Με μια σημαντική παρέμβαση στα ΝΕΑ σήμερα ο Ευάγγελος Βενιζέλος δίνει το δικό του στίγμα για το λύκειο και τις εξετάσεις. Πέρα από τις αντιρρήσεις και τις αναπόφευκτες γενικότητες το θετικό είναι ότι αρχίζει το πολιτικό σύστημα να παράγει συγκεκριμένες προτάσεις και θέσεις αντί να εξαντλείται σε καταδίκες και καταγγελίες…
Κατά τ’ άλλα η κόντρα Μπαμπινιώτη – Βερέμη συνεχίζεται στο θεσμικό αχταρμά της παιδείας.
«Eκανα λάθος», παραδέχθηκε χθες στο «Σφυγμό της μέρας»,ο Πρόεδρος του ΕΣΥΠ σε συνομιλία του με τον κ. Φ. Καρζή. «Δεν είμαι ο πρωθυπουργός του ΕΣΥΠ, διότι ο πρωθυπουργός έχει το δικαίωμα να αλλάζει τους υπουργούς του. Υπό αυτή την έννοια είμαι… ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του ΕΣΥΠ», πρόσθεσε ο κ. Βερέμης, αφήνοντας να ξεχειλίσει η ενόχλησή του για την «εκτελεστική» αδυναμία του ρόλου του. Επέκρινε, δε, τον κ. Μπαμπινιώτη για την προχθεσινή δήλωσή του, επίσης στο «Σφυγμό της μέρας», ότι «δεν υπάγεται στον κ. Βερέμη». «Προφανώς», δήλωσε ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ, «ο κ. Μπαμπινιώτης δεν έχει διαβάσει το Π.Δ. που ορίζει τη λειτουργία του οργάνου».
Κάτι τέτοια συνέβαιναν και όταν ο Αρσένης «έφτιαξε» το Κ.Ε.Ε. βάζοντας στην άκρη το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Το Άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στα ΝΕΑ:
«Η κυβέρνηση άνοιξε τη συζήτηση για την αλλαγή στο λύκειο και στον τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, κατά τα ειωθότα, με τρόπο αμήχανο και με στόχευση κυρίως επικοινωνιακή. Ανεξάρτητα όμως από τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι αναγκαίο να διεξαχθεί ένας ουσιαστικός δημόσιος διάλογος για το πιο κρίσιμο διαρθρωτικό πρόβλημα της κοινωνίας και της οικονομίας που είναι το εκπαιδευτικό.
H συζήτηση για τις αλλαγές στο λύκειο και όσα αφορούν το τρίγωνο γνώση- έρευνα- καινοτομία είναι συνεπώς επιβεβλημένη και λόγω της διαρκούς κρίσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος και επειδή συνδέεται με τις αλλαγές που είναι αναγκαίες στο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Κανείς δεν έχει όμως το δικαίωμα να παίζει με τα νεύρα των παιδιών και με την αγωνία των οικογενειών τους. Θεωρώ, λοιπόν, υποχρέωσή μου, πρωτίστως ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και γονιός και δευτερευόντως ως ενεργός πολιτικός, να διατυπώσω καθαρά τις θέσεις μου γύρω από την ουσία του θέματος:
Είναι κατ΄ αρχάς ορθό να εστιάζουμε την προσοχή μας στο λύκειο και να επιδιώκουμε τη μετατροπή του σε αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα από απλό προθάλαμο των εισαγωγικών εξετάσεων. Η αλλαγή στο λύκειο θα επηρεάσει την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τόσο στο γυμνάσιο και το δημοτικό όσο και στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Είναι όμως απολύτως εσφαλμένο να αναζητούμε ένα «πρωτότυπο» ελληνικό σύστημα. Υπάρχουν διεθνώς καταξιωμένα συστήματα που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη, μέσα σε ένα διεθνές εκπαιδευτικό περιβάλλον που επιδιώκει την κινητικότητα και βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών συστημάτων.
