώρα το πράγμα εξατομικεύεται. Εάν ένας νέος συνάδελφος αισθάνεται ότι έχει διδακτικό ταλέντο, βεβαίως και αξίζει τον κόπο να δράσει στα φροντιστήρια. Αλλά εδώ δεν έχει την κάλυψη που προσφέρει ο κατάλογος των μαθητών, ο βαθμολογικός κατάλογος ούτε η παρέμβαση του διευθύνοντος του σχολείου, του λυκειάρχη, του γυμνασιάρχη. Θα πρέπει να έχει μαρτυρία των μαθητών του.
Υπάρχει ίσως μια διαφορά. Δεν θα ήθελα να αρνηθώ ότι υπήρξαν συνάδελφοι, εκλεκτοί συνάδελφοι, που έπαιζαν και λίγο θέατρο, αλλά και αυτό χρειάζεται. Στο νου μου δεν έχω φιλόλογο αυτή τη στιγμή, αλλά έχω πολλούς μαθηματικούς στο χώρο του Μανωλκίδη. Καλά ο Μανωλκίδης ήτανε ως προς αυτό, φαινόμενο. Ένα βράδυ περνούσα από την Κωλέττη μετά τα μεσάνυχτα και είδα φως στο φροντιστήριο. Ανησύχησα και είχα κλειδί, ανέβηκα πάνω και είδα σε μια αίθουσα τον Μανωλκίδη – 12 και – να κάνει χημεία σε παιδιά. Αλλού ήταν κάτι κακό που είχε κάνει, δεν θα το πω τώρα.
Ο Κοκλάδας αν τον έχετε ακούσει. Τότε στα Φροντιστήρια Μανωλκίδη ήταν ένας δεινός αλγεβριστής, ο πατέρας του Μικρούτσικου του Θάνου και του Ανδρέα του Μικρούτσικου, και ένας δεινός γεωμέτρης ο Κοκλάδας. Λοιπόν, ο Κοκλάδας πήγαινα και τον άκουγα. Πρώτη φορά έκανε το εξής. Έγραφε μία άσκηση στον πίνακα δύσκολη. Δεν σήκωναν χέρι τα παιδιά και λοιπά να ανέβουν στον πίνακα να δώσουνε τη λύση, δεν μπορούσαν, δυσκολεύονταν, εκτός από 2-3, ή 4 μαθητές. Οπότε τελικά λέει θα δοκιμάσω και εγώ, ο Κοκλάδας, αυτό το έκανε κατ’ επανάληψη από χρονιά σε χρονιά. Αρχίζει να κάνει, δυσκολευόταν, δεν μπορούσε, δεν έλυνε την άσκηση, αρχίζει να αγανακτεί με τον εαυτό του και ότι εκτίθεται στα παιδιά και ξαφνικά βέβαια άρχισε να αμολάει τις λύσεις τη μία πίσω από την άλλη.
Έκανε θέατρο. Γιατί όχι; Όταν αυτό συνέπαιρνε και γοήτευε τα παιδιά και έμενε μέσα τους σε όσους αργότερα με τη σειρά τους έγιναν μαθηματικοί ή σπούδασαν παρεμφερείς επιστήμες. Χρειάζεται και αυτό, όχι βέβαια να φτάσουμε και στην υπερβολή, αλλά οτιδήποτε γονιμοποιεί τις εφηβικές συγκινήσεις και ψυχές είναι επιτρεπτό.
κος Στεφανής: Αν ήσασταν υπουργός Παιδείας;
κος Μπελεζίνης: Δεν θα το ήθελα, ούτε υπήρχε περίπτωση.
κος Στεφανής: Δεν θα κάνανε έναν ποιητή, έναν εραστή του λόγου Υπουργό;
κος Μπελεζίνης: Πολύ ωραία το λέτε. Συνεπώς δεν υπήρχε η δυνατότητα. Είδα μαθητές μου στα υπουργεία και στα υπουργεία Παιδείας. Λόγου χάρη τον Πέτρο Ευθυμίου. Εραστή επίσης, της ποίησης.
κος Στεφανής: Αλλά φανατικό πολέμιο των φροντιστηρίων έτσι;
κος Μπελεζίνης: Ναι, ναι. Την ανάγκη ή φιλοτιμίαν ποιούμενος, γιατί στην πραγματικότητα εκτιμούσε τα φροντιστήρια και τους φροντιστές. Άλλωστε τα δύσκολα εκείνα χρόνια της δικτατορίας είχαμε φάει ψωμί και αλάτι μαζί. Και έχω ακόμη τετράδια του Ευθυμίου, της Τιτίκας Σαράτση και άλλων τότε παιδιών που με βοηθούσαν στις ποιητικές μελέτες. Και έψαχναν στοιχεία και τα λοιπά.
