Η ελπίδα του δημόσιου διαλόγου για την παιδεία, στις κρίσιμες και πολύπαθες βαθμίδες την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια, είναι το γεγονός ότι τον διευθύνει ένας διακεκριμένος καθηγητής με απαιτήσεις ακριβείας στη χρήση της γλώσσας καθώς οι δύο λέξεις που σηματοδοτούν το εγχείρημα έχουν χάσει το νόημά τους.
Δημόσιο πρώτα – πρώτα δε μπορεί να θεωρείται πλέον οτιδήποτε παράγεται από το κράτος. Δημόσιο είναι ότι σχετίζεται με το καλώς εννοούμενο κοινό συμφέρον και προορίζεται για την κοινωνία στο σύνολό της. Η νέα πολιτική σημασία του όρου θεωρεί ως «δημόσιο» οτιδήποτε παράγει αξία που διαχέεται στους πολλούς αμβλύνοντας τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και στοχεύει στην ενίσχυση του κοινωνικού ιστού.
Διάλογος και μάλιστα δημόσιος είναι μια ανοιχτή συζήτηση χωρίς αποκλεισμούς και κρατικά πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Ο χρήσιμος και ειλικρινής διάλογος προϋποθέτει την ανταλλαγή των πληροφοριών, τον ορισμό του προβλήματος και των ζητουμένων, τη συγκέντρωση των ιδεών, των προτάσεων και των απόψεων όλων ανεξαιρέτως των εμπλεκομένων στο υπό συζήτηση θέμα. Ο αποτελεσματικός διάλογος συνθέτει ένα δεσμευτικό για όλους πλαίσιο πρακτικών λύσεων χωρίς τις μαξιμαλιστικές και μεγιστοποιημένες προσεγγίσεις που απαιτούν τεράστιους χρόνους και ριζικές αναδιαρθρώσεις.
Οι πολιτικοί ιθύνοντες μιας εθνικά χρήσιμης διαβούλευσης για την παιδεία οφείλουν πρώτιστα να πείσουν, για τις καλές τους προθέσεις, γιατί οι πολίτες κρίνουν με κριτήριο τα παραδείγματα του πρόσφατου παρελθόντος.
Είναι νωπές οι μνήμες των πανηγυρικών στην Παλαιά Βουλή και στο Ζάππειο από την τελευταία κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2003 και από τη Νέα Δημοκρατία το 2005. Οι απόπειρες της συζήτησης γρήγορα προσγειώθηκαν στις τυπικές συνήθειες της νεοελληνικής καθημερινότητας. Οι πολίτες ενθυμούνται καλώς ότι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι θυσιάστηκαν στο πρόσκαιρο μικροκομματικό όφελος και στην εφήμερη επικοινωνιακή στρατηγική κυβερνήσεων, αντιπολιτεύσεων και συνδικάτων. Με τις παρακαταθήκες των αποτυχημένων μονόλογων ποια εγγύηση επιτυχίας μπορεί να υπάρξει στο νέο ξεκίνημα της διαβούλευσης; Τι πρέπει να πράξουν οι πρυτάνεις της διαβούλευσης για να προστατέψουν πρώτα απ’όλα την προσωπική και επιστημονική τους αξιοπρέπεια από τις εφήμερες πολιτικές που στα δύσκολα ανακαλύπτουν το διάλογο;
Οι πρυτάνεις του διαλόγου ας κάνουν πράξη το δημόσιο χαρακτήρα του. Ας προσκαλέσουν στα κενά έδρανα της διαβούλευσης όλους εκείνους τους αναρίθμητους κοινωνικούς εταίρους που θα προσέτρεχαν σ’ένα διάλογο με θέσεις και απόψεις. Στην άρνηση του συνδικάτου των καθηγητών ας διαλεχθούν με τις επιστημονικές ενώσεις των Μαθηματικών, των Φυσικών, των Φιλολόγων, των Χημικών, των Βιολόγων, των Τεχνολόγων και άλλων πολλών που χρόνια τώρα παράγουν εκπαιδευτικές προτάσεις και θέσεις για την παιδεία χωρίς να εκπροσωπούνται ουσιαστικά στο ΕΣΥΠ καθώς ο σχετικός νόμος προβλέπει την εκ περιτροπής τους εκπροσώπηση. Ας προσκαλέσουν τους Φροντιστές που προσθέτουν στην ελληνική παιδεία. Ας κινητοποιήσουν την κοινωνία γιατί οι πολιτικοί και τα στερεότυπα συνδικάτα των διμερών παζαριών δε μπορούν να δώσουν λύσεις. Ας οργώσουν την Ελληνική Επικράτεια με ανοιχτές συζητήσεις παντού και ας μετατρέψουν τους παράλληλους μονόλογους σε Κοινωνικό Κίνημα με ζητούμενο και απαίτηση την Ποιοτική Παιδεία.
Με τον τρόπο αυτό ο Δημόσιος Διάλογος θα αναδείξει τον «μεγάλο ασθενή» της εκπαίδευσής μας που είναι ο εφήμερος πολιτικός λόγος και οι πρόχειρες πράξεις του που έχουν τελματώσει το σχολείο.
Οι ιθύνοντες πρυτάνεις της διαβούλευσης οφείλουν να προκαλέσουν μια δημιουργική κρίση στην παιδεία με σύμμαχο την κοινωνία. Γιατί μόνο η κοινωνία μπορεί να αφυπνίσει την πολιτική και να επιβάλλει την αξιοκρατία, την αξιολόγηση, τη συναίνεση και όλα εκείνα που κάποιοι δεν τολμούν ούτε να σκεφτούν, ούτε να πράξουν.