Η προσθήκη ενός ακόμη «προπαρασκευαστικού» έτους πριν από την εισαγωγή στα ΑΕΙ επιμηκύνει τον συνολικό χρόνο σπουδών, όταν διεθνώς επικρατεί η τάση μείωσης του ελάχιστου χρόνου σπουδών πριν από την έξοδο στην αγορά εργασίας (πρώτο πτυχίο τριετούς φοίτησης). Το προπαρασκευαστικό έτος δημιουργεί μία επιπλέον βαθμίδα χωρίς σαφή ταυτότητα. Είναι άλλο ένα «μεταλυκειακό» έτος και άλλο ένα πρώτο πανεπιστημιακό έτος που πιστώνει τον φοιτητή με έναν αριθμό εξαμηνιαίων μαθημάτων.
Η θέση μου είναι ότι η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να διακριθεί σε δύο φάσεις: την πρώτη θα την αποτελεί το τετραετούς φοίτησης γυμνάσιο και τη δεύτερη το διετούς φοίτησης, κολεγιακού χαρακτήρα, λύκειο που πρέπει να οργανωθεί κατά τα πρότυπα του διεθνούς απολυτηρίου (Ι.Β).
Το διετές λύκειο επιτρέπει στον μαθητή να ασχολείται με μικρό αριθμό (όχι μεγαλύτερο των έξι) μαθημάτων και να τα προσεγγίζει με τρόπο τελείως διαφορετικό από τον σημερινό: με σεμιναριακού τύπου μαθήματα, πρωτόλειες έρευνες και εργασίες, κάτι που θα οδηγεί και σε άλλου τύπου εξετάσεις, βασισμένες στην κριτική σκέψη και την ικανότητα σύνθεσης.
Η φυσιογνωμία του νέου λυκείου σε συνδυασμό με τη νέα νοοτροπία των εξετάσεων
Η πολιτική αλλαγή είναι κεφάλαιο της εκπαιδευτικής αλλαγής θα επηρεάσει αυτομάτως και το γυμνάσιο και το δημοτικό. Ο καθορισμός των ελαχίστων δεξιοτήτων που πρέπει να καλύπτει το παιδί τελειώνοντας το δημοτικό και το γυμνάσιο (βαθμός γνώσης και ικανότητα χρήσης της ελληνικής γλώσσας, επίπεδο γνώσης δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών, χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ικανότητα πλοήγησης στο Διαδίκτυο κ.ο.κ.) θα αναπροσανατολίσει πλήρως τη λειτουργία του σχολείου.
Το απολυτήριο του νέου λυκείου, στο οποίο μπορούν να καλούνται ως επισκέπτες καθηγητές και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, θα οδηγεί στα ΑΕΙ όλους τους αποφοίτους. Για όλους υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Όχι όμως και σε όλα τα τμήματα πρώτης προτίμησης, όταν αυτά είναι υψηλής ζήτησης και άρα υψηλής βαθμολογίας (π.χ. ιατρικά, νομικά, αρχιτεκτονικά, παιδαγωγικά). Γι΄ αυτό πρέπει ταυτοχρόνως να εγκαθιδρυθεί ένα διαφανές, ευέλικτο και ορθολογικό σύστημα ενδοπανεπιστημιακής κινητικότητας από τμήμα σε τμήμα, μέσα στο ίδιο ή και σε διαφορετικά ΑΕΙ, στο οποίο θα μετέχουν όσοι έχουν αποκτήσει ήδη τη φοιτητική ιδιότητα.
Όλα αυτά προϋποθέτουν όμως ένα εκπαιδευτικό κίνημα, με την ενεργό συμμετοχή της εκπαιδευτικής κοινότητας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα το ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό στον χώρο της εκπαίδευσης. Είναι ευτυχώς πολλά τα παραδείγματα εμπνευσμένων δασκάλων και καθηγητών. Είναι πολλοί οι προσοντούχοι εκπαιδευτικοί που χάνονται μέσα στη χλωμή πραγματικότητα του σχολείου. Σίγουρα μπορούμε να συγκροτήσουμε την αναγκαία κρίσιμη μάζα. Αρκεί να διαμορφωθεί το κλίμα πολιτικής και κοινωνικής εμπιστοσύνης που απαιτείται. Γι΄ αυτό η πολιτική αλλαγή είναι κεφάλαιο της εκπαιδευτικής αλλαγής.»