κος Στεφανής: Η Ομοσπονδία μετά από πολλά χρόνια θα έχει και ένα δικό της ιδιόκτητο στεγασμένο χώρο την καρδιά της φροντιστηριακής – ας πούμε – αγοράς, θα σας πει ο κύριος Πρόεδρος λεπτομέρειες για το χώρο, εγώ δράττομαι όμως της ευκαιρίας για να πω το εξής.
Διάφοροι συνάδελφοι από όλη την Ελλάδα που έχουν πληροφορηθεί αυτό το γεγονός μέσα από τον κόμβο, από το περιοδικό διότι έχουμε, προσπαθούμε τουλάχιστον να στοιχειώσουμε ένα πολύ καλό δίκτυο επικοινωνίας, κάνουν προσφορές σε διάφορα αντικείμενα πολύτιμης αξίας για μας. Όπως είναι παλιές καταχωρήσεις φροντιστηρίων σε εφημερίδες, διαγωνίσματά τους, τετράδια, συγγράμματα. Θέλουμε να κάνουμε ένα τέτοιο αρχειακό τόπο, ένα ιστορικό αρχείο της μεγάλης αυτής διαδρομής και αφορμοίσεως, πνευματικής αφορμοίσεως των ελλήνων φροντιστών και να δείξουμε ποια ήταν πραγματικά η κατάθεση αυτών των ανθρώπων που πραγματικά χαιρέτησαν αυτό τον θεσμό στηρίζοντας και φτωχά παιδιά και ορφανά παιδιά και παιδιά που ερχόντουσαν από την επαρχία και έψαχναν ένα πρότυπο για να κρατηθούν.
Εκεί λοιπόν θα μας έχετε σε μια άκρη του μυαλού σας μάλλον φωτεινή, βλέπω ότι είστε λαμπερότατος πνευματικά ακόμη και όταν θα το θυμηθείτε, γιατί θα σας έχουμε και στα εγκαίνια αν ο Θεός θέλει και οι συνθήκες το επιτρέπουν, να μας αφήσετε οτιδήποτε έχει μείνει από το φροντιστήριο ως κειμήλιο και παρακαταθήκη της επόμενης γενιάς των φροντιστών. Αυτό ήθελα εγώ να σας το εξομολογηθώ και μια και μιλάγαμε πριν για φτωχά παιδιά, σας είχανε τύχει τέτοιες περιπτώσεις; δηλαδή, πιστεύετε βαθιά μέσα σας ότι ο φροντιστής πράγματι προσφέρει ένα μεγάλο κοινωνικό έργο; Από αυτή τη σκοπιά.
κος Μπελεζίνης: Ασφαλώς προσφέρει και μάλιστα υπάρχει και κάποιο πολιτικοκοινωνικό βάθος, δεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή πρόθυμος να το ορίσω ακριβέστερα, οπωσδήποτε όμως εάν έλειπε το φροντιστήριο δεν θα μπαίνανε στα φροντιστήρια και δεν θα αναδεικνύονταν στον επιστημονικό χώρο παιδιά εργατικών και οπωσδήποτε φτωχότερων οικογενειών.
Εάν, και αυτό θα πρέπει να μελετηθεί κάποτε, βγει μια ακριβής αναλογία και στατιστική των παιδιών που επετύγχαναν κάθε χρόνο με βάση την κοινωνική διαστρωμάτωση, θα βγει ότι ακριβώς στο φροντιστήριο εν πολλοίς οφείλεται το ότι παιδιά της εργατικής τάξης, της αγροτικής τάξης κατάφεραν τελικά να σπουδάσουν και να αναδειχθούν στον επιστημονικό τομέα.
Από την άλλη μεριά είναι αυτονόητο και δεν θα πρέπει κανείς ούτε να το θίξει καν ότι βεβαίως ο φροντιστής είναι ευαίσθητος σε περιπτώσεις αδυναμίας οικονομικής του μαθητή να καταβάλλει τα δίδακτρα, αλλά αυτό είναι το αυτονόητο, δεν πρέπει κανείς καν να το συζητήσει.
κος Χατζητέγας: Έχετε στη διαδρομή σας αναρωτηθεί ποτέ εάν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο ανάλογα εκπαιδευτικά μοντέλα;
κος Μπελεζίνης: Έχω ακούσει, ναι και το περίεργο είναι και μάλλον εξακριβωμένο ότι ανθεί το φροντιστήριο στην Ιαπωνία.
