Ένα ενδιαφέρον άρθρο ενός ακόμη πανεπιστημιακού του Βασίλη Κ. Γούναρη, καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. αναφορικά με τα φροντιστήρια. Ο τίτλος του εύγλωττος. Επιτέλους πρυτανεύει η λογική σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους που συνειδητοποιούν τα αδιέξοδα χωρίς να πυροβολούν τους κωπηλάτες της παιδείας. Δείτε το άρθρο και προσέξτε την τελευταία του παράγραφο την οποία την αφιερώνουμε εξαιρετικά σε όλους εκείνους που φοράνε τις αποκριάτικες στολές των εξολοθρευτών της παραπαιδείας όλο τον χρόνο.
Στο δημόσιο λόγο η παραπαιδεία, το φροντιστήριο και τα ιδιαίτερα, παρουσιάζεται ως η ανοιχτή πληγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Όχι μόνον εκτροχιάζει την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά προκαλεί οικονομική αιμορραγία των οικογενειών. Η ιστορία των γενικευμένων ιδιαιτέρων μαθημάτων είναι βραχύβια αλλά των φροντιστηρίων μακρά. Ανέκαθεν λειτουργούσαν και ήταν δύο ειδών: Tα συνοικιακά, που βοηθούσαν τους αδύνατους μαθητές να κατανοήσουν τα μαθήματα της ημέρας και τα κεντρικά, για τους σοβαρούς υποψηφίους. Σκοπό είχαν να καλύψουν και να οργανώσουν την άλλοτε αχανή ύλη των εισαγωγικών εξετάσεων, που μάλιστα δεν διδασκόταν ολόκληρη στα σχολεία της μέσης. Ακόμη και πριν από 30 χρόνια, οι υποψήφιοι που επιτύγχαναν χωρίς διόλου φροντιστήριο ήταν ελάχιστοι και δακτυλοδεικτούμενοι.
Η προσπάθεια να χτυπηθούν τα φροντιστήρια για υποψηφίους, μειώνοντας απλώς την ύλη των εισαγωγικών μόνο στη διδαχθείσα του πλέον βραδυπορούντος λυκείου της χώρας, απέτυχε. Οδήγησε μάλιστα σε γελοία φαινόμενα αφού μια χρονιά, νομίζω το 1984, η ύλη της χημείας ήταν 25 σελίδες! Τελικά –μην με ρωτάτε πότε– η διδακτέα και η διδαχθείσα εξισώθηκαν. Όλοι οι καθηγητές της Γ' Λυκείου οφείλουν να διδάξουν το σύνολο μιας ετησίως οριζόμενης ύλης και το κάνουν απαρέγκλιτα. Αυτή η ύλη δεν ξεπερνά ούτε το 30% της άλλοτε εξεταζόμενης στις εισαγωγικές, όμως, είναι μεγαλύτερη από την άλλοτε ετησίως διδασκόμενη∙ όχι τόσο σε αριθμό σελίδων, όσο στην πυκνότητα των βιβλίων. Οι υποψήφιοι φοιτητές πρέπει να είναι στοιχειωδώς έτοιμοι για το πρώτο έτος στα ΑΕΙ.
Φυσικά στο πρόβλημα εμπλέκονται κι άλλες παράμετροι, όπως η απουσία φιλτραρίσματος των μαθητών επί 12 χρόνια, η ήττα των βιβλίων από τα TV games και η απαξίωση των πτυχίων, θέματα που δεν συνδέονται άμεσα με το εκπαιδευτικό σύστημα ούτε είναι αποκλειστικά ελληνικά φαινόμενα. Όμως, ο βασικός λόγος σταθερής ακμής της ελληνικής παραπαιδείας είναι ότι ο σχολικός χρόνος, σε ημερήσια ή ετήσια βάση, δεν επαρκεί για τη διεξοδική διδασκαλία και εμπέδωση της προβλεπόμενης ύλης σε κανένα μάθημα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η αποτυχία είναι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αλλά ειλικρινά δεν γνωρίζω αν μπορεί ποτέ να βρεθεί χρυσή τομή στο τι πρέπει να ξέρει ένας υποψήφιος π.χ. του Τμήματος Φυσικών Επιστημών ή της Φιλολογίας και στο πόση φυσικοχημεία, αρχαία και λατινικά μπορούν να αφομοιώσουν όλοι οι μαθητές τυχόντος λυκείου με όχι αναγκαστικά χαρισματικούς διδάσκοντες.
Εδώ έγκειται το δεύτερο μέρος του προβλήματος. Ακόμη κι αν οι καθηγητές έχουν την καλή διάθεση και τα προσόντα, οι μαθητές κατά κανόνα δεν την έχουν. Δεν προσέχουν όλοι ούτε ρωτούν ό,τι δεν έχουν καταλάβει. Εκ φύσεως ή ηλικίας οι έφηβοι αποκλείεται να είναι τόσο συγκεντρωμένοι όσο απαιτείται. Η απουσία τακτικών διαλειμμάτων δεν τους βοηθά. Άλλωστε, καμία ουσιαστική απειλή δεν επικρέμαται. Ακόμη όμως κι αν είναι οι μαθητές υποδειγματικοί, οι καθηγητές τους δεν έχουν τον χρόνο να παρακολουθήσουν (πόσο μάλλον να εκμαιεύσουν) και να λύσουν τις απορίες τριάντα εφήβων, ενδεχομένως προϊόντα αδιαφορίας ετών. Ούτε πρόκειται κανείς (γονιός, διευθυντής ή σύμβουλος) να τους εγκαλέσει γι’ αυτό, ακόμη κι αν αδιαφορήσουν απροκάλυπτα.
