Στις ΗΠΑ, ένα από τα πιο φιλόδοξα προγράμματα εσωτερικής πολιτικής που θεσπίστηκαν από την κυβέρνηση Μπους ήταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα No child left behind (Κανένα παιδί να μη μείνει πίσω). Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 2002 με στόχο να προσφέρει σε όλα τα παιδιά το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης, και, μέσα σε διάστημα 12 ετών, έως το 2014, να βοηθήσει τα παιδιά των έγχρωμων και φτωχών Αμερικανών να φτάσουν το επίπεδο εκπαίδευσης των παιδιών των λευκών. Ωστόσο, πέντε χρόνια μετά τη θέσπιση του νόμου, τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά – τουλάχιστον όχι σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Στην πραγματικότητα παρουσιάζεται μεγάλη διακύμανση, αλλού ελπιδοφόρα και αλλού όχι.
Με βάση το νόμο αυτό ξεκίνησαν δύο διαφορετικές συζητήσεις: η μία αφορά τις αιτίες του χάσματος στην εκπαίδευση μεταξύ λευκών και έγχρωμων Αμερικανών, ενώ η δεύτερη αφορά την αντιμετώπιση αυτού του χάσματος. Με στόχο την αντιμετώπιση και την εξάλειψη του χάσματος ιδρύθηκαν ειδικά σχολεία. Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ έγχρωμων και λευκών, καθώς και μεταξύ φτωχών και πλουσίων δεν παρατηρείται μόνο στην εκπαίδευση, αλλά είναι γενικότερο, και πολλές φορές ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού και ενισχύεται κάθε μέρα. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία των ΗΠΑ και οι εμπλεκόμενοι φορείς πιστεύουν ότι η εξάλειψη του χάσματος μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε μερικά χρόνια, χωρίς όμως να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται.
Η σημαντική πρόοδος στη βελτίωση του επιπέδου ζωής των μαύρων που παρατηρήθηκε στα χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φάνηκε να σταματά στη δεκαετία του 1980, οπότε άρχισε να μεγαλώνει το εκπαιδευτικό χάσμα. Ένα άλλο ζήτημα ήταν ότι το χάσμα μεταξύ λευκών και μαύρων σχεδόν ταυτιζόταν με το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών – αφού, συνήθως, οι λευκοί είναι πλούσιοι ή τουλάχιστον εύποροι, και οι μαύροι, και γενικότερα οι έγχρωμοι, συνήθως φτωχοί. Άρα πολλοί αναρωτιούνται μήπως δεν πρέπει να εστιάσουν στη φυλετική διαφορά αλλά στην οικονομική κατάσταση για να εξαλείψουν την εκπαιδευτική υστέρηση των έγχρωμων.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας έκαναν μία δεκαετή έρευνα για την κατάκτηση της γλώσσας από παιδιά. Κατά τη διάρκειά της μελέτησαν σε 42 οικογένειες την ανατροφή των παιδιών από τη βρεφική τους ηλικία έως την ηλικία των 10 ετών. Συμπέραναν ότι η κατάκτηση της γλώσσας από τα παιδιά σχετιζόταν με την τάξη και το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας. Οι διαφορές στο λεξιλόγιο και στο δείκτη IQ των παιδιών που προέρχονταν από οικογένειες διαφορετικών τάξεων ήταν σημαντικές.
Επιπλέον, άλλες έρευνες έδειξαν ότι η ανατροφή που έδιναν στα παιδιά τους οι εύπορες και ανώτερες μορφωτικά οικογένειες (π.χ. επιβράβευση, διάλογος, αθλητικές δραστηριότητες, εξωσχολικά μαθήματα κτλ.) επέτρεπε την ανάπτυξη σύνθετων γλωσσικών δομών από τα παιδιά αυτά, πράγμα που δεν παρατηρούνταν στα παιδιά των φτωχών οικογενειών. Αντίστοιχη ήταν και η αύξηση του δείκτη IQ και η μετέπειτα ακαδημαϊκή και επαγγελματική επιτυχία αυτών των παιδιών. Αντίθετα, οι φτωχές και άπορες οικογένειες ακολουθούσαν το μοντέλο ανατροφής που έδιναν στα παιδιά τους οι εύπορες οικογένειες της προηγούμενης γενιάς με περισότερο ελεύθερο χρόνο, λιγότερη προσφορά εξωσχολικών δραστηριοτήτων, λιγότερη εμπλοκή των παιδιών σε διάλογο και, κατά συνέπεια, λιγότερες προοπτικές ανέλιξης των παιδιών τους στη σύγχρονη κοινωνία.