κος Χατζητέγας: Τους φέραμε αυτούς στην Ελλάδα και η μεγαλύτερη παγκοσμίως κυκλοφορία, διότι είναι και πολύ μεγάλη η χώρα, μία τεράστιας κυκλοφορίας εφημερίδα, μας έστειλε ένα e-mail και ρώτησε όταν απευθύνατε την πρόσκληση στους Ιάπωνες φροντιστές, γιατί σε μια χώρα 140 εκατομμυρίων, λειτουργούν 40.000 «γιούκου» – έτσι λένε εκεί τα φροντιστήρια – 40.000 φροντιστήρια τα οποία ξεκινάνε από το δημοτικό. Έχουν βέβαια μια κοινωνική καταγωγή ανάλογη με τη δική μας και το 60% των μαθητών του δημοτικού πηγαίνουν στα «γιούκου».
Μας ρώτησε λοιπόν, ο συντάκτης της εφημερίδας γιατί καλέσατε το εκπαιδευτικό μοντέλο των «γιούκου»; Τι διαφορετικό βρίσκετε σε αυτό το πράγμα και τέτοια; Ο δε πρόεδρος των Ιαπώνων φροντιστών που ήρθε, μεγάλος άνθρωπος σε ηλικία, 75 χρονών αλλά πολύ δυναμικός, λέει δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι υπάρχει στον κόσμο ανάλογο μοντέλο. Και σε ένα συνέδριο που κάναμε το 2002 αναδείξαμε αυτά τα μοντέλα από όλο τον κόσμο.
κος Μπελεζίνης: Αίφνης στην Αμερική ιδιαζόντως πρέπει να υπήρξε ο θεσμός του προπαρασκευαστικού κολεγίου. Ένα είδος φροντιστηρίου για τα παιδιά τουλάχιστον που φιλοδοξούσαν να εγγραφούν σε πανεπιστήμια υψηλής στάθμης. Μα ο θεσμός είναι αναπόφευκτος εφόσον στον ίδιο αυτό χώρο λειτουργεί ένα σύστημα επιλογής θα χρειαστεί ο μαθητής και ο ενδιαφερόμενος μία επιπλέον προγύμναση. Ένα είδος προγυμναστηρίου.
κος Χατζητέγας: Άλλωστε παλαιότερα χρησιμοποιείτο αυτός ο όρος. Προγυμναστής.
κος Μπελεζίνης: Ακριβώς. Μάλιστα ο όρος «φροντιστήριο» είναι πανάρχαιος στην ελληνική γλώσσα.
κος Χατζητέγας: Ο Καργάκος λέει ότι προϋπήρξε των λέξεων «βιβλίο» και «πανεπιστήμιο».
κος Στεφανής: Για πείτε μας τώρα, γιατί αυτό θα είναι φοβερή μαρτυρία. Θα αποτελέσει ειδική αναφορά.
κος Μπελεζίνης: Δεν είμαι απολύτως πρόχειρος, αλλά είμαι βέβαιος ότι σε μια από τις Αριστοφάνειες κωμωδίες, στον «Πλούτο»(;), αναφέρεται η φοίτηση νέων στα φροντιστήρια. Σε φροντιστήριο. Δηλαδή, ένα είδος σχολείου με παρεμφερή χαρακτήρα. Θα το εξακριβώσουμε σε ποια συγκεκριμένη κωμωδία του Αριστοφάνη, τουλάχιστον του Αριστοφάνη, αν δεν απατώμαι.
κος Στεφανής: Κύριε Μπελεζίνη με την μεγάλη αυτή την απόλυτη εμπειρία σας, ποιοι πιστεύετε ότι εξυπηρετούνται από τον διωγμό των φροντιστηρίων; Γιατί οι διωγμοί φαίνεται να υπηρετούν τους διώκτες.
κος Μπελεζίνης: Διωγμοί φροντιστηρίων, εννοείτε νομικώς;
κος Στεφανής: Εννοώ αυτή τη θεσμική απαξίωση που επιχειρεί και η συντεταγμένη πολιτεία με τον οποιονδήποτε κυβερνητικό μανδύα ενδύεται. Ας πούμε, είχαμε αποκλειστεί από τον εθνικό διάλογο. Με αλχημείες ο Πρόεδρος εδώ κατάφερε να παρίσταται στον εθνικό διάλογο.
κος Χατζητέγας: Καλούνται όλες οι κοινωνικές οργανώσεις από την ΠΑΣΕΓΕΣ, τα Επιμελητήρια και τα λοιπά, ο χώρος ο δικός μας τον οποίον έχουν διακονήσει άνθρωποι και αναστήματα επιστημονικά και διδακτικά δεν καλείται να εκφράσει τη γνώμη του. Αυτό το πράγμα αποτελεί ένα απαράδεκτο αποκλεισμό έξω από κάθε λογική. Να πεις την άποψή σου, είναι φοβερό. Και το φοβερότερο όλων δεν είναι αυτό, γιατί θα μπορούσε κανένας να κατανοήσει. Εδώ υπάρχει αντίδραση ας πούμε συντεχνιακού χαρακτήρα από ανθρώπους που υποτίθεται ότι είμαστε στην ίδια όχθη. Οι Ομοσπονδίες οι εκπαιδευτικές, οι συντεταγμένες λένε όχι μη βάζετε τους φροντιστές. Ξεκάθαρα το θέτει.
