Τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων αποτελούν ατυχώς μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες αξιολόγησης του πολύπαθου εκπαιδευτικού μας γίγνεσθαι και τις λίγες αφορμές ενός ουσιαστικού αλλά εφήμερου διαλόγου.
Οι βάσεις των φετινών εξετάσεων στέλνουν για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια το μήνυμα ότι οι συχνές αλλαγές και οι λαϊκίστικες εκπτώσεις του πρόσφατου παρελθόντος έχουν επιβάλλει στους έφηβους μαθητές μας την λογική και την ραθυμία της μικρότερης προσπάθειας.
Το παράδοξο των φετινών εξετάσεων – στις οποίες κατά κοινή ομολογία είχαμε δυσκολότερα θέματα – δεν είναι τόσο η κάθετη πτώση των επιδόσεων στις χαμηλόβαθμες σχολές όσο το ευτυχές και παρήγορο γεγονός ότι είχαμε μια εντυπωσιακή αύξηση των αριστούχων με αποτέλεσμα οι βάσεις σε σχολές με υψηλή ζήτηση να ανέβουν σημαντικά.
Το εκπαιδευτικό χάσμα διευρύνεται και αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που οι φροντιστές με την εμπειρία πολλών εξεταστικών συστημάτων υπογραμμίζουν εδώ και πολλά χρόνια: όταν κατεβάζουμε τον πήχη επιδοτούμε τον εφησυχασμό και αποπροσανατολίζουμε τους μαθητές από τον στόχο της γνώσης , αποδυναμώνουμε το κίνητρο της διάκρισης με την καινοφανή θεωρία ότι η αξιολόγηση και η επιβράβευση καταπιέζουν αφόρητα τους νέους.
Το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα που αποτυπώνεται στις βάσεις εισαγωγής πιστοποιεί τις ευθύνες όλων μας και επιβάλλει τομές χωρίς τον φόβο των συγκρούσεων με την κουλτούρα του εξισωτισμού. Το κοινωνικό πρόβλημα δεν θα προκύψει από τον αποκλεισμό που θα επιφέρει η βαθμολογική βάση αλλά από την γνωστική ανεπάρκεια και την αδυναμία των νέων να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Η απαξίωση των σπουδών ως μέσο που οδηγεί στην ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας κινδυνεύει να συντελεσθεί από την ποιοτική τους υποβάθμιση και την αναποτελεσματική σύνδεση τους με την κοινωνία και τις ανάγκες της.
Η «ασθένεια των διπλωμάτων» με την οποία ο Dore επιχειρεί να αμφισβητήσει τον παιδευτικό ρόλο του πανεπιστημίου θα καταστεί πραγματική νόσος όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει υπέρμετρα θεωρητικό, χωρίς στρατηγική, προοπτική, σχεδιασμό και θα εξακολουθεί να παράγει ανέργους.
Οι πρόσκαιρες εκλάμψεις σπουδών και επαγγελμάτων δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα της παραγωγικής ένταξης χωρίς σαρωτικές αναδιατάξεις των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μια χώρα στην οποία οι προτιμήσεις των υποψηφίων δίκην χρηματιστηρίου παλινδρομούν από την υψηλόβαθμη σχολή της Κοινωνιολογίας την δεκαετία του ’80, στις Παιδαγωγικές και Στρατιωτικές σχολές σήμερα με κριτήριο μια θέση στο δημόσιο.
Το πλαίσιο και οι προτάσεις της συναινετικής αναμόρφωσης υπάρχουν και ως μαχόμενοι δάσκαλοι δε θα κουρασθούμε να τις επαναλαμβάνουμε: λειτουργικός διαχωρισμός των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων από την διαδικασία πρόσβασης με αξιολογήσεις κύρους από διαβαθμισμένες τράπεζες στο Λύκειο οι οποίες θα αποτρέψουν την απαξίωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το απόμακρα ρομαντικό σκάνδαλο της δεκαετίας του ’60 όταν υποψήφια κόρη υπουργού μπήκε στο Πολυτεχνείο χωρίς να έχει πάρει απολυτήριο είναι πολύ κοντά στο τραγικό φαινόμενο ο τελευταίος επιτυχών σε πανεπιστημιακή σχολή να εισάγεται με γραπτό βαθμό 2,1(!) στην εικοσάβαθμη κλίμακα.