Εάν όμως θεωρήσουμε το ανεβοκατέβασμα των βάσεων ένα συνηθισμένο τελετουργικό, συναρτημένο με το σύστημα των εισαγωγικών και τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, τότε, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στην πηγή: στην αξιοπιστία του Λυκείου. Πώς προετοιμάζονται οι υποψήφιοι; Μέσα από ποιες διαδικασίες, κοινωνικές και μαθησιακές, προσανατολίζονται στο σύστημα των πανελλαδικών; Τι βήματα έχουν γίνει για τη στήριξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, απαξιωμένης σχεδόν μέσα από τη λειτουργία των φροντιστηρίων; Και κάτι ακόμη: ποια μεταρρύθμιση στη δευτεροβάθμια θα μπορέσει να αποδώσει εάν το σκέλος της τεχνικής εκπαίδευσης εξακολουθεί να λειτουργεί ως αποθήκη «κακών», «αδύναμων» ή περιθωριοποιημένων μαθητών; Μόνο με την ενίσχυση και την αναβάθμιση, επανίδρυση επί της ουσίας, της τεχνικής εκπαίδευσης, θα υπάρξει πραγματική δυνατότητα επιλογής και όχι ο μονόδρομος των πανεπιστημιακών σπουδών.Το σύστημα των πανελλαδικών έχει κουράσει και έχει κουραστεί. Αποδεικνύεται (και όχι μόνο λόγω της φετινής πτώσης) όλο και πιο παρωχημένο και παραμορφωτικό, αδύναμο όχι να συντονιστεί αλλά ούτε καν να ακολουθήσει, έστω και από απόσταση, τη νέα εποχή. Είτε προκρίνει αριστούχους είτε δημιουργεί αποτυχόντες, ένα είναι βέβαιο: συμβάλλει στην ανεργία, καθώς εισηγείται έναν επαγγελματικό προσανατολισμό βασισμένο σε βαθμολογικά κριτήρια και στην αγκύλωση του πανεπιστημίου. Ακυρώνοντας σκέψη, πολύπλευρη γνώση και, εν μέρει, επιθυμίες.Η πτώση των βάσεων δεν είναι μονάδα μέτρησης μόνο για το μέλλον. Δεν προγράφει το επόμενο βήμα. Κουβαλάει τις αμαρτίες μιας, εν πολλοίς, εγκαταλελειμμένης δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης. Συρρικνωμένης και μονοδιάστατης.(Απόσπασμα από άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στην Καθημερινή)