Δηλαδή, δεν υπάρχει και δεν έχει περάσει σε κανέναν από τα νομοσχέδια. Υπάρχουν υποσχέσεις βέβαια από όλους ότι κάποτε θα λυθεί και αυτό το θέμα, έτσι ώστε εκεί που υπάρχουν 100-200 άνθρωποι να υπάρχει και μία φροντιστηριακή φωνή που να λέει ότι εμείς έχουμε αυτή την οπτική.
κος Μπελεζίνης: Καλά, από την πολιτεία βέβαια δεν το φανταζόμουν αυτό ότι σε διάλογο εθνικό για την παιδεία δεν καλούνται οι φροντιστές. Δεν λέγω ότι θα έπρεπε να καλούνται εκ των πρώτων, αλλά πάντως όχι εκ των εσχάτων. Είναι αδιανόητο.
κος Χατζητέγας: Να ρωτήσω κάτι που λέγαμε στο δρόμο και το έχω ξεχάσει. Υπάρχει κάτι σε ότι αφορά την διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών σε όλες τις βαθμίδες, από το Γυμνάσιο και το Λύκειο, το οποίο κατά τη δική σας εμπειρία θα έπρεπε ας πούμε να διαφοροποιηθεί και να οριστικοποιηθεί εν πάση περιπτώσει ως μία σταθερή γραμμή πολλών δεκαετιών στο ζήτημα της διδασκαλίας τους; Τι θα έπρεπε να παγιωθεί;
κος Μπελεζίνης: Έχω κατ’ επανάληψη γράψει και εισηγηθεί ότι δεν χρειάζεται πλέον τα Αρχαία Ελληνικά να χρησιμοποιούνται για την γραμματική ή γλωσσική στήριξη της τρέχουσας συγχρονίας. Θα πρέπει τα Αρχαία Ελληνικά να διδάσκονται όχι προς χειραγώγηση ή ποδηγέτηση της γλωσσικής πραγματικότητας. Ίσως στο παρελθόν, στις αρχές του περασμένου αιώνα και τα λοιπά, ή του 19ου αιώνα μετά την εθνεγερσία να είχε λόγο αυτό. Να θωρακιστεί η γλώσσα και τα λοιπά.
Ότι βεβαίως μπορούμε να αντλούμε από τον τεράστιο πλούτο της αρχαίας ελληνικής είναι αυτονόητο. Αλλά, όχι να θέλουμε να αναχαιτίσουμε ή να διαμορφώσουμε τις τρέχουσες γλωσσικές εξελίξεις. Είναι τέτοια η αυτοδυναμία η πολιτιστική και η πνευματική της αρχαίας ελληνικής, ώστε δεν χρειάζεται να νοθεύουμε και να αλλοιώνουμε τον διδακτικό χαρακτήρα. Προσωπικά δεν είμαι υπέρ της πολυωρίας της διδακτικής των Αρχαίων Ελληνικών από την οποία έπασχαν ο 19ος και εν πολλοίς και ο 20ος αιώνας. Αλλά, επ’ αυτού πάσα προσοχή και κάθε λεπτότητα και αμεροληψία επαγγελματική ή άλλη.
Επίσης, προσωπικά εάν με ρωτούσε κανείς θα συμβούλευα η διδασκαλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας να εισαχθεί για τους υποψηφίους Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Σας είπα προηγουμένως ότι οι στυγνοί τεχνοκράτες της Θετικής Κατεύθυνσης, όπως ίσχυε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν – δύο φορές τουλάχιστον είχε εισαχθεί.
κος Χατζητέγας: Αυτό είναι ένα γόνιμο μέτρο πιστεύετε. Όχι απλά η Νεοελληνική γλώσσα, η Νεοελληνική Λογοτεχνία. Υπάρχουν φωνές που λένε ότι η Νεοελληνική Λογοτεχνία είναι ένα υποκειμενικό μάθημα; Έχω ακούσει από πολλούς ανθρώπους και του δικού μας χώρου να διατυπώνουν τέτοιες απόψεις. Τι αίσθηση έχετε;
κος Μπελεζίνης: Εν πολλοίς ναι. Με την έννοια ότι στην ποίηση και στην Λογοτεχνία εν γένει και μάλιστα όπως τις αντιμετωπίζει η σύγχρονη θεωρία της Λογοτεχνίας από τις αρχές του 20ου αιώνα με την νέα κρατική στις Αγγλοσαξωνικές χώρες, επίσης με τη νέα κριτική – κυρίως δε – με την δουλειά που έκαναν οι Ρώσοι στρουκτουραλιστές και τα λοιπά, δεν υπάρχουν ζύγια, δεν υπάρχουν απολύτως αντικειμενικά κριτήρια, δεν υπάρχουν μέτρα και σταθμά.