Μπορούν οι ελλείψεις αυτές να καλυφθούν από το εκπαιδευτικό σύστημα; Υπάρχουν στις ΗΠΑ σήμερα σχολεία στα οποία φοιτούν μαθητές από τα φτωχά στρώματα και τις μειονότητες. Τα σχολεία αυτά έχουν να επιδείξουν κάποιες καλές επιδόσεις των μαθητών τους, αλλά υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους, και σίγουρα δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο με μεγάλη επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται συνέχεια σχολεία που έχουν ως αποστολή να βοηθήσουν τα παιδιά που μειονεκτούν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Πρόκειται για ειδικά σχολεία, τα οποία είναι ιδιωτικά, αλλά χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, και στα οποία εγγράφονται παιδιά στην Πέμπτη ή Έκτη τάξη. Καθένα από αυτά τα σχολεία εφαρμόζει τη δική του θεωρία και το δικό του μοντέλο. Ωστόσο, όσα από αυτά έχουν πετύχει τους στόχους τους τα κατάφεραν με τρεις τρόπους: πρώτον, προσφέρουν πολύ περισσότερες ώρες μαθημάτων από τα δημόσια σχολεία, μαθήματα το Σάββατο, μαθήματα ξένων γλωσσών, μουσικής, γυμναστικής, εκπαιδευτικές εκδρομές και μικρές διακοπές. Δεύτερον, θέτουν σε τακτά διαστήματα στόχους, αξιολογούν την πορεία υλοποίησής τους και προχωρούν, αν είναι ανάγκη, σε αναθεώρησή τους, εκπαιδεύουν και αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς και τους αντικαθιστούν, αν δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους, και προσπαθούν να προσελκύσουν νέους εκπαιδευτικούς με όρεξη για δουλειά. Τρίτον, διαμορφώνουν το χαρακτήρα των μαθητών τους μαθαίνοντάς τους τρόπους συμπεριφοράς και αξίες. Η επιτυχία των ειδικών σχολείων στην εκπαίδευση των μειονεκτούντων παιδιών δεν έχει ακόμα εκτιμηθεί. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, τα πιο αποτελεσματικά σχολεία αποδεικνύονται τα σχολεία KIPP (Knowledge Is Power Program). Το πρώτο σχολείο KIPP ξεκίνησε το 1994 στο Χιούστον με 50 μαθητές, με πολλές ώρες διδασκαλίας κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, και με σαφείς κανόνες συμπεριφοράς. Οι μέθοδοι των σχολείων αυτών αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικές. Το πρόγραμμα κέρδισε χρηματοδοτήσεις και αριθμεί πλέον 52 σχολεία σε ομοσπονδιακό επίπεδο και 12.000 μαθητές. Τα σχολεία ΚΙΡΡ αποτελούν, μαζί με δύο άλλους τύπους ειδικών σχολείων, ένα δίκτυο και γίνονται κινήσεις να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο. Οι δύο άλλοι τύποι σχολείων που εξειδικεύονται στην εκπαίδευση μειονεκτούντων παιδιών είναι τα Achievement First και Uncommon Schools, που διαθέτουν όμως μικρότερο αριθμό σχολείων.
Η εκπαιδευτική διαδικασία στα ειδικά σχολεία περιλαμβάνει πολλή εργασία, καλή συμπεριφορά και αλληλοσεβασμό. Οι μη γνωστικές δεξιότητες (συμπεριφορική ικανότητα) που τα παιδιά της μεσαίας τάξης μαθαίνουν, κατά κανόνα, από την οικογένεια, θεωρούνται το ίδιο σημαντικές για το σχολείο και τη ζωή όσο και οι γνωστικές δεξιότητες.
