Η εκπαίδευση είναι το αντίδοτο στην οικονομική κρίση, η οποία «χτυπά» όσους έχουν χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα. «Αρα, επενδύστε στην εκπαίδευση». Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει ο ΟΟΣΑ στα μέλη του, το οποίο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία για την Ελλάδα. Στη χώρα μας το 2009, δηλαδή όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, άνεργοι ήταν το 6,7% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όλων των ηλικιακών ομάδων. Αντίθετα, πολύ υψηλότερα ήταν τα ποσοστά ανεργίας στους αποφοίτους λυκείου και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (9,2%) και τους αποφοίτους γυμνασίου (8,8%). Δυστυχώς, η Ελλάδα είχε την αρνητική πρωτιά στους ανέργους αποφοίτους ΑΕΙ 25-29 ετών (13,2%). Ακολουθούσε η Τουρκία με 13%. Την ίδια στιγμή, αν και από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αυξήθηκαν οι απόφοιτοι ΑΕΙ στη χώρα, η Ελλάδα έχει ποιοτικό έλλειμμα και στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ταυτόχρονα, το μισθολογικό κόστος ανά μαθητή είναι υψηλό, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την έκθεση Educatioat a Glance 2011, που δημοσιοποίησε χθες ο ΟΟΣΑ. Ειδικότερα:
– Το πτυχίο είναι το ισχυρότερο «όπλο» σε περιόδους οικονομικής κρίσης και αύξησης της ανεργίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 2009 στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ το ποσοστό των άνεργων πτυχιούχων ήταν κατά μέσο όρο 4,4%. Από την άλλη, αυξήθηκε στο 11,5% από 8,7% το 2008 το ποσοστό των άνεργων που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συνολικά, στους νέους το ποσοστό ανεργίας ξεπερνούσε το 17%.
– Το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξασφαλίζει καλύτερες απολαβές. Ενας απόφοιτος ΑΕΙ λαμβάνει αμοιβές υψηλότερες κατά 80% σε σύγκριση με έναν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
– Αν και από το 1997 έως το 2009 στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι απόφοιτοι ΑΕΙ, λόγω της διεύρυνσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ίδρυση νέων ΑΕΙ, αυτό δεν μεταφράστηκε και σε καλύτερη ποιότητα της εκπαίδευσης. «Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αλλαγές με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα» τονίζει η έκθεση και εστιάζει στις επιδόσεις των 15χρονων Eλλήνων μαθητών στον διεθνή διαγωνισμό PISA, που έγινε το 2009.
– Ενας στους πέντε Ελληνες μαθητές διαβάζοντας ένα κείμενο δεν μπορεί να αναγνωρίσει το κύριο θέμα του, να εντοπίσει με σαφήνεια διατυπωμένη πληροφορία, να κάνει μια απλή συσχέτιση ανάμεσα στις πληροφορίες του κειμένου και σε κοινές, καθημερινές γνώσεις. Συγκεκριμένα, το 21,3% βρέθηκε κάτω από το επίπεδο 2 (με ανώτατο το 6), που θεωρείται το βασικό κατώφλι για την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Ακόμη χειρότερα, ένας στους δύο Ελληνες μαθητές (46,9%) δεν ξεπέρασε τη βαθμολογική βάση στην κατανόηση κειμένων.
– Παρά τις χαμηλές επιδόσεις, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα μισθολογικά κόστη ανά μαθητή. Το μισθολογικό κόστος είναι 3.170 δολάρια έναντι 2.308 κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Το γεγονός εξηγείται από τον μεγάλο αριθμό των εκπαιδευτικών, που οφείλεται τόσο στο γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας (π. χ. πολλά νησιά), αλλά και στις αλόγιστες προσλήψεις εκπαιδευτικών ειδικοτήτων τα προηγούμενα χρόνια. Παρά τον αυξημένο αριθμό εκπαιδευτικών και τον μικρό αριθμό μαθητών ανά τμήμα (π. χ. η αναλογία είναι 10,1 μαθητές ανά δάσκαλο στην πρωτοβάθμια όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 14,4) τα ποιοτικά αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά. Τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν τη σύσταση που έκανε πρόσφατα ο γ. γ. του ΟΟΣΑ κ. Ανχελ Γκουρία στην υπουργό Παιδείας κ. Αννα Διαμαντοπούλου για αύξηση των ωρών εργασίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών έως το 2015, με στόχο να φθάσουν τα επίπεδα των συναδέλφων τους στο εξωτερικό. (πηγή Καθημερινή)