Λόγου χάρη, όταν δίνεται προς απάντηση ένα ποίημα σε οποιονδήποτε μαθητή ή υποψήφιο Πανεπιστημίου δεν σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτη μονοσημεία. Όπως δεν υπάρχει και απόλυτη ασημεία. Δεν χωρούν ίσως, άπειρες ερμηνείες, αλλά ούτε και μία διαχωριστική ερμηνεία. Χωρούν πολλαπλές ερμηνείες, άρα εδώ ο βαθμολογητής – για να το φέρουμε σε πρακτικό πεδίο το θέμα – δεν έχει την ευχέρεια όπως στην ποίηση μιας γεωμετρικής ή τριγωνομετρικής άσκησης και τα λοιπά να βαθμολογήσει.
Εάν όμως διδαχθεί σωστά αυτό το πράγμα, την Νεοελληνική Λογοτεχνία και συγχρόνως την θεωρία της Λογοτεχνίας, τόσο οι μαθητές όσο και οι δάσκαλοι στη συνέχεια, άρα οι βαθμολογητές, θα ξέρουν, θα έχουν συνειδητοποιήσει αυτή την αρχή που είπα πριν από λίγο και συνεπώς θα εκτιμούν με άλλα κριτήρια. Δηλαδή, δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί κατά προσέγγιση μία ερμηνεία, μολονότι παραλλήλως βεβαίως συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν απόλυτα μέτρα και σταθμά. Ο υποκειμενικός τους χαρακτήρας δεν είναι ικανή αιτία ώστε να μην διδάσκονται και μάλιστα στην εποχή μας παρά τους φόβους, τις αντιρρήσεις, τις επιφυλάξεις διδάσκεται όχι μόνο η ανάγνωση της ποίησης και της λογοτεχνίας, αλλά και η γραφή. Το πώς να γράφει κανείς και ήδη στα Πανεπιστήμιά μας υπάρχει το σχετικό μάθημα. Λόγου χάρη, η Λιάνα Σακελλίου στην Αγγλική Αθηνών διδάσκει γραφή. Και άλλοι σχεδόν σε όλες τις Σχολές πια, στις Νεοελληνικές Σχολές υπάρχει διδασκαλία της γραφής. Το πώς να γίνει κανείς λογοτέχνης.
Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται ως ανήκεο και άηθες, αλλά δεν είναι. Ως ανήκεο τουλάχιστον, δεν είναι ανήκεο.
κος Στεφανής: Ο Γιώργος Σεφέρης μου φαίνεται, γράφει στο «Ημερολόγιο καταστρώματος» κρατάει μια σημειωσούλα γιατί έγραφε ημερολόγιο και λέει ότι «… οι σελίδες αυτές είναι σαν μια μποτίλια που ρίχνει κάποιος μέσα στο πέλαγος για να τη βρει και κάποιος άλλος θαλασσινός και ταξιαδιάρης …». Αν κλείνατε στις σελίδες σας στο ημερολόγιο ενός φροντιστή, όπως την κλείσατε το 2000, πως θα την κλείνατε έτσι ποιητικά και λογοτεχνικά;
κος Μπελεζίνης: Με μία ευχή. Να – όχι να καταργηθεί, αυτό είναι αδύνατον – να περισταλεί ή να περιοριστεί γιατί στην Ελλάδα είναι βέβαια σε μεγάλη έκταση, το φροντιστήριο ως θεσμός υπό την προϋπόθεση ότι κάθε σχολική μονάδα θα είναι επαρκής και με διδάσκοντες πραγματικά καλλιεργημένους και με διδακτικό ταλέντο. Αν αυτό είναι δυνατό τότε, να καταργηθεί το φροντιστήριο αποκλείεται, δηλαδή την προγύμναση προς Θεού, αυτό είναι αδιανόητο. Αλλά θα μπορούσε να περιοριστεί στα πρέποντα όρια.
Γιατί οπωσδήποτε υπάρχει μία επέκταση, δεν ξέρω τι συμβαίνει στις μέρες σας, έχουμε μείωση ή αύξηση;
κος Χατζητέγας: Είναι γεγονός ότι στην Γ’ Λυκείου τουλάχιστον, όλα τα παιδιά κάνουν φροντιστήριο και προετοιμάζονται για τις εξετάσεις. Βεβαίως είναι και μια άλλη πραγματικότητα πλέον. Δηλαδή, κάποτε όντως ήταν εξαιρετικά ανταγωνιστικό το σύστημα για να περάσει κάποιος. Τώρα περνάνε όλοι. Μάλιστα φτάσαμε φέτος, θα τα διαβάσατε στις εφημερίδες, ο τελευταίος των τελευταίων που μπήκε στη Γερμανική φιλολογία της Αθήνας, με 1,5 στην 20βαθμη κλίμακα.
