Τα προβλήματα της Αθήνας ή οποιασδήποτε μεγαλούπολης δεν λύνονται με αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις και αναπλάσεις, με αυτοκινητόδρομους και νέα εμβληματικά κτίρια. Αν το ζήτημα στην Αθήνα είναι η εγκατάλειψη του κέντρου και η πλήρωσή του από μετανάστες, τότε θα πρέπει να εργαστείς επάνω στους μετανάστες και στην ταχεία ενσωμάτωσή τους. Χρειάζεται όμως και ευρηματικότητα, ενδεχομένως και ορισμένες κινήσεις-κλειδιά, όπως η δημιουργία εξαιρετικών σχολείων στο κέντρο. Ο διάσημος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο ΜΙΤ Julian Beinart, μιλώντας στην «Κ», εκφράζει την αισιοδοξία του για την αναστροφή της τάσης υποβάθμισης του κέντρου της Αθήνας και εκτιμά ότι η πόλη δεν έχει ανάγκη να επανεφεύρει τον εαυτό της, έχοντας το πλεονέκτημα να ανήκει στο πάνθεον των ιστορικών πόλεων του κόσμου.
Ο Julian Beinart βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα, προσκεκλημένος της Σχολής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, για να μιλήσει σε συμπόσιο που οργανώθηκε στη μνήμη της καθηγήτριας Αρχιτεκτόνων Πολυξένης Κοσμάκη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή πριν από ένα έτος. Η συζήτηση ξεκινάει από την ταχεία υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας και την αμερικανική εμπειρία. «Δυστυχώς, σε αυτές τις περιπτώσεις, η αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά», εκτιμά. «Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που σε πολλές αμερικανικές πόλεις εμφανίστηκε ήδη από τη δεκαετία του ’20: η μετακίνηση των κατοίκων έξω από το κέντρο και η πλήρωση του κενού από τα φτωχότερα στρώματα, κυρίως μετανάστες. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μια αναπόφευκτη, σχεδόν νομοτελειακή εξέλιξη στη ζωή μιας πόλης. Στην Αθήνα, απ’ ό, τι φαίνεται, πρέπει να γίνει ένας κύκλος. Στις ΗΠΑ τα παιδιά που μεγάλωσαν στα προάστια επιστρέφουν στο κέντρο. Βαριούνται τα σπίτια των γονιών τους και τη ζωή εκεί, θέλουν τις επιλογές και την ενέργεια της πόλης. Ο κόσμος εκτιμά και πάλι την αστική ζωή, τους μικρούς δρόμους, τα καταστήματα, τη διαφορετικότητα, το «new urbanism». Οι πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές στις ΗΠΑ και στον κόσμο αποθεώνουν τη νεανικότητα της ενήλικης ζωής στο κέντρο των μητροπόλεων».
Τι χρειάζεται, λοιπόν, για να επιστρέψει αυτό το κλίμα και στην Αθήνα; Ο κ. Beinart εκφράζει μια άποψη αρκετά διαφορετική απ’ όσα ακούγονται σήμερα στην Ελλάδα για το θέμα. «Τα προβλήματα της πόλης είναι τα προβλήματα των κατοίκων της. Συχνά το ξεχνάμε και τα εξετάζουμε ως διαφορετικά πράγματα. Αν το πρόβλημα είναι η μεγάλη παρουσία μεταναστών, τότε πρέπει η πολιτεία να ασχοληθεί με τους μετανάστες. Συνήθως η πρώτη γενιά μεταναστών “θυσιάζεται”, εργάζεται σκληρά, δεν μαθαίνει τη γλώσσα, δεν ανοίγεται στην τοπική κουλτούρα. Το στοίχημα είναι τα παιδιά τους. Να γίνουν Ελληνες πολίτες, μέρος της νέας ελληνικής κουλτούρας», εκτιμά ο Νοτιοαφρικανός στην καταγωγή πανεπιστημιακός. «Χρειάζεται επίσης πρότυπα σχολεία στο κέντρο, να μην οδηγούνται οι κάτοικοι σε φυγή γι’ αυτόν τον λόγο».
Παρά την –όχι αδικαιολόγητη– απαισιοδοξία που αντίκρισε στους Ελληνες συναδέλφους του, ο Julian Beinart δηλώνει αισιόδοξος για την Αθήνα. «Ναι, θα στοιχημάτιζα στην Αθήνα. Δεν χρειάζεται branding (προώθηση) της πόλης, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όλοι ξέρουν ποια είναι, έστω κι αν αυτό οφείλεται στο κλασικό παρελθόν της. Αυτό είναι ένα σπάνιο πλεονέκτημα που δεν πρέπει να το ξεχνάτε. Καμία ανερχόμενη ασιατική μεγαλούπολη δεν μπορεί να πάρει τη θέση των ιστορικών πόλεων στη φαντασία των πολλών. Η Αθήνα δεν χρειάζεται τον Rem Koolhaas ή την Zaha Hadid για να «μπει στον χάρτη». Οι πραγματικά σημαντικές πόλεις, όπως το Παρίσι και η Νέα Υόρκη, δεν βασίζουν τη φήμη τους στα τοπόσημα. Οι πόλεις φτιάχνονται από την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος (urbanism), την ποιότητα του να είσαι εκεί, τη συλλογική μνήμη της πόλης, την κουλτούρα, το φαγητό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε αυτό το μονοπάτι. Η Ελλάδα έχει μια ιστορική κουλτούρα, έχει παράδοση, πάντα κέρδιζε πολλά ως σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια προωθεί τον εαυτό της σε αυτό το σταυροδρόμι, νομίζω όμως ότι η Ελλάδα είναι πιο κοντά σε αυτήν την πραγματικότητα».
Μέγιστη απειλή η κλιματική αλλαγή
Θέμα του συμποσίου, στο οποίο ο Julian Beinart ήταν κεντρικός ομιλητής, ήταν η μεταβαλλόμενη σχέση πόλης και φύσης. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει», σημειώνει ο κ. Beinart. «Σήμερα, για πρώτη φορά από το 5.000 π. Χ., ζούμε σε ένα περιβάλλον που απειλεί την επιβίωσή μας ως είδος. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα πρόβλημα με ανυπολόγιστες συνέπειες, στο οποίο δυστυχώς ακόμα και στις ΗΠΑ δεν δίνεται ακόμα η δέουσα προσοχή. Η βιοκλιματική αρχιτεκτονική έχει πολλά να προσφέρει, χρειάζεται όμως και μια παγκόσμια συμφωνία».
Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει, αναπόφευκτα, και την εξέλιξη των μεγαλουπόλεων. «Το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε παράκτιες περιοχές και επομένως μεγάλες μάζες πληθυσμού θα αναγκαστούν σε μετακίνηση μέσα στον επόμενο αιώνα. Εκτιμώ ότι η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε μια μετανάστευση χωρίς προηγούμενο. Αν θεωρούμε, λοιπόν, σήμερα ότι αντιμετωπίζουμε έντονο μεταναστευτικό πρόβλημα, μπορεί να μην έχουμε δει τίποτα».
Συνεπώς, για τον καθηγητή του ΜΙΤ, η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή αφορά ουσιαστικά την αντιμετώπιση της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. «Η συζήτηση περί αειφορίας έχει γίνει της μόδας. Αειφορία για ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη είναι απλά η επιβίωση. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να συζητάμε για τις πόλεις μας σαν να πρόκειται να τις κλείσουμε σε τείχη».