Με τον προκλητικό αυτό τίτλο ο διευθυντής της «Ακρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης το 1901 καυτηρίαζε, με σκληρό τρόπο, τις διαχρονικά αμετάβλητες προτιμήσεις των μαθητών και των γονέων σε σπουδές οι οποίες αποτελούν και σήμερα το ισχυρό ζητούμενο κατά τη συμπλήρωση των μηχανογραφικών δελτίων.
«Χιλιάδες χιλιάδων επιλέκτων- και πρώτη η «Ακρόπολις» κατά τα τελευταία είκοσι- εικοσιπέντε έτη εφώναξαν κατά της πληθώρας των κλασσικών γυμνασίων και της από τούτων ως από κεφαλαρίου εκπορευόμενης άλλης πληθώρας δικηγόρων, γιατρών, δασκάλων διά της μεθόδου των φθηνών, των ευκόλων, των ακόπων πανεπιστημιακών εξετάσεων. Αι καλλίτεραι δυνάμεις του Έθνους όχι μόνο πήγαιναν χαμέναι διά τον πλούτον του τόπου, αλλά και διά τον εαυτό τους. Οι ανεπτυγμένοι όλοι δικηγόροι, ιατροί, δάσκαλοι. Και οι μη ανεπτυγμένοι εις το εμπόριον, την βιομηχανίαν, την γεωργίαν, την κτηνοτροφίαν.»
Και συνεπλήρωνε:
«Όλοι φωνάζαμε κατά του κακού. Ένας δίεδρασε κατ’αυτού. Και αυτός ήν ο κ. Όθων Ρουσόπουλος. Ο διευθυντής της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας.»
Η πρωτοπόρα εκπαιδευτική πρόταση του Όθωνα Ρουσόπουλου για εφαρμοσμένες σπουδές στη Χημεία, τη Μηχανολογία, το Εμπόριο, τη Βιομηχανία, την Οικονομία και τη Διοίκηση ευαισθητοποίησε τότε τον μεγάλο δωρητή από την μακρινή Οδησσό, Γρηγόριο Μαρασλή ο οποίος χρηματοδότησε το καλλιμάρμαρο μέγαρο της ομώνυμης οδού για να στεγάσει το πανεπιστήμιο του μέλλοντος…
Το πώς η διαθήκη και η θέληση του Μαρασλή να στηρίξει εκπαιδευτικές καινοτομίες αγνοήθηκε και το ιστορικό κτίριο στέγασε τελικά τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία αποτυπώνεται συναρπαστικά στα συγγραφικά πονήματα του Λευτέρη Τσίλογλου για την άγνωστη ιστορία της ελληνικής ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Οι νομικές ιατρικές και παιδαγωγικές σχολές εκατό και πλέον έτη αργότερα εξακολουθούν να κυριαρχούν στις προτιμήσεις των υποψηφίων στην εγχώρια διαδικασία επιλογής των υποψήφιων.
Οι νομικές και ιατρικές σπουδές, παρά τον υπέρκορο επαγγελματικό χώρο, εξακολουθούν να αποτελούν διαχρονική αξία καθώς ανήκουν πρωτίστως στα επαγγέλματα κύρους και κοινωνικής αποδοχής. Τα τμήματα επίσης που οδηγούν σε μια επίζηλη θέση στο δημόσιο κυριαρχούν ως μια βαθειά ριζωμένη κοινωνική αντίληψη η οποία αναπαράγεται από γενεά σε γενεά και στρατολογεί τις ορδές των συμβασιούχων και τους πολιορκητές του ΑΣΕΠ. Το κόμμα των Ελλήνων υποψηφίων όταν μάλιστα διαθέτει την απαιτούμενη βαθμολογική εμβέλεια επιλέγει σε συντριπτικά ποσοστά τις παιδαγωγικές και καθηγητικές σχολές καθώς και τις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές οι οποίες με τη βεβαιότητα της επαγγελματικής αποκατάστασης προσελκύουν ολοένα και περισσότερους μαθητές.
Το ελληνικό κράτος αναπαράγει μαζικά δασκάλους και αστυφύλακες όπως ακριβώς στις αρχές του 20ου αιώνα και το ελληνικό σχολείο αγνοεί επιδεικτικά τις σημερινές ανάγκες προετοιμάζοντας τα παιδιά για έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Η επίκαιρη τηλεοπτική διαφήμιση ελληνικής τράπεζας στην οποία ο παλαιών αντιλήψεων καθηγητής ανακαλύπτει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του «κουμπούρα» μαθητή του αποτυπώνει εύστοχα την αντίληψη μιας κοινωνίας που θεωρεί ένοχη ως ιδέα και πράξη την επιχειρηματικότητα η οποία απουσιάζει παντελώς από το εκπαιδευτικό μας γίγνεσθαι.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων δε μπορεί να γίνεται με τα στερεότυπα άλλων εποχών και τη συντηρητική και ράθυμη λογική του βολέματος σ’ένα κράτος που νομοτελειακά φθίνει. Οι αξιωματικοί της εργασίας και της προόδου θα προκύψουν ασφαλώς από τα νέα δυναμικά τμήματα των ΑΕΙ και ΑΤΕΙ που δεν αποτελούν σήμερα την πρώτη προτίμηση των υποψηφίων αλλά έχουν μερίδιο στην εργασία και την ανάπτυξη.