Υπάρχει ένα έλλειμμα τεράστιο το οποίο πιστεύω ότι το φροντιστήριο σήμερα το αναπληρώνει σε ένα σημαντικό βαθμό. Βέβαια το γεγονός ότι υπάρχει ταυτόχρονα και ένα εξαιρετικό χάσμα, δηλαδή έχει χαθεί η μεσαία φουρνιά των μαθητών, έχουμε μαθητές οι οποίοι προσπαθούν και αντεπεξέρχονται σε οποιεσδήποτε απαιτήσεις του συστήματος και είναι ολοένα και περισσότεροι. Και επίσης ολοένα και περισσότεροι που χάνοντας όμως τη μεσαία κλίμακα, αδιαφορούν παντελώς διότι υπήρχε μία λογική την οποία μετά τον Αρσένη ήρθε και την έκανε ο Ευθυμίου σε μια φάση διαχείρισης όλων αυτών των εντάσεων που είχε κληροδοτήσει η μεταρρύθμιση Αρσένη. Κατήργησε λοιπόν όλα τα βαθμολογικά όρια με αποτέλεσμα να μπεις κάπου και ξέρετε ότι όλοι ξεγελιόντουσαν με μία επιτυχία ακόμη και σε ένα ΤΕΙ αμφιβόλου ποιότητας στην άκρη της Ελλάδας, εξέθετε και σε τρομερούς κινδύνους. Γιατί; Ο αγρότης έστελνε το παιδί του να σπουδάσει που; Υπάρχουν σχολές απαράδεκτες.
Είναι πλέον πολύ διαφορετική σήμερα η κατάσταση και πιστεύω επίσης ότι ο ρόλος του φροντιστηρίου σήμερα είναι διαφορετικός ίσως από αυτός που ζήσατε όλοι εσείς με πολύ μεγάλη έκταση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 που ήταν διαφορετικά. Σήμερα το παιδί έρχεται στο φροντιστήριο από την Α’ Γυμνασίου σε πολλές περιπτώσεις και σε πολλές περιοχές. Το δείξανε και έρευνες. Η Μαθηματική Εταιρεία έκανε μία έρευνα πριν από μερικά χρόνια που απέδειξε ότι τα παιδιά της Γ’ Γυμνασίου δεν μπορούν να λύσουν μία πρωτοβάθμια εξίσωση ή ένα σύστημα απλό δύο εξισώσεων με δύο αγνώστους.
Όλο αυτό το πράγμα έρχεται να το κάνει σήμερα το φροντιστήριο και το κάνει είτε μέσα από 3000 περίπου φροντιστήρια, που λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα νόμιμα και έχουν ένα ποσοστό της τάξης του 60% των μαθητών και από κει και πέρα το υπόλοιπο 40% στις δύο τελευταίες βαθμίδες, κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Δηλαδή, κανένας πλέον δεν αρκείται στο τι κάνουνε στο σχολείο. Και επιπλέον υπάρχει μια τρομακτική υποβάθμιση του ίδιου του σχολείου που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν. Κανένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτα. Εγώ όταν άνοιξα φροντιστήριο στην Κηφισιά το 1982 δεν προλάβαινα από τις ασκήσεις που βάζανε οι καθηγητές στο σχολείο, σε τρέχανε οι μαθητές και στο λέγανε έχω 20 ασκήσεις, έχω 10. Όλα αυτά εξέλειψαν στη φάση αυτής της 20ετίας που δεν υπήρχε αξιολόγηση και τούτο είναι τραγικό, το πιο τραγικό λάθος που έγινε ήταν που δεν υπήρχε αξιολόγηση στο ελληνικό σχολείο.
Ακόμη και τα στελέχη της εκπαίδευσης τα οποία τα έχω ζήσει και παρακολουθώντας το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, βγαίνει όλη η αλήθεια των πραγμάτων, γιατί τα λένε και οι ίδιοι με το όνομά τους. Ένας ανεπίτρεπτος κομματισμός, ο καθένας είχε τα τιμάριά του είτε ήταν εντός, είτε ήταν εκτός εξουσίας τα πράγματα ήταν μοιρασμένα έτσι ώστε να βολεύονται όλοι και από κει και πέρα τίποτα ουσιαστικό δεν μπόρεσε να γίνει. Δεν υπήρχε και αυτό που λένε σε βάθος μία πολιτική, άστο να βγει κάπου. Επιλογή στελεχών εκπαίδευσης απαράδεκτοι, δεν μπορείς να επιλέγεις συνεχώς συνδικαλιστές ως στελέχη της κυβέρνησης. Όλα τα στελέχη της εκπαίδευσης είναι όσοι είχανε συνδικαλιστικά ένσημα και κομματικά ένσημα. Με αποτέλεσμα γιατί να ενδιαφερθεί ένας άνθρωπος ο οποίος είχε μεράκι, όρεξη, διδακτικό ταλέντο – αυτό που λέγατε προηγουμένως. Πιστεύω ότι το ελληνικό σχολείο σήμερα βρίσκεται στο χειρότερό του σημείο.