Στα σχολεία αυτά όμως, που επιλέγουν τους μαθητές τους με κλήρωση, είναι ζήτημα αν φοιτούν δύο ή τρεις λευκοί μαθητές. Οι ιδρυτές των σχολείων αυτών απευθύνονται στους μαύρους και στους ισπανόφωνους Αμερικανούς και στοχεύουν να τους δώσουν πολύ περισσότερα εκπαιδευτικά εφόδια από όσα δίνουν τα αντίστοιχα σχολεία στους λευκούς, αφού μόνο έτσι τα παιδιά αυτά θα φτάσουν το εκπαιδευτικό επίπεδο των λευκών παιδιών, καλύπτοντας το κενό. Και υπάρχουν μια σειρά από στατιστικά αποτελέσματα που δικαιώνουν τις μεθόδους που ακολουθούνται σε αυτά τα ειδικά σχολεία. Πέρα όμως από το δεδηλωμένο στόχο τους να ανεβάσουν το χαμηλό επίπεδο των μειονεκτούντων μαθητών πάνω από το μέσο όρο, τα ειδικά σχολεία στοχεύουν να αποδείξουν ότι ακόμα και καλοί μαθητές μπορούν να επωφεληθούν από τις μεθόδους τους.
Μία πρώτη ένσταση για τη λειτουργία των ειδικών σχολείων εστιάζει στην προέλευση των μαθητών, που δεν προέρχονται απαραίτητα από τις χαμηλότερες κοινωνικά τάξεις, αφού η συνειδητή επιλογή των γονέων να εγγράψουν τα παιδιά τους σε αυτά τα σχολεία δείχνει ότι οι ίδιοι έχουν κάποιο μορφωτικό επίπεδο ή τουλάχιστον γνωρίζουν την αξία της απόκτησης από τα παιδιά τους μορφωτικού επιπέδου πάνω από το μέσο όρο. Άλλη ένσταση αναφέρεται στο γεγονός ότι το εκπαιδευτικό χάσμα μπορεί να μειωθεί μόνο όταν μειωθεί και το γενικότερο κοινωνικό χάσμα. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των ειδικών σχολείων, απλώς, καταδεικνύει την τεράστια προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί στον κοινωνικό τομέα. Επίσης, ενάντια στα ειδικά σχολεία είναι και οι ενώσεις των εκπαιδευτικών, που τα δέχονται μόνο ως πειραματικά σχολεία και όχι ως σχολικό μοντέλο. Και ενώ οι καλύτεροι καθηγητές είναι απαραίτητοι στα σχολεία όπου φοιτούν οι μειονεκτούντες έγχρωμοι μαθητές, η έλλειψη κινήτρων τούς οδηγεί στα σχολεία όπου φοιτούν οι λευκοί μαθητές, αν και εκεί είναι λιγότερο απαραίτητοι.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα για την επιτυχία της οποιασδήποτε εκπαιδευτικής προσπάθειας είναι και τα κονδύλια που διαθέτουν η κεντρική κυβέρνηση και οι πολιτείες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα κονδύλια ανά μαθητή είναι μικρότερα για τις πολιτείες με αυξημένο αριθμό φτωχών μαθητών και μεγαλύτερα για τις πολιτείες με μικρότερο αριθμό φτωχών μαθητών. Άρα, χωρίς σημαντική οικονομική ενίσχυση δεν μπορεί να υλοποιηθεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Nochild left behind της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η φτώχεια, η χαλάρωση του οικογενειακού ιστού στις χαμηλές τάξεις, η έλλειψη κινήτρων για τους εκπαιδευτικούς, καθώς και η απροθυμία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να διαθέσει κονδύλια έχουν συντελέσει στην προβληματική εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ακόμα κι αν βάζαμε ένα παιδί από τα κατώτερα στρώματα σε ένα μέσου όρου δημόσιο σχολείο, το αποτέλεσμα θα ήταν να αποφοιτήσει χωρίς σημαντικά εφόδια. Κι αυτό οφείλεται στο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο πρέπει να προσφέρει, από το νηπιαγωγείο ακόμη, υψηλής ποιότητας εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, σημαντικά κίνητρα στους εκπαιδευτικούς, και να εφαρμόζει πρακτικές όμοιες με αυτές των ειδικών σχολείων.
Πηγή www.patakis.gr