Η οικονομία μας κλυδωνίζεται γιατί πολλοί αδιάντροποι φοροφυγάδες δεν πληρώνουν φόρους, αλλά εκτός από την οικονομία μας φαίνεται ότι υπάρχει και ένας γενικότερος αξιακός εκφυλισμός, αφού και τα πανεπιστήμιά μας δεν πηγαίνουν καθόλου καλά.
Γιατί το λέω αυτό; Γιατί προς τα τέλη του Δεκεμβρίου αποκαλύφθηκε από τη Στατιστική Υπηρεσία ένα έντονα απωθητικό μέγεθος. Για ποιο πράγμα μιλάμε; Από τους 596.000 φοιτητές των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ οι 300.000, δηλαδή σχεδόν οι μισοί, είναι μη ενεργοί, είτε γιατί έχουν εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές τους είτε γιατί έχουν καθυστερήσει σημαντικά να πάρουν το πτυχίο τους!
Και έτσι αγγίζουμε την περίφημη έννοια των αιώνιων φοιτητών, που σίγουρα δεν κολακεύει την εκπαιδευτική διαδικασία της χώρας μας.
Και πριν παραθέσω τις δικές μου απόψεις γι΄ αυτό το αρνητικό φαινόμενο, θα ήθελα να πω ότι η ύπαρξη και μόνο του παραπάνω μεγέθους υποδηλώνει σαφώς ότι ούτε το πολιτικό προσωπικό του τόπου μας- που ενδιαφερόταν μόνο για τα προσωπικά του συμφέροντα- ούτε τα πανεπιστήμια υιοθέτησαν την άποψη του φημισμένου Αμερικανού οικονομολόγου L. Τhurow, δηλαδή ότι οι γνώσεις και οι δεξιότητες των ανθρώπων θα είναι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των κοινωνιών του 21ου αιώνα (L. Τhurow, «Τhe Future of Capitalism»).
Ύστερα από αυτά, θα πρέπει να αναφέρω ότι υπάρχει καταρχάς ένα σοβαρό θεσμικό πρόβλημα, αφού στις περισσότερες σχολές η παρακολούθηση δεν είναι δυστυχώς υποχρεωτική και έτσι τα νέα παιδιά διολισθαίνουν σιγά σιγά σε μια «υπαρξιακή χαλαρότητα».
Εγώ δεν θα υιοθετήσω τη θεωρία των «τεμπέληδων», αλλά κάτι πρέπει να αλλάξει επειγόντως σε αυτό το επίπεδο, γιατί χωρίς καθημερινή και ελεγχόμενη παρακολούθηση δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για σοβαρό πανεπιστήμιο, εκτός και αν ενστερνιστούμε ακατανόητα τη λογική του Fernuniversitaet, δηλαδή του δι΄ «αλληλογραφίας ή εξ αποστάσεως εκπαιδευτικού ιδρύματος», που πρέπει να υφίσταται μεν αλλά μόνο ως εξαίρεση και όχι ως κανόνας.
Έτσι, η χαλαρότητα οδηγεί σταδιακά στην εγκατάλειψη των σπουδών. Όμως υπάρχει και ένας άλλος σοβαρός λόγος, από μια άλλη πλευρά, που εξηγεί το φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών. Και αυτό λέγεται απογοήτευση ή το να νιώθεις το φρικτό συναίσθημα ότι είσαι εκ των προτέρων απόβλητος σε μια αγορά που είναι πολλαπλώς κορεσμένη.
Για να το πω με απλούστερα λόγια: τι ενθουσιασμό μπορεί να έχει για το μέλλον του ένας φοιτητής της Νομικής όταν η Θεσσαλονίκη έχει 11.000 δικηγόρους και η Αθήνα πάνω από 20.000;
Κατά συνέπεια, πώς είναι δυνατόν με τους παραπάνω όρους να φανταστούν τα νέα παιδιά μια μελλοντική ζωή με κάποιο αξιοπρεπές εισόδημα; Και αυτό αποκαλύπτει ταυτόχρονα την απαράδεκτη έλλειψη ενός σοβαρού προσανατολισμού για τα επαγγέλματα που έχουν ζήτηση (κάτι πρέπει να αλλάξει ριζικά και σε αυτό το επίπεδο).
Επιπλέον, οι φτωχοί γονείς δύσκολα καταφέρνουν να πληρώνουν τις οκτώ ή εννιά χιλιάδες ευρώ που απαιτούνται κάθε χρόνο για να σπουδάσει το παιδί τους εκτός κατοικίας του. Έτσι, αρκετοί φοιτητές δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα και αυτό οδηγεί σε μερική εγκατάλειψη των σπουδών.
Όμως κάποτε πρέπει, επιτέλους, να γίνουν ορισμένες αξιόπιστες μελέτες που να μας δείχνουν πόσοι πραγματικά εργάζονται ώστε να μη χρησιμοποιείται παραπλανητικά αυτό το μέγεθος για να νομιμοποιηθεί η αντιπαραγωγική ζωή ενός τμήματος του φοιτητικού πληθυσμού και για να δίνονται δημόσιες υποτροφίες ή να γίνονται άλλες θεσμικές διευκολύνσεις σε αυτούς που πράγματι τις έχουν ανάγκη.
Αν μέσα σε όλα αυτά λάβει κανείς υπόψη του και τον άρρωστο κομματισμό που επικρατεί στα πανεπιστήμια (οι παρατάξεις κάνουν τα πάντα και διαπραγματεύονται με τους πρυτάνεις), τότε θα έχει κάπως προσεγγίσει αυτό το παράδοξο φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών, που δεν τιμά τον εκπαιδευτικό κόσμο, αλλά που πάντως υπάρχει και σε άλλες χώρες, όπως δείχνει δυστυχώς και μια πρόσφατη μελέτη για το μεγάλο κρατικό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στην Αμερική («Νytimes», «State Universities Want Μore Students to Graduate», 28/1/2010).
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Πρέπει να μειωθούν οι αιώνιοι φοιτητές γιατί είναι ένα μέγεθος που καταστρέφει τη γνώση και μειώνει έντονα την αποδοτικότητα των ελληνικών πανεπιστημίων.