Αλλά, επειδή παρακολουθούμε και τι γίνεται και παραέξω, παντού το κρατικό σχολείο έχει πρόβλημα. Και παντού – αυτό που εμείς έτσι ως κοινωνικά καταγόμενοι από την αριστερά δεν μας αρέσει, αλλά είναι μία πραγματικότητα – πλέον η δωρεάν παιδεία, έτσι όπως τουλάχιστον έχουν διαμορφωθεί οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, θα πρέπει να αλλάξει το περιεχόμενο των επιλογών. Σήμερα δηλαδή, θα πρέπει να χρηματοδοτείται ο φτωχότερος για να μπορέσει να λάβει ανταγωνιστική εκπαίδευση. Δηλαδή, σήμερα η χρηματοδότηση που υπάρχει δωρεάν για όλους χρηματοδοτεί τελικά κάποιες επιλογές για τις σχολές των πλουσιότερων. Αυτή είναι η πραγματικότητα, δηλαδή χρειάζεται μια άλλου τύπου χρηματοδότηση.
κος Μπελεζίνης: Ως προς τις εξαγγελίες των κυβερνήσεων και τα λοιπά ότι θα περιορίσουν την παραπαιδεία, εντός πολλών εισαγωγικών, ψεύδονται εν τη γνώσει. Διότι και αν ακόμα θα έλεγα, έμπαιναν όλοι οι απόφοιτοι Λυκείου στη σχολή που ο καθένας ήθελε, ακόμη και τότε, τουλάχιστον οι νοημονέστεροι θα έκαναν και πάλι φροντιστήριο. Αλλά, εν πάση περιπτώσει όσο μένει το ότι δεν εισάγονται όλοι στη σχολή της πρώτης προτίμησης το φροντιστήριο θα είναι αναγκαίο και στην πράξη δεν απειλείται με οποιαδήποτε κατάργηση.
Άλλωστε οι αιτίες που οδηγούν παιδιά και οικογένειες σε ένα είδος προγυμναστηρίου είναι πολλές. Υπάρχουν περιπτώσεις που στέλνουνε γονείς τα παιδιά τους στο φροντιστήριο όχι μόνο επειδή δίνουν εξετάσεις και τα λοιπά για να πάρουν το χαρτί τους που έπαιρναν μέχρι πρόσφατα, αλλά για να μάθουν καλά Μαθηματικά, καλή Φυσική, καλά Αρχαία και ούτω καθεξής.
κος Χατζητέγας: Σας υπερευχαριστούμε για αυτή την συζήτηση. Ο καθένας από μας μεγαλώνει όπως ακριβώς το είπατε. Με το πρότυπο ενός δασκάλου λειτουργεί, όσοι τουλάχιστον ασχολούνται με αυτή τη δουλειά. Εμείς που είμαστε πολλές ώρες μέσα στο φροντιστήριο ο βίος λοιπόν είναι εκεί πέρα ακριβώς, δεν μπορεί να καθίσεις και να προχωρήσεις εάν δεν αγαπήσεις τη διδασκαλία και την παρουσία σου στην τάξη. Και αυτό επίσης είναι μια μεγάλη παρακαταθήκη όλου αυτού του χώρου.
Το έλεγα κάποτε σε ένα υπουργό ότι αυτός ο χώρος δεν γέννησε ούτε κανένα κεφαλαιοκράτη, διότι όσοι ήταν, ήταν δάσκαλοι και μείνανε στις αίθουσες. Ακόμη λοιπόν και όταν ο Μπελεζίνης είχε 3000 άτομα δεν διανοήθηκε ποτέ ότι θα έκανε το μάνατζερ και τη διαχείριση της γραμματείας, εννοώ μέσα στην τάξη. Και αυτό συμβαίνει σε συντριπτικό, καθολικό ποσοστό, δηλαδή άντε να βρούμε σε όλη την Ελλάδα πέντε ή έξι ή εφτά φροντιστές ήδη. Εννοώ, ιδιοκτήτες οι οποίοι να ασκούνε σε μεγαλύτερες μονάδες διοικητικό έργο και τέτοια. Όλοι είναι μέσα στην τάξη, μιλάνε, λένε και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
κος Μπελεζίνης: Ακόμα και όπου το στυλ ήταν κάπως διαφορετικό. Ο Μανωλκίδης είχε ένα διευθυνοκεντρικό σύστημα, παρά ταύτα είχε και αρκετές ώρες διδασκαλίας. Το δικό μας φροντιστήριο, δηλαδή Πάντου, Μυτιληναίου, Ανδρακάκου και τα λοιπά στηρίχθηκε κυρίως στη διδασκαλία. Βεβαίως εκτός εμού και οι τρεις άλλοι, κυρίως ο Πάντος και ο Μυτιληναίος ήταν και πρακτικά πνεύματα και ικανότατοι στη διοίκηση. Για φανταστείτε τον Πάντο με τον Μυτιληναίο, δευτερευόντως ο Ανδρακάκος και καθόλου εγώ, την εποχή που ήταν πάνω από 3, 3500 παιδιά, να βγάλουν πρόγραμμα.
