«Δεν πας και λίγο φροντιστήριο για τις μέρες που απέμειναν; Έστω κι αυτές τις λίγες.»
Πέρασα τυχαία την πόρτα του Πρότυπου φροντιστηρίου, που τότε στεγαζόταν σ’ένα νεοκλασικό, δίπλα στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Ένας από τους επικεφαλής καθηγητές του φροντιστηρίου ήταν ο χημικός Ανδρέας Παπαγεωργίου, το βιβλίο του οποίου το είχα μόνος μου ήδη ξεκοκαλίσει. Τότε μπορούσες να παρακολουθήσεις δοκιμαστικά τα μαθήματα για δύο τρεις μέρες. Όμως όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, ο γραμματέας μού είπε μια απαγορευτική για μένα τιμή διδάκτρων. Τόσα ήταν όλα μου τα χρήματα. Του το είπα. Δίπλα ήταν ο Παπαγεωργίου και άκουγε. Έδωσε το σήμα του ψαλιδιού με το χέρι.
– Κόψε! Κόψε!
Πλήρωσα στο τέλος κάτι λιγότερο από τα μισά.
Μετά τις εξετάσεις, επέστρεψα στο Βόλο και ανέμεινα τα αποτελέσματα. Μέσα μου ήμουν αισιόδοξος· πίστευα ότι είχα πάει καλά. Όταν ήρθε η ώρα της επίσημης ανακοίνωσης, οι προσδοκίες μου επαληθεύτηκαν. Την εποχή εκείνη μετριόνταν στα δάχτυλα τα παιδιά της Νέας Ιωνίας που συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο. Έτσι η χαρά δεν ήταν μόνο δική μου, ήταν χαρά πολλών στη συνοικία μου, γιατί ήμουν και δικό τους παιδί.
Ο μπάρμπα – Ανάστασης, ο Πατέρας μου, κατάλαβε πλήρως τη σημασία του γεγονότος όταν πήρε τα συχαρίκια στο καφενείο από όλους. Τότε αποφάσισε. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στον Μανουηλίδη, τον εμποροράφτη της γειτονιάς. Του είπε κάνοντας και την ταιριαστή χειρονομία:
– Κόψ’του ένα κουστούμι! Τα λεφτά λίγα λίγα.
Τότε ο λόγος των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο. Αυτό το κουστούμι με συντρόφευσε σχεδόν όλα τα φοιτητικά μου χρόνια. Το σακάκι το έχασα σε μια στιγμή «αγωνιστικής έξαρσης», που διηγούμαι παρακάτω.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Λευτέρη Τσίλογλου «κι όμως ήταν όμορφα». Τα δικά μας σχόλια περιττεύουν· μόνο μια προσθήκη προσωπικής εκτίμησης και αγάπης στο φίλτατο σύντροφο «Τσι – Τσι».
Περιμένω κρίση σου για το υπόλοιπο βιβλίο. Λευτέρης