Το φροντιστήριο, λοιπόν, είναι απαραίτητο και δεν έχει σημασία πλέον αν είναι συνοικιακό ή κεντρικό. Το έμψυχο υλικό και τα ζητούμενα είναι κοινά. Οι μαθητές είναι λίγοι και χωρίς εναλλακτική λύση, οι γονείς αποφασισμένοι να δεχτούν την «καταπίεση» των παιδιών τους γιατί πληρώνουν, και οι διδάσκοντες ανήσυχοι γιατί διακυβεύεται το εργασιακό μέλλον τους. Όλο και κάτι καλύτερο από το σχολείο θα βγει∙ και πράγματι βγαίνει. Είναι η τελευταία γραμμή της εκπαιδευτικής άμυνας σε μια λυσσώδη επίθεση άλωσης του πανεπιστημίου και επιτελεί σωστά ό,τι υπόσχεται. Διδάσκει εξ αρχής και δεν υποστηρίζει απλώς. Γι’ αυτό οι γονείς αισθάνονται ανασφαλείς αν τα παιδιά τους δεν φοιτήσουν στην παραπαιδεία∙ ακόμη κι αν τα στέλνουν σε περιώνυμα ιδιωτικά. Ας σημειωθεί ότι η πληθώρα των πτυχιούχων και ο ανταγωνισμός των ιδιαιτέρων έχει κρατήσει τις τιμές των διδάκτρων σχετικά χαμηλά, ικανοποιώντας έτσι τις αφελείς και παρωχημένες προσδοκίες μιας ολόκληρης κοινωνίας για επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση, μέσω ενός πτυχίου ΑΕΙ.
Στο σημείο αυτό αναγκαστικά ο συλλογισμός μας πρέπει να γίνει συνθετότερος. Το πρόβλημα της δυσαναλογίας ύλης-χρόνου δεν είναι μόνο των υποψηφίων. Για να φτάσει ο μαθητής στο συγκεκριμένο γνωστικό επίπεδο πριν από τις εισαγωγικές των ΑΕΙ χρειάζεται –τυπικά τουλάχιστον— να του προσφερθούν και να αφομοιώσει κατά τα προηγούμενα χρόνια των εγκυκλίων σπουδών του συγκεκριμένες γνώσεις. Ο τρόπος που αυτές συνωστίζονται ετησίως προκαλεί τα ίδια μαθησιακά προβλήματα. Τα τεχνικά ζητήματα (αριθμός μαθητών, διαθέσιμος χρόνος, ποιότητα διδασκόντων) και τα πάμπολλα γνωστικά αντικείμενα εμποδίζουν την εμπέδωση, η οποία όμως είναι απαραίτητη, εφόσον –κακώς— όλοι οι μαθητές κατευθύνονται προς τα ΑΕΙ. Το φροντιστήριο λοιπόν προβάλλει –και είναι– ως η μόνη αξιόπιστη λύση, μάλιστα από την Α΄ Γυμνασίου.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι, στην προσπάθεια να λύσουμε επιμέρους προβλήματα της εκπαίδευσης και της κοινωνίας μας, δημιουργήσαμε ένα φαύλο κύκλο. Η ουσιαστική παράταση της γενικής εκπαίδευσης για 12 χρόνια και η συναφής καταστροφή της τεχνικής καλλιεργούν προσδοκίες για ανώτερες σπουδές σε όλους. Αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά αρνητικό, αν είχε διατηρηθεί το επίπεδο της εκπαίδευσης. Όμως η χαλάρωση, λόγω έλλειψης κοσκίνων, μείωσε τη μαθητική επιμέλεια ανεπανόρθωτα. Τα πολλά γνωστικά αντικείμενα (δεύτερη γλώσσα, οικιακή οικονομία, τεχνικά, μουσική, καλλιτεχνικά και τα συναφή) έδωσαν επαγγελματική διέξοδο σε πολλούς πτυχιούχους, αλλά δημιούργησαν συνωστισμό στο πρόγραμμα. Το πενθήμερο οδήγησε στην περιορισμένη διάρκεια κάθε διδακτικής ώρας. Ήταν αναπόφευκτο πως θα δημιουργούνταν κενά και ότι αυτά τα κενά θα έπρεπε να καλυφθούν τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα.
Καμία από αυτές τις επιλογές δεν αναιρείται πλέον. Εκτός κι αν κάποιος θέλει να προκαλέσει μια κοινωνική επανάσταση∙ ή να προτείνει ένα ευχάριστο, «φινλανδικό» σχολείο γενικών και πρακτικών γνώσεων, αποκομμένο εντελώς από το πανεπιστήμιο, επιλογή όμως που πάλι θα ευνοούσε τα φροντιστήρια. Με αυτά τα δεδομένα η ριζική μείωση των μαθητών ανά τμήμα, στο 1/3 ας πούμε, η επαναφορά αυστηρότερων κριτηρίων αξιολόγησης και η μείωση των υποχρεωτικών μαθημάτων θα ήταν ίσως ή μόνη λύση, πολυέξοδη βέβαια για το κράτος, που θα βοηθούσε όμως παράλληλα στην απορρόφηση των απασχολουμένων στην παραπαιδεία. Γιατί η παραπαιδεία είναι μεν κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα αλλά οι εργαζόμενοι σ’ αυτήν και μάλιστα πολύ σκληρά είμαστε εμείς οι ίδιοι, τα αδέρφια, τα παιδιά και οι φίλοι μας.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ενημερωτικό portal www.newstime.gr