Ξύπναγαν από τα χαράματα, από τα μεσάνυχτα την ημέρα της έναρξης πήγαιναν από τα χαράματα για να δούνε το πρόγραμμα. Και είχαμε βρει ειδικές λύσεις, ούτε υπολογιστής δεν θα τα έβγαζε πέρα.
κος Χατζητέγας: Μα δεν τα βγάζει πέρα. Έχουν βγει προγράμματα σε υπολογιστές τώρα που σου βγάζουν το πρόγραμμα. Φέτος είχε φέρει ο ΕΠΑΦΟΣ σχετικό λογισμικό που λέει αυτό είναι η λύση και για το φροντιστηριακό πρόγραμμα. Ωστόσο καμία εταιρεία δεν μπορεί να βγάλει φροντιστηριακό πρόγραμμα.
κος Μπελεζίνης: Θέλει φοβερή δεξιότητα. Κυρίως ο Πάντος με τον Μυτιληναίο, ο Ανδρακάκος ελάχιστα, εγώ καθόλου. Με είχαν φωνάξει, αλλά ήμουνα πολύ τσαπατσούλης στα πρακτικά και με είχαν απαλλάξει. Είμαι ευτυχής που σας γνώρισα.
κος Χατζητέγας: Σας υπερευχαριστούμε.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΤΗΝ ΚΑΣΕΤΑ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ Ο κος ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΕΡΩΤΗΣΗ
κος Μπελεζίνης: Δημοσιεύαμε τα ονόματα των επιτυχόντων και λόγω των χιλιάδων μαθητών, τα αποτελέσματα αυτά ήταν εντυπωσιακά. Χρειαζόμασταν περίπου μισή σελίδα από αυτές των εφημερίδων όπως ΤΑ ΝΕΑ. Αλλά αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία. Σε ένα φροντιστήριο ο συνάδελφος, ο κύριος Τσαπέτης φαίνεται ότι κάτι του κάναμε. Σου λέει ότι δεν είναι δυνατόν, ή αυτοί είναι τρελοί και δίνουν λαβή στην εφορία ότι έχουν τσακίσει, δημοσιεύοντας τόσες χιλιάδες επιτυχόντων ή είναι ψεύτικα τα αποτελέσματα. Δηλαδή, δεν το χωρούσε ο νους του ότι ήτανε ειλικρινέστατα τα αποτελέσματα.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος, καλά έκανε, έκανε ένα έγγραφο στην εφορία που έλεγε αν είναι αυτοί οι πραγματικοί μαθητές τους, τους έχουνε γραμμένους στα επίσημα βιβλία του φροντιστηρίου; Έρχεται η εφορία με δέκα υπαλλήλους και δεν βρίσκει ούτε έναν άγραφο από όλους τους δηλωθέντες ως επιτυχόντες. Αυτό ήτανε κάτι για πρώτη φορά. Και ιδού τώρα η πολιτεία. Επί κυβερνήσεως Ράλλη, ενοχλημένη τότε η κυβέρνηση από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και από τα ημισέλιδα ΤΩΝ ΝΕΩΝ και άλλων εφημερίδων, ξέρετε τι νόμο εξέδωσε; Ότι απαγορεύεται η δημοσίευση αποτελεσμάτων ονομαστικώς. Δηλαδή, το πιο τίμιο και καθαρό θέλησε να το εμποδίσει.
Διότι δυστυχώς, την πολιτεία την ενοχλούσε το γεγονός ότι υπήρχε φροντιστήριο με χιλιάδες μαθητές στην πρωτεύουσα.
κος Χατζητέγας: Ζήσαμε και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μία απαγόρευση διδασκαλίας φροντιστηριακών συγγραμμάτων. Νομίζω ήταν επί υπουργίας Βαρβιτσιώτη αυτό.
κος Μπελεζίνης: Αν είναι δυνατόν, αν είναι δυνατόν.
ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