Παιδεία αντιφάσεων άνευ εξετάσεων

Η τελευταία πανηγυρική και προεκλογική συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας μετά από την χειμερία νάρκη μιας πενταετίας απέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την  αναντιστοιχία της ρητορικής με την πολιτική πρακτικής και τις επιλογές των ιθυνόντων.

Ο ανοικτός πολιτικός διάλογος τον οποίο όλοι δεκαετίες τώρα επικαλούνται για τα ζητήματα της εκπαίδευσης δεν κατόρθωσε να εγκαθιδρυθεί ως το βήμα έκφρασης έστω συμβουλευτικών απόψεων μιας εθνικής στρατηγικής.

Στο πλαίσιο αυτό θριαμβεύουν οι ακραίες αντιπαραθέσεις για το τι συνιστά το «δημόσιο συμφέρον», χωρίς όμως τη δημόσια ευθύνη λόγων και πράξεων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την υποκριτική αντιπαράθεση για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, η οποία γελοιοποίησε εν μια νυκτί τους άτεγκτους θεματοφύλακες του κρατισμού, αλλά και τα πυροτεχνήματα της κατάργησης των εξετάσεων πρόσβασης ως το μαγικό αντίδοτο για την αυτοτέλεια του Λυκείου.

Η απόσυρση του καταγγελτικού λόγου και η ώριμη συναίνεση μπορούν να οδηγήσουν σε θεσμικές αλλαγές με τις αναγκαίες προϋποθέσεις που μπορούν να συνοψισθούν επιγραμματικά.

  •                 αυτοτέλεια του Λυκείου με τομές αναβάθμισης του μορφωτικού ρόλου του σχολείου και της διοικητικής του ανεξαρτησίας για να καθιστά τους μαθητές κοινωνικά και γνωστικά έτοιμους.
  •                 σαρωτική αναδιάταξη του τοπίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συστηματική αξιολόγηση της ποιότητας αλλά και με συνεχή έλεγχο της διασύνδεσης των σπουδών με την κοινωνία και τις ανάγκες της.  

Ο πολύπαθος χώρος της Παιδείας δεν αντέχει άλλους πειραματισμούς και τις φαντασιώσεις μαθητευόμενων μάγων μιας και επί της ουσίας δεν υπάρχουν σημαντικές και αγεφύρωτες διαφορές η σύνθεση των οποίων μπορεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο μακράς πνοής.

Η αποδοχή μιας κοινωνικής πραγματικότητας που ωθεί τους νέους σε ποιοτικές και ανταποδοτικές σπουδές διαμορφώνοντας υψηλή ζήτηση και ανταγωνισμό πρέπει να μας προσανατολίσει στην ενίσχυση της θωράκισης της διαδικασίας αξιολόγησης. Ο απλουστευτικός συνειρμός της τελευταίας μεταρρύθμισης που συνοψίσθηκε στο δόγμα της ανοικτής πρόσβασης «ίσος αριθμός θέσεων και υποψηφίων» δεν μείωσε τον ανταγωνισμό για τις σπουδές εκείνες που οδηγούν σε δυναμικά και ανερχόμενα επαγγέλματα και οδήγησε ταυτόχρονα στη λογική της μικρότερης προσπάθειας η οποία αποτυπώνεται στις εξαιρετικά χαμηλές βαθμολογίες των εξετάσεων οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω δεν είναι εισαγωγικές αλλά προαγωγικές και απολυτήριες.

Ο αξιόπιστος εκπαιδευτικός σχεδιασμός είναι ανάγκη να υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές με τις οποίες μια ιδιότυπη εκπαιδευτική ορθοδοξία προσπαθεί να συντηρήσει την κουλτούρα του εξισωτισμού. Ο διάλογος μπορεί να γίνει χωρίς το φόβο της απελευθέρωσης και κυρίως χωρίς αποκλεισμούς ηθικά και δημοκρατικά απαράδεκτους όπως η μη συμμετοχή των φροντιστών στο θεσμοθετημένο διάλογο και η μη αναγνώριση της εκπαιδευτικής υπόστασης χιλιάδων μαχόμενων δασκάλων.

Σε μια ανοικτή κοινωνία γνώσης και ελευθερίας της διδασκαλίας δεν μπορεί το φροντιστήριο να θεωρείται εκπαιδευτική παρέκκλιση τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία το κράτος αποδέχεται μορφές πρόσθετης βοήθειας ποιοτικά μη συγκρίσιμες μ’ αυτό.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *