Στο μοντέλο, που από τον Σεπτέμβριο θα αποτελέσει το «νέο λύκειο» αναμένεται να έχουν καταλήξει σε δύο μήνες τα αρμόδια στελέχη του Υπουργείου Παιδείας. Ο πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, κ. Ναυρίδης, ο οποίος σε ειδική εκδήλωση έκανε γνωστό ότι τον Απρίλιο θα είναι όλα έτοιμα για την ανακοίνωση του πλαισίου του νέου λυκείου, αναφέρθηκε στη φιλοσοφία των αλλαγών και μίλησε για τους στόχους του νέου τύπου λυκείου.
Σύμφωνα με όσα σχεδιάζονται, ο σημερινός τρόπος διδασκαλίας, θα αλλάξει πλήρως. Σε δύο μήνες θα θεωρείται πλέον ξεπερασμένος και οι μαθητές, μέσω του νέου τύπου σχολείου, θα μυούνται σε ουσιαστικότερους τρόπους απόκτησης γνώσεων, που περιορίζουν την αποστήθιση και προάγουν την κριτική τους ικανότητα.
Όπως σημείωσε ο κ. Ναυρίδης, «οι μαθητές θα πρέπει να αρχίσουν να μυούνται σε ερευνητικές διαδικασίες και διεργασίες. Δηλαδή, θα μάθουν να διατυπώνουν τα ερωτήματα, να προσδιορίζουν τα προβλήματα και να μεθοδεύουν διερευνήσεις. Επιπλέον, να αναζητούν απαντήσεις στα προβλήματα, που έχουν τεθεί, να αναζητούν και να αξιοποιούν ερευνητικά εργαλεία, να αναλύουν και να συνθέτουν δεδομένα».
Ο πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, Παύλος Χαραμής, ο οποίος πήρε μέρος στην εκδήλωση για το νέο σχολείο, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τόνισε, μεταξύ άλλων: «Η πρόταση του εκπαιδευτικού κινήματος για το Ενιαίο Λύκειο θεωρίας και πράξης, ως τον μοναδικό τύπο λυκείου σε μεσοπρόθεσμη κλίμακα, που θα υπηρετεί τη γενική μόρφωση συναιρώντας δημιουργικά τη θεωρητική μόρφωση με την πράξη, την τεχνολογία και την εφαρμογή, αποτελεί την εναλλακτική απάντηση στις επίσημες πολιτικές. Η πρόταση αυτή υποστηρίζει ότι η ενιαία δομή της λυκειακής βαθμίδας, που έχει υποστασιοποιηθεί διεθνώς με τις ποικίλες μορφές του “ενιαίου σχολείου”, είναι το κέλυφος που διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο την προοπτική της γενικής μόρφωσης και της ολόπλευρης καλλιέργειας της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου».
Η υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, έχει αναφερθεί πολλές φορές στην αλλαγή του σημερινού τύπου λυκείου, συνδυάζοντάς την με την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Αν, όμως, η αλλαγή στα λύκεια δεν είναι ουσιαστική -σχολιάζουν πολλοί καθηγητές- όποιο σύστημα εισαγωγής και αν υιοθετηθεί, δεν θα επιτύχει. Σήμερα, τα πανεπιστήμια δέχονται φοιτητές, που δεν καταφέρνουν να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν τα μαθήματα του πρώτου έτους. Όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που είτε εγκαταλείπουν τις σπουδές, επειδή δεν είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα γι αυτές, είτε καταφεύγουν σε φροντιστηριακού τύπου μαθήματα για να καταφέρουν να παρακολουθήσουν την πανεπιστημιακή κατεύθυνση, που επέλεξαν, ή στην οποία βρέθηκαν τυχαία, λόγω του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων.
Τελειώνοντας, σήμερα, το λύκειο ένας νέος, είναι σαφές ότι δεν έχει τις στοιχειώδεις γνώσεις να αντιμετωπίσει την αγορά εργασίας, αλλά και την ίδια την κοινωνία, λόγω των μορφωτικών ελλείψεων του ίδιου του λυκείου. Αυτό είναι το πρόβλημα, που επιδιώκει να «θεραπεύσει» το υπουργείο Παιδείας.
Για το νέο λύκειο, που στοχεύει να δημιουργήσει πρωτίστως ικανούς πολίτες με το απαραίτητο μορφωτικό επίπεδο, ο κ. Ναυρίδης σημειώνει: «Τα μαθησιακά – διδακτικά αντικείμενα και τα σχετικά με αυτά περιεχόμενα και ύλη, τα εκπαιδευτικά υλικά, καθώς και οι προτεινόμενες δραστηριότητες, θα αναπτυχθούν με έμφαση στις γενικές ικανότητες, που θα πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές για να μπορούν να ζήσουν δημιουργικά ως δημοκρατικοί πολίτες στο πλαίσιο τόσο της ελληνικής, όσο και της διεθνούς κοινότητας. Όλοι οι μαθητές, όταν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, θέλουμε να είναι σε ικανοποιητικό βαθμό εγγράμματοι στην ελληνική και στις ξένες γλώσσες, στις επιστήμες, στα μαθηματικά, στις νέες τεχνολογίες, στον πολιτισμό, στις τέχνες και στη θρησκεία τους ταυτόχρονα. Θέλουμε να έχουν ουσιαστική γνώση για την ιστορική κοινωνική, οικονομική και πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας μας, του ευρύτερου κόσμου, όσο και της ίδιας της κοινότητάς τους. Να είναι, τέλος, ευαισθητοποιημένοι και ενήμεροι για τα μεγάλα περιβαλλοντολογικά ζητήματα της εποχής».
Έτσι, τα μαθήματα θα επιλεγούν με βάση τη χρησιμότητά τους στην καθημερινή ζωή, με τη μορφωτική τους αξία, λαμβάνοντας υπόψη και τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες των ίδιων των μαθητών.
Από όσα έχουν γίνει γνωστά έως τώρα για το τι μελετά και σχεδιάζει το Υπουργείο, διαφαίνεται πως υπάρχει προσανατολισμός προς τα υποχρεωτικά και επιλεγόμενα μαθήματα. Η α’ τάξη λυκείου θα είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι μαθητές θα έρχονται σε επαφή και με προαιρετικά μαθήματα, ενώ στη β’ τάξη η τάση είναι να μειωθούν τα υποχρεωτικά και να αυξηθούν τα επιλεγόμενα μαθήματα. Παράλληλα, θα πρέπει να επιδιώκεται η εμβάθυνση και απόλυτη κατανόηση γνωστικών αντικειμένων. Στην γ’ και τελευταία τάξη του λυκείου και ενώ ο μαθητής ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τα θρανία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να περάσει στην τριτοβάθμια, το πρόγραμμα θεωρείται ότι πρέπει να είναι πιο «σφιχτό». Λιγότερα μαθήματα, λιγότερη ύλη, αλλά βαθύτερη κατανόηση της γνώσης και της πληροφορίας, στο πλαίσιο της εξειδίκευσης. Σ’ αυτή την τάξη ο μαθητής πρέπει να έχει αποσαφηνίσει ποια επιστήμη τον ενδιαφέρει και τι ακριβώς θέλει να σπουδάσει. Να αποκτήσει, δηλαδή, βαθύτερες γνώσεις ενός αντικειμένου. Για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, θεωρείται απαραίτητη και η βαθμολογία, που θα έχει ο μαθητής.
Η «μάχη» του Υπουργείου Παιδείας όμως, φαίνεται πως θα δοθεί στο επίπεδο των μαθημάτων. Ποια, δηλαδή, θα είναι υποχρεωτικά και ποια επιλεγόμενα. Άρχισε εδώ και μήνες και ήδη υπήρξε το πρώτο της «θύμα», η πρώην ειδική γραμματέας του Υπουργείου, Θάλεια Δραγώνα. Οι απόψεις της να είναι η Ιστορία μάθημα επιλογής και όχι υποχρεωτικό, τής έδειξαν την πόρτα εξόδου από το Υπουργείο, αλλά η υπόθεση δεν έχει κλείσει με την παραίτησή της. Στο «παιχνίδι» έχει μπει για τα καλά και η Εκκλησία, η οποία δεν προτίθεται επουδενί να συναινέσει στην ένταξη των Θρησκευτικών στη λίστα με τα μαθήματα επιλογής.
Ο κ. Χαραμής εκτιμά ότι: «για να εξασφαλιστούν στην πράξη τα οφέλη αυτής της αλλαγής, απαιτούνται αντίστοιχες ευνοϊκές ρυθμίσεις στις μεθόδους διδασκαλίας και στήριξης των μαθητών/μαθητριών κ.λπ., όπως επίσης και ευρύτερες κοινωνικές πολιτικές υποστήριξης των παιδιών που συναντούν μεγαλύτερες εκπαιδευτικές και οικονομικο – κοινωνικές δυσκολίες».
Προς αυτή την κατεύθυνση διατυπώνονται συνοπτικά οι εξής προτάσεις:
1. Πρέπει να ξεπεραστεί η μονοδιάστατη αντίληψη για την ευφυία, που οδηγεί στην ιεράρχηση των μορφών αυτοεκπλήρωσης με άξονα μόνο μία μορφή από αυτές. Στον Bourdieu ανήκει η παρατήρηση ότι το εκπαιδευτικό σύστημα τείνει να αναγνωρίζει κατά βάση μόνο μια ορισμένη μορφή αριστείας, αυτή που εκπροσωπεί στο επίπεδο του Λυκείου η κατεύθυνση των λεγόμενων “θετικών επιστημών”, ενώ για άλλους προστίθεται και η “γλωσσική” διάσταση της ευφυίας. Το σχολείο πρέπει να αποτιμά θετικά και να καλλιεργεί και τις άλλες μορφές ευφυίας, ώστε οι κατοχοί τους να μη βιώνουν στο σχολείο μια μόνιμη αίσθηση αποτυχίας.
2. Πρέπει να μειωθεί όσο είναι δυνατόν η πρακτική της “τελεσίδικης ετυμηγορίας” στο πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης. Καμιά σχολική δοκιμασία δεν πρέπει να έχει ένα αποτέλεσμα “καταδίκης εφ’όρου ζωής”.
3. Οι ομαδικές και ιδιαίτερα οι ομαδοσυνεργατικές μέθοδοι διδασκαλίας και μάθησης πρέπει να βρουν τη θέση τους στο σχολικό curriculum, όπως και οι λεγόμενες ενεργητικές μαθησιακές διαδικασίες. Ωστόσο, αυτές πρέπει να προωθούνται με περίσκεψη, καθώς είναι ισχυρή η άποψη ότι χωρίς την απαιτούμενη παιδαγωγική ευαισθησία ενδέχεται να συμβάλλουν σε διεύρυνση των μορφωτικών ανισοτήτων.
4. Τέλος, μία αξιοσημείωτη πρακτική, που δοκιμάστηκε διεθνώς με θετικές εμπειρίες αλλά και κινδύνους για την άμβλυνση των ανισοτήτων στη μόρφωση, αφορά τις “Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας”.
Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος μέσα από τον οποίο αξιολογείται ο μαθητής. Ήδη, το Υπουργείο Παιδείας φαίνεται να προωθεί ένα μοντέλο που βασικός άξονάς του θα είναι η εκπόνηση ατομικών ή ομαδικών εργασιών, αποτέλεσμα ερευνών των μαθητών, μέσα από τις οποίες θα αξιολογείται η κριτική τους ικανότητα, αλλά και η ικανότητά τους να συνεργάζονται και να δημιουργούν. Πολλοί εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του νέου μοντέλου είναι η ανάπτυξη της Τεχνικής Εκπαίδευσης, ενώ, όπως υποστηρίζει και ο κ. Ναυρίδης, ιδιαίτερη μέριμνα θα υπάρχει στην ανάπτυξη του μοντέλου και για τα παιδιά, που έχουν αναπηρίες.
Ο Π. Χαραμής υποστηρίζει ότι όλη η συζήτηση, που έχει αρχίσει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες παραπέμπει στη «Λευκή Βίβλο» της Ευρώπης και συγκεκριμένα στο σημείο:
«Η ανταγωνιστικότητα και η αξιοκρατία εξακολουθούν να παραμένουν στο επίκεντρο του συστήματος αξιών πάνω στο οποίο στηρίζονται οι εκπαιδευτικές πολιτικές. Έτσι, στο Έγγραφο Δημόσιας Διαβούλευσης, που διακίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ανάπτυξη των προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης μετά το 2002, προσδιορίζεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας ως “στρατηγικός στόχος” για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως το 2010… να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».
Οι προτάσεις στις οποίες κατέληγε η «Λευκή Βίβλος» είναι:
-Ενθάρρυνση της απόκτησης νέων γνώσεων, που παρέπεμπε σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα αναγνώρισης, πιστοποίησης και αξιολόγησης των «δεξιοτήτων – κλειδιών».
-Προσέγγιση του σχολείου και της επιχείρησης, μέσω της κατανόησης του κόσμου της εργασίας και αποφασιστικής συμμετοχής των επιχειρήσεων στις διαδικασίες κατάρτισης και προώθησης της μαθητείας.
-Καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού (π.χ. με τα «σχολεία δεύτερης ευκαιρίας»)
-Γλωσσομάθεια σε επίπεδο τριών κοινοτικών γλωσσών και ισότιμη αντιμετώπιση της υλικής επένδυσης με την επένδυση σε κατάρτιση.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης, η μελέτη της επίσημης ρητορικής για την εκπαίδευση διεθνώς αποκαλύπτει ότι «οι κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι επιδιώκουν μία πιο λεπτομερή εξειδίκευση συγκεκριμένων ικανοτήτων, που πρέπει να καλλιεργηθούν κατά προτεραιότητα στο σχολείο. Επακόλουθα μίας τέτοιας ιεράρχησης είναι η συνεχής υποβάθμιση των γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων, που συμβάλλουν στη γενική μορφωτική συγκρότηση των νέων και προάγουν τις ανθρωπιστικές αξίες, και η αναβάθμιση «εργαλειακών» γνώσεων και δεξιοτήτων, που εξυπηρετούν κατά βάση βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Τομείς σημαντικοί για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων, όπως είναι οι κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες, η αισθητική καλλιέργεια, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η αγωγή υγείας, η προετοιμασία συνολικά του σύγχρονου ενεργού πολίτη δεν έχουν τη θέση που τους αρμόζει στο σύγχρονο σχολείο. Αυτή η τάση έχει σοβαρές επιπτώσεις στο εκπαιδευτικό έργο, γιατί αφυδατώνει τη μόρφωση από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και την καθιστά μέσο για την ατομική επιτυχία σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Καλλιεργεί ένα αρνητικό κλίμα στο σχολείο και στην κοινωνία, που αντιμάχεται αξίες στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνοχή και η συνύπαρξη». Πολλοί εκπαιδευτικοί, τέλος υποστηρίζουν ότι ίσως το δυσκολότερο έργο του σχεδιασμού μίας τέτοιας αλλαγής, όπως αυτής, που μελετάται για το λύκειο, θα είναι να αντιμετωπιστούν μορφωτικές και κοινωνικές ανισότητες. Έτσι, τα όποια εκπαιδευτικά μέτρα θα πρέπει -λένε- να συνοδεύονται και από αντίστοιχα κοινωνικά, έτσι ώστε να διασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, η ισότητα στις ευκαιρίες μόρφωσης και απόκτησης γνώσεων, δεξιοτήτων και προσόντων.