Αποκαλυπτικό άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη αναφορικά με το Κρατικό Πανεπιστήμιο. (kassimatis@kathimerini.gr)
Το λέγαμε για τον στρατό, όταν υπηρετούσαμε τη θητεία μας. Εδώ και καιρό όμως (και μάλιστα αφότου η στρατιωτική θητεία εξελίχθηκε σε μία παραλλαγή του προσκοπισμού, εξίσου άκακη και αβλαβή με το πρωτότυπο…) το βασίλειο του παραλόγου έχει πλέον εγκατασταθεί στα -κατ’ ευφημισμόν- Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας.
Ακούστε το εξής: Υπουργός Παιδείας τηλεφωνεί σε πρύτανη πανεπιστημιακού ιδρύματος της επαρχίας και του προτείνει την πραγματοποίηση μιας εκδήλωσης σε χώρο του πανεπιστημίου του. Αυτός ενθουσιάζεται με την ιδέα, προτού όμως δεσμευτεί οριστικά, διατυπώνει μια επιφύλαξη ως προς τους… ανωτέρους του: «Θα σας απαντήσω οριστικά σε δύο ώρες. Πρέπει πρώτα να συνεννοηθώ με τα ΕΑΑΚ». (Εδώ είναι απαραίτητη μία παρέκβαση: ΕΑΑΚ είναι η φοιτητική παράταξη, που ενώνει διάφορα γελοία κομματίδια της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με εξωτικές επωνυμίες. Μολονότι οικτρή μειοψηφία, κατορθώνουν να επιβάλλουν τη θέλησή τους στην καθημερινότητα της πανεπιστημιακής ζωής, επειδή κραυγάζουν πιο δυνατά και, ενίοτε, δέρνουν κιόλας…)
Πράγματι, σε δύο ώρες ο υπουργός δέχεται το τηλεφώνημα του πρύτανη: «Είμαστε εντάξει! Τα ΕΑΑΚ δεν έχουν αντίρρηση». «Α, οπότε προχωρούμε με την εκδήλωση», του λέει ο υπουργός. «Οριστική απάντηση θα σας δώσω αύριο», αποκρίνεται ο πρύτανης. «Αφού θα έχω ρωτήσει και την ΚΝΕ». Κατόπιν τούτου, ο υπουργός, σκεπτόμενος προφανώς ότι δεν άξιζε τον κόπο να χαραμίζει τον χρόνο του όπως ο πρύτανης, ξέχασε τα σχέδια για την εκδήλωση και πήγε παρακάτω.
Αυτή είναι, δυστυχώς, η πραγματικότητα στα σημερινά πανεπιστήμια. Ο θεσμός ο οποίος, κατ’ εξοχήν, εγγυάται την κοινωνική ανέλιξη με αξιοκρατικά κριτήρια, έχει καταντήσει σήμερα άθυρμα στα χέρια στυγνών κομματικών υπαλλήλων. Οι τελευταίοι επικαλούνται δημοκρατικά ιδεώδη -το άσυλο, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και άλλα ηχηρά παρόμοια- με τα οποία εννοούν το ακριβώς αντίθετο από το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν. Περισσότερο και από τα αφεντικά τους στα κομματικά αρχηγεία, επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα του Τζορτζ Οργουελ στο δοκίμιό του «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα» – ισχύει για κάθε γλώσσα: «Η πολιτική γλώσσα -και αυτό ισχύει, με παραλλαγές, για όλα τα πολιτικά κόμματα, από τους Συντηρητικούς ώς τους Αναρχικούς- είναι σχεδιασμένη για να κάνει τα ψεύδη να ακούγονται αληθινά, τον φόνο αξιοσέβαστη πράξη και για να δίνει μια εικόνα στερεότητας στον απλό αέρα».
Μικρή σημασία έχει αν ο υπουργός του περιστατικού στην αρχή του σημειώματος είναι της σημερινής κυβέρνησης ή κάποιας από τις προηγούμενες – πολλά χρόνια τώρα η κατάσταση στα πανεπιστήμια είναι αυτή. Μεγαλύτερη σημασία, νομίζω, έχει ότι σήμερα φαίνεται πως (μετά τη θλιβερή παρένθεση Ευριπίδη Στυλιανίδη και Αρη Σπηλιωτόπουλου) η Αννα Διαμαντοπούλου επιχειρεί να πιάσει το νήμα από εκεί όπου το άφησε η Μαριέττα Γιαννάκου.
