Το Εκπαιδευτικό Σύστημα της χώρας μας αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε απόπειρα αλλαγής και πολύ συχνά φορείς της εκπαίδευσης επιδίδονται συστηματικά στη λοιδορία των μεταρρυθμίσεων χωρίς να αναμένουν τα αποτελέσματα μιας επιλογής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόσυρση του πολλαπλού βιβλίου που παρότι προβλήθηκε ως στοιχείου εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της παιδευτικής διαδικασίας πριν συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής δίνει τη θέση του στην τυποποιημένη γνώση του μοναδικού βιβλίου χωρίς πολλούς μπελάδες για διδάσκοντες, διδασκόμενους και εξεταστές.
Στον αντίποδα της απόσυρσης, υπάρχει μια ανεξήγητη επιμονή στα προγράμματα της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης παρά το γεγονός ότι έχουν απαξιωθεί στην πράξη από τους ίδιους τους μαθητές ενώ δείγμα ατυχούς σχεδιασμού και κακής απορροφητικότητας αποτελεί το γεγονός ότι μόνο το ένα τέταρτο των χρημάτων του αρχικού προϋπολογισμού χρησιμοποιήθηκε τελικά και τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια μεταφέρθηκαν στο Γ’ Κ.Π.Σ.. Είναι φανερό ότι απαιτείται μία διαφορετική προσέγγιση που θα μπορούσε να ενισχύει οικονομικά τις οικογένειες των μαθητών του Λυκείου που ούτως ή άλλως επιμένουν να κάνουν ενισχυτική διδασκαλία εκτός του Δημόσιου Σχολείου.
Ένα άλλο παράδειγμα που δυναμιτίζει μάλιστα το εξεταστικό σύστημα είναι η συμμετοχή της προφορικής βαθμολογίας στη διαδικασία πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η καθιέρωση αυτής της συμμετοχής έδινε χωρίς αμφιβολία περιεχόμενο στην σχολική προετοιμασία αναβαθμίζοντας το ρόλο του καθηγητή δεν συνοδεύτηκε όμως με την παράλληλη αξιολόγηση του ίδιου του εκπαιδευτικού έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αυθαιρεσίες και να εκλείψει ο πειρασμός των αθέμιτων συναλλαγών. Η αξιολόγηση όμως δεν αποτολμήθηκε και παραπέμπεται συνεχώς στις ελληνικές καλένδες γιατί στις οργανώσεις των καθηγητών επικρατεί η κουλτούρα της «εξομοίωσης» δηλαδή όλοι είμαστε ίσοι, όλοι πρέπει να αμειβόμαστε το ίδιο, δε θέλουμε και δεν μπορούμε να κρινόμαστε.
Παράλληλα με το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης η φροντιστηριακή παιδεία είναι αναγκαία, όχι μόνο γιατί καλύπτει τη αδυναμία του δημόσιου σχολείου να ανταποκριθεί στο ρόλο του και στις απαιτήσεις των εξετάσεων, αλλά, κυρίως γιατί τα τελευταία χρόνια τα Φροντιστήρια παρέχουν πολλαπλές υπηρεσίες στήριξης και προσανατολισμού των νέων ανθρώπων.
Οι αντιδράσεις στην ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ των Φροντιστών κατέδειξαν την αδυναμία κάποιων να αντιληφθούν και να κρίνουν την αξία μιας αυτονόητης, επιστημονικά τεκμηριωμένης διαδικασίας διαγωνισμάτων καθώς είναι δέσμιοι μιας λογικής ότι το Κράτος πρέπει να αστυνομεύει και να διευθύνει τα πάντα. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και πρέπει χωρίς προκαταλήψεις να καταλάβουμε ότι το Κράτος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα χρηματοδότης και παραγωγός ποιοτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών όταν απουσιάζει το στοιχείο του ανταγωνισμού. Ο διαχωρισμός αυτός που μπορεί να εντάξει το Φροντιστήριο οργανικά πλέον και όχι de facto όπως σήμερα στις συνδιαχείριση του συστήματος Παιδείας αποτελεί μία ρεαλιστική επιλογή που θα προωθούσε την αποτελεσματικότητα και την ισότητα στην Εκπαίδευση.