Στη σύνοδο των πρυτάνεων, που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο υπό την προστασία των ΜΑΤ στο Τεχνολογικό Πάρκο του Λαυρίου (δηλαδή μακριά από το κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά σε χώρο τύποις «πανεπιστημιακό»), η Διαμαντοπούλου έθεσε το ερώτημα στους πρυτάνεις, αν θα ήθελαν να πραγματοποιηθεί η επομένη σύνοδος σε κάποια από τις περίλαμπρες αίθουσες τελετών των ιστορικών ιδρυμάτων της πρωτεύουσας (για κάτι τέτοια, στο κάτω-κάτω, δεν υπάρχουν;) και όχι σχεδόν εν κρυπτώ σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την Αθήνα, λες και είναι σύνοδος του G8. Απαντες απεδέχθησαν την πρόταση ασμένως.
Ωστόσο, μόλις το υπουργείο ξεκίνησε την απαραίτητη προεργασία, μόλις δηλαδή ζήτησε από τους πρυτάνεις να ορίσουν επακριβώς τα όρια του «ασύλου» (τα οποία -είτε το πιστεύετε είτε όχι- σήμερα είναι «φλου»…) αμέσως αντέδρασαν οι πρυτάνεις των δύο πλέον ιστορικών ιδρυμάτων της χώρας. Ο μεν κ. Κ. Μουτζούρης του Μετσοβίου απέρριψε την πρόταση ως «θεατρική κίνηση», ο δε κ. Δημοσθένης Ασημακόπουλος του Καποδιστριακού ως ανέφικτη. Δεν μπορούμε να το κάνουμε, ισχυρίσθηκε, ανερυθρίαστα, σε συνέντευξή του ο δεύτερος, επειδή το πανεπιστήμιο έχει 418 κτίρια και είναι αδύνατον! Ερωτώ: Ποιος θα ανεχόταν έναν αξιωματούχο από τον οποίο ζητείται να κάνει το καθήκον του και εκείνος απαντά ότι δεν μπορεί επειδή… είναι δύσκολο; Και απαντώ: Οι εκλέκτορες που τον εψήφισαν, δηλαδή οι υπάλληλοι των κομμάτων: Ολοι αυτοί που παίρνουν πτυχία, χωρίς καν να πατάνε το πόδι τους στις αίθουσες διδασκαλίας· κι έπειτα τους ανεχόμαστε στη Βουλή να μας το παίζουν «οικονομολόγοι», «πολιτικοί επιστήμονες», «νομικοί» ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο.
Ο νόμος της Γιαννάκου έχει μια σοφή πρόβλεψη: Αποκλείει την επανεκλογή του πρύτανη για δεύτερη θητεία. Υποψιάζομαι ότι αυτό ενοχλεί τους αντιδρώντες: Γι’ αυτό πιέζουν. Κατάπιαν τόσους εξευτελισμούς για να γίνουν στον χώρο τους «μικροί Τσοχατζόπουλοι»! (Ξέρετε, να μην δείχνουν ταυτότητα στο αεροδρόμιο…) Να μην απολαύσουν την ηδονή της εξουσίας λίγο περισσότερο; Να είναι τόσο σύντομη όσο ένας οργασμός; Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, το τίμημα της ματαιοδοξίας τους. Ας ρωτήσουν τον Χρήστο Κίττα, που δοκίμασε τη βία των κουκουλοφόρων και κόντεψε να το πληρώσει με τη ζωή του. Ας τον ρωτήσουν πώς αισθάνεται σήμερα, που ξεκίνησε ως καλοπροαίρετος και κατέληξε δαρμένος κακομοίρης.
Βαρύτερο όμως είναι το τίμημα για την κοινωνία μας. Για όλα αυτά τα παιδιά και τους γονείς τους, που αφού κάνουν το σχολείο δύο φορές (οι ώρες των σχολικών μαθημάτων συν των φροντιστηρίων), αφού το πληρώσουν οι γονείς τους δύο φορές (οι φόροι συν οι φροντιστές), υποχρεώνονται μετά να υποστούν την εξαχρείωση μιας ανώτατης εκπαίδευσης, που μόνη χρησιμότητα έχει τον διορισμό στο Δημόσιο. Αυτή η γελοία κατάσταση δεν αποβαίνει προς όφελος μιας καλύτερης κοινωνίας, όπως πιστεύουν οι ηλίθιοι που τη στηρίζουν. Αποβαίνει προς όφελος των πλουσίων, που μπορούν να εξασφαλίζουν εξ αρχής στα παιδιά τους καλύτερη εκπαίδευση. Εν τέλει. όμως, αποβαίνει εις βάρος όλων μας. Γιατί τι αξία έχει η μόρφωση όταν σε αποκόπτει από την υπόλοιπη κοινωνία; Και είναι αυτή η χρεοκοπία που προσωπικώς με πονάει περισσότερο